Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Τα απομνημονεύματα ενός κοχυλιού -Φωτο-συγγραφική σκυτάλη #3



https://gr.dreamstime.com/photos 

  Ήρθε η ώρα να σας διηγηθώ τα απομνημονεύματά μου. Τόσοι και τόσοι γράφουν απομνημονεύματα, γιατί να μην γράψω και εγώ. Καταρχάς να σας συστηθώ.  Είμαι ένα πολύ όμορφο Κοχύλι-αχιβάδα σε σχήμα βεντάλιας. Το κέλυφός μου το στολίζουν είκοσι στρογγυλεμένες ραβδώσεις σε χρώμα πορτοκαλί, που μπορώ να πω πως είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Ζω με τα αδέρφια μου σε ένα κοραλλιογενή ύφαλο. Χαρακτηριστικό μου είναι και μην γελάσετε παρακαλώ, ότι το ένα αυτί μου είναι μεγαλύτερο από το άλλο.
  Κάποια μέρα λοιπόν αποφάσισα να ταξιδέψω  για να γνωρίσω τον κόσμο τον στεριανό. Γι’ αυτόν τον κόσμο είχα ακούσει να μιλούν οι καπεταναίοι  και οι ναύτες  τα βράδια πάνω στο κατάστρωμα των πλοίων τους. Μιλούσαν με νοσταλγία και αγάπη για τον κόσμο αυτόν και μετρούσαν τις μέρες που θα γυρνούσαν  κοντά στους αγαπημένους τους. Ακόμα  και στα τραγούδια τους η ίδια νοσταλγία κυριαρχούσε.
  Κατάλαβα πως για να μιλούν με τόση αγάπη για τον τόπο τους θα ήταν ωραίος και καθώς είμαι ένα πολύ περίεργο κοχύλι αποφάσισα πως έπρεπε να ταξιδέψω ως εκεί και να γνωρίζω επιτέλους αυτόν τον κόσμο.
  Βέβαια οι φίλοι μου και πολλά άλλα θαλάσσια πλάσματα μου έλεγαν πως ο στεριανός κόσμος δεν είναι για μας, μου έλεγαν πως κρύβει πολλούς κινδύνους και ότι εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε εκεί, αλλά εγώ όπως σας είπα είμαι πολύ περίεργο και αγύριστο «κεφάλι»  και προσπαθούσα να βρω τρόπο να τον δω έστω και από μακριά. Ζήτησα και την γνώμη του σοφού Χταποδιού και κείνο μου είπε πως μπορώ να φτάσω ως εκεί, αρκεί όταν φτάσω στην ακτή να είμαι κάτω από την υγρή άμμο και σε άμεση επαφή με το νερό.
  Έτσι ξεκίνησα ένα Καλοκαίρι γιατί αυτή την εποχή  η θάλασσα είναι ήρεμη και καλοτάξιδη για να γνωρίσω τον κόσμο των ανθρώπων.
  Στο δρόμο μου έκανα πολλούς φίλους, είδα ωραία τοπία γεμάτα πολύχρωμα κοράλλια, γνώρισα ανεμώνες, ταξίδεψα παρέα με κάτι θεόρατα καβούρια, με φιλοξένησαν κάτι μακρινά ξαδέρφια μου, στρείδια τα έλεγαν και πέρασα μια βδομάδα φανταστική κοντά τους .
  Όμως αργούσα να φτάσω και φοβήθηκα πως έτσι που το πήγαινα θα περνούσε το Καλοκαίρι και εγώ δεν θα είχα κάνει ούτε τη μισή διαδρομή. Ευτυχώς για καλή μου τύχη μια μέρα συνάντησα μια χελώνα. Γίναμε φίλοι και πάνω στην κουβέντα, της είπα για το ταξίδι μου και δεν θα το πιστέψετε αλλά και αυτή εκεί πήγαινε, γιατί ήταν η εποχή που έπρεπε να γεννήσει τα αυγά της στην καυτή άμμο.
  Έτσι ανέβηκα στην ράχη της και ταξίδεψα ξεκούραστα. Είχε πολύ πλάκα όταν η χελώνα ανέβαινε στην επιφάνεια του νερού για να αναπνεύσει και μετά έκανε απότομη κατάδυση. Ιδίως το βράδυ ήταν φανταστικά γιατί για πρώτη φορά αντίκρισα τον ουρανό που ήταν γεμάτος λαμπερά αστέρια και ένα ολόγιομο φεγγάρι που καθρεφτιζόταν στα νερά της θάλασσας.
«Τύχαμε σε πανσέληνο» μου είπε η χελώνα, γιατί όπως έμαθα το φεγγάρι δεν είναι ίδιο κάθε βράδυ, ξεκινάει από μια μικρή φετούλα, γίνεται μεγάλο μετά για λίγο χάνεται και πάλι από την αρχή.
  Μια μέρα πέσαμε πάνω σε ένα κοπάδι τσούχτρες. Το τι φαγοπότι έκανε η χελώνα δεν λέγεται, γιατί όπως μου είπε αυτό ήταν το αγαπημένο της φαγητό.
  Είχε περάσει ένας μήνας από τότε που ξεκίνησα και ένα βράδυ σε μια ανάδυση της χελώνας είδα φώτα κάπου μακριά που δεν ήταν αστέρια. Εκεί ζουν οι άνθρωποι μου είπε η χελώνα, πλησιάζουμε στο στεριανό τον κόσμο. Πράγματι μετά από ένα μερόνυχτο πατήσαμε στο πόδι μας, «πόδι» τρόπος του λέγειν για μένα, στην ακτή. Η χελώνα βγήκε στη στεριά και εγώ την παρακολουθούσα να ανοίγει ένα λάκκο, να γεννά τα αυγά της, να τα σκεπάζει με άμμο και μετά πολύ κουρασμένη να γυρνά στη θάλασσα κοντά μου.
«Φιλαράκο» μου είπε «πάω να ξεκουραστώ. Για κάνα μήνα ακόμη εδώ γύρω θα γυρίζω, αν θέλεις μπορώ να σε πάρω μαζί μου στην επιστροφή».
  Έτσι έμεινα μόνο. Από κάπου κοντά άκουγα μουσική. Κοίταξα προς τα εκεί και είδα μια μεγάλη παρέα από νεαρά παιδιά να έχουν ανάψει φωτιά στην άμμο και να διασκεδάζουν χορεύοντας. Κατά τις πρωινές ώρες υπήρχε μια ησυχία γύρω και κοιμήθηκα. Ξύπνησα όταν ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό και κρύφτηκα κάτω από την υγρή άμμο, γιατί άκουσα βήματα γύρω μου. Κάποιος μάλιστα πήγε να με πατήσει. Κατάλαβα πως εκεί που καθόμουν κινδύνευα και έτσι πήγα πίσω από ένα βράχο. Επιτέλους ήμουν ασφαλής. Σε λίγο η θάλασσα είχε γεμίσει ανθρώπους που κολυμπούσαν γύρω μου, άλλοι σαν δελφίνια και άλλοι άγαρμπα καταπίνοντας άφθονο θαλασσινό νερό. που δεν ήταν ότι καλύτερο για αυτούς. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Μου άρεσε να βλέπω τα μικρά παιδάκια να παίζουν με τα κουβαδάκια τους στην άμμο, που έφτιαχναν κάστρα και γοργόνες, αλήθεια είχαν δει γοργόνες τα παιδιά; πως ήξεραν πως είναι και τις έφτιαχναν τόσο ωραίες; Εγώ μια φορά είχα δει γοργόνα όλη και όλη  στη ζωή μου  όταν βρέθηκα σε ένα κοραλλένιο παλάτι.
  Τις μέρες που βρισκόμουν εκεί κοντά στο σούρουπο είχα δει μια νεαρή γυναίκα που σκαρφάλωνε στο βράχο μου, κοιτούσε τη θάλασσα και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.  Έδειχνε πολύ στεναχωρημένη και κατάλαβα πως κάποια στιγμή μπορεί και να έπεφτε στη θάλασσα και να πνιγόταν.
Την συμπάθησα πολύ και ήξερα πως αν το πρόβλημά της ήταν οικονομικό μπορούσα να την βοηθήσω. Έτσι την άλλη μέρα που την είδα να έρχεται   και να κάθεται στο γνωστό σημείο πιο πικραμένη από κάθε άλλη φορά την πλησίασα και στήθηκα απέναντι από τον ήλιο που σε λίγο ήταν έτοιμος να βασιλέψει. Πήρα την κατάλληλη θέση και άνοιξα το κέλυφός μου, προσευχόμενο να με προσέξει. Οι ακτίνες του ήλιου έπεσαν πάνω στο μαργαριτάρι που έκρυβα στα σπλάχνα μου και αυτό λαμπύρισε με χιλιάδες χρώματα. Πέρασαν δέκα λεπτά αγωνίας, εκείνη σηκώθηκε από τον βράχο και ήταν έτοιμη να πέσει στη θάλασσα και τότε ευτυχώς με είδε, είδε την λάμψη από το μαργαριτάρι μου. 
  Ξαφνιάστηκε, ξέχασε αυτό που πήγαινε να κάνει. Έσκυψε για να με δει καλύτερα. Μετά με πήρε απαλά στα χέρια της, με χάιδεψε, ενώ εγώ την παρακαλούσα να πάρει το μαργαριτάρι μου. Το μαργαριτάρι που για μένα ήταν ένα άχρηστο σώμα, που το έφτιαξα όταν ένας ενοχλητικός κόκκος άμμου μπήκε στα σπλάχνα μου και για να αμυνθεί ο οργανισμός μου και να μην αρρωστήσω έφτιαξα αυτό από μία σκληρή κρυστάλλινη ουσία το μάργαρο. Επειδή το είχα χρόνια στα σπλάχνα μου ήταν αρκετά μεγάλο και όπως είχα ακούσει από τους καπεταναίους που έψαχναν για μαργαριτάρια, όσο πιο μεγάλο τόσο πιο πολλά χρήματα κόστιζε. Και όχι να το παινευτώ αλλά είχα βάλει όλη την τέχνη μου και το είχα κάνει όμορφο.
Εκείνη κατάλαβε, το ξεκόλλησε απαλά από τα σώμα μου, μου έδωσε ένα φιλί και ύστερα με έβαλε πάλι στη θάλασσα.
  Την είδα να φεύγει χαρούμενη. Κάθισα κάμποσες μέρες ακόμη εκεί αποκομίζοντας εμπειρίες. Την κοπέλα δεν την ξαναείδα και αυτό με έκανε χαρούμενο, γιατί κατάλαβα πως είχε λύσει το πρόβλημά της.
  Όταν συναντήθηκα πάλι με την χελώνα ανέβηκα στην ράχη της και ξεκινήσαμε για το ταξίδι της επιστροφής, ευτυχισμένο που είχα φανεί χρήσιμο σε εκείνη την κοπέλα και χαρούμενο που είχα απαλλαγεί από το βάρος του μαργαριταριού.
  Τώρα αν νομίζετε πως τα απομνημονεύματά μου τελείωσαν εδώ γελιέστε γιατί υποσχέθηκα  στον εαυτόν μου πως το επόμενο Καλοκαίρι θα έκανα πάλι ένα ταξίδι για κάπου αλλού.



Αυτή είναι η συμμετοχή στην φωτο-συγγραφική σκυτάλη#3 που διοργανώνει η αγαπημένη μας Μαίρη μέσω του blog της Γήινη ματιά.
Την φωτογραφία που σε αυτήν βασίστηκα για να γράψω τούτο το παραμύθι την παρέλαβα από την Σμαραγδένια. Επίσης μέσα στο κείμενο έπρεπε να συμπεριλάβω την λέξη Καλοκαίρι.
Κορίτσια σας ευχαριστώ πολύ. 
Με την σειρά μου παραδίδω με αγάπη την σκυτάλη στην Ρένα με την παρακάτω φωτογραφία  και την λέξη "μυστήριο".
Ρένα μου καλή επιτυχία! 

https://www.pexels.com/