Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΖΗΤΗΜΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

  


   Ο Αλέξης καθισμένος στο γραφείο του, μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή κοιτούσε τα mail που του είχε στείλει πριν από λίγο ο συνέταιρός του, ο Λεωνίδας. Με τον Λεωνίδα ήταν φίλοι, αδέρφια πες, από μικρά παιδιά μεγαλωμένοι στην ίδια γειτονιά, μαζί στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο ακόμη και στην ίδια σχολή στο πανεπιστήμιο. Αμέσως μόλις τελείωσαν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο και ξεμπέρδεψαν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, πέντε χρόνια τώρα, είχαν δημιουργήσει μια εταιρία "εισαγωγών-εξαγωγών" και οι δουλειές τους πήγαιναν πάρα πολύ καλά.
Ο Λεωνίδας βρισκόταν εδώ και μία εβδομάδα στη διεθνή έκθεση Sial Paris, στο Παρίσι φυσικά, προκειμένου να ενημερωθεί για τα καινούργια προϊόντα στο χώρο των τροφίμων, αλλά και να προωθήσει τα αντίστοιχα ελληνικά. Τις προηγούμενες ημέρες είχε κάνει την έρευνά του και είχε κάνει μια επιλογή καινοτόμων προϊόντων που σίγουρα θα μπορούσαν να προωθήσουν στην ελληνική αγορά και αυτά ήταν που μελετούσε τώρα ο Αλέξης προκειμένου να καταλήξουν και να κάνουν τις παραγγελίες τους.  
Την προσοχή του απέσπασε για λίγο η Μάρθα, η καινούργια γραμματέας, δίνοντάς του την αλληλογραφία του. Άφησε κατά μέρος την απάντηση στα mail για αργότερα προκειμένου να ρίξει άλλη μια ματιά στη λίστα των προϊόντων και κοίταξε τους τρεις φακέλους που του άφησε η Μάρθα. Ανάμεσά τους ήταν και ένας κίτρινος φάκελος χωρίς αποστολέα.
Ανοίγοντας τον κίτρινο φάκελο ο Αλέξης ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί το περιεχόμενο του. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία που μόλις την είδε την πέταξε στο πάτωμα λες και ακούμπησε ένα πυρακτωμένο σίδερο. Του κόπηκε η ανάσα, με δυσκολία μπορούσε να αναπνεύσει. Όλοι οι θόρυβοι γύρω του σταμάτησαν και μόνο ο ανεπαίσθητος ήχος του ρολογιού στον τοίχο ακουγόταν και τον ένιωθε σαν να του σφυροκοπούσε το κεφάλι καθώς μετρούσε τα δευτερόλεπτα. Οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπό του, σημάδι πως ο πανικός άρχισε να τον κυριεύει. Οι σφυγμοί του ανέβηκαν επικίνδυνα. Ξέσφιξε λίγο την γραβάτα του και πήρε βαθιές ανάσες. Όταν συνήλθε κάπως σήκωσε τη φωτογραφία από το πάτωμα και κοίταξε πάλι το ζευγάρι που έδειχνε. Στη φωτογραφία ήταν η Άννα, η δική του Άννα, αγκαλιά με τον καλύτερό του φίλο και συνέταιρό του τον Λεωνίδα με φόντο τον Σηκουάνα.
Η Άννα υποτίθεται πως βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να παραστεί σε κάποιο δικαστήριο για λογαριασμό του γραφείου που εργαζόταν ως δικηγόρος. Τώρα βέβαια αποκαλύφτηκε ότι ήταν μαζί με τον Λεωνίδα στο Παρίσι.
Με την Άννα ο Αλέξης είχε γνωριστεί σε μια διαδήλωση στο πανεπιστήμιο όταν ήταν φοιτητές. Αυτός στο τρίτο έτος της νομικής και κείνη στο πρώτο. Το κορίτσι με το ξεχωριστό χαμόγελο και τα υπέροχα μάτια του έκλεψε από την πρώτη στιγμή την καρδιά. ήταν αυτό που λένε έρωτας με την πρώτη ματιά και ήταν αμοιβαίος. Τους ένωσαν οι ίδιες ιδέες, τα κοινά ενδιαφέροντα και από τότε έγιναν αχώριστοι. Στους τέσσερις μήνες μετά την γνωριμία τους συγκατοίκησαν και πριν από τρία χρόνια όταν και οι δύο είχαν τακτοποιηθεί επαγγελματικά, δέθηκαν με τα δεσμά του γάμου με κουμπάρο τον Λεωνίδα.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή πολιόρκησαν και οι δύο την Άννα, μα σαν είδε ο Λεωνίδας πως η Άννα προτίμησε τον Αλέξη και πόσο ερωτευμένος ήταν ο φίλος του μαζί της, υποχώρησε και ποτέ δεν έδειξε πως είχε βλέψεις σε κάποια μελλοντική σχέση μαζί της. Απεναντίας είχε καταλάβει πως τελικά δεν ήταν ο τύπος του και την έβαλε στην καρδιά του σαν την αδελφή που δεν είχε.
Ο Αλέξης τώρα κοιτούσε τη φωτογραφία και δεν πίστευε τα μάτια του. Αυτοί οι δυο το γλεντούσαν λοιπόν πίσω από την πλάτη του. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο ήχος του τηλεφώνου. Ήταν η Άννα. Το άφησε να κτυπά, δεν ήταν σε θέση να της μιλήσει. Μετά από λίγο ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος στο κινητό του που του έδειξε πως είχε μήνυμα. Το διάβασε.
"Αγάπη μου, δεν τελείωσα την δουλειά μου εδώ σήμερα, έτσι θα παραμείνω άλλη μια μέρα μπορεί και δύο ακόμα στη Θεσσαλονίκη, θα σε πάρω αργότερα. Φιλάκια!"
"Του Ιούδα τα φιλιά" συμπλήρωσε φωναχτά ο Αλέξης. "Αποκαλύφτηκες κυρία Άννα, τώρα ξέρω πως δεν είσαι στη Θεσσαλονίκη, αλλά στο Παρίσι με το Λεωνίδα" και αρπάζοντας ένα κρυστάλλινο τασάκι πάνω από το γραφείο του το εκσφενδόνισε με δύναμη στον απέναντι τοίχο.
Στην πόρτα έκανε την εμφάνισή της η γραμματέας του, η Μάρθα. Την Μάρθα του την σύστησε η Άννα. Την ήξερε από παλιά, ήταν συμφοιτήτριες, δεν έκαναν βέβαια πολύ παρέα τότε, γιατί την θεωρούσε λίγο επιπόλαιη, απόδειξη ότι τελικά δεν πήρε πτυχίο γιατί προτίμησε να παντρευτεί κάποιον πολύ μεγαλύτερό της, που είχε όμως μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Τώρα ήταν χωρισμένη και σε αναζήτηση δουλειάς, όταν την συνάντησε τυχαία η Άννα. Έτσι σε συνεννόηση με τον Αλέξη της πρότεινε τη θέση της γραμματέως στην εταιρία, αφού η προηγούμενη κοπέλα είχε αποχωρίσει λόγω εγκυμοσύνης.
"Αλέξη τι σου συμβαίνει;" τον ρώτησε κοιτάζοντας σαστισμένη τα γυαλιά γύρω της, όταν δεν ήταν κάποιος πελάτης ή προμηθευτής μπροστά, του μιλούσε στον ενικό και πάντα προσπαθούσε να του δείξει πως ήταν πρόθυμη και για άλλες υπηρεσίες πέραν της γραμματέως.
"Καμάρωσε την φίλη σου" της είπε και της έδειξε τη φωτογραφία.
"Δεν το πιστεύω, η Άννα με τον Λεωνίδα. Μα πως εσείς φαινόσαστε το πιο ευτυχισμένο, το πιο ταιριαστό ζευγάρι στον κόσμο", του είπε και κατευθύνθηκε προς το μπαράκι του γραφείου. Έβαλε ένα ποτό στον Αλέξη και του το πρόσφερε. Εκείνος το κατέβασε μονορούφι και ζήτησε κι άλλο.
"Έτσι νόμιζα και εγώ, όμως τα φαινόμενα απατούν. Οι δύο υποκριτές ποιος ξέρει πόσο καιρό έχουν δεσμό και γελούν πίσω από την πλάτη μου. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι καλοθελητές". Τώρα ήταν εκείνος που σηκώθηκε και έβαλε άλλο ένα ποτό. Ήδη είχε ζαλιστεί καθώς δεν το συνήθιζε να πίνει και μάλιστα τόσο πρωί.
Η Μάρθα πήγε πίσω του και έβαλε τα χέρια της στους ώμους του. "Πάμε να πάρεις λίγο αέρα. Σήμερα δεν είσαι σε θέση ούτε να δουλέψεις, ούτε να σκεφτείς καθαρά".
"Τι να σκεφτώ, η φωτογραφία μιλάει και τα λέει όλα. Τα πιτσουνάκια μου διασκεδάζουν και εγώ έχω βυθιστεί στην κόλαση".
***
Η Μάρθα τώρα οδηγούσε στην παραλιακή. Σταμάτησε σε μια έρημη παραλία και βγήκαν από το αμάξι. Εκεί ο Αλέξης ούρλιαξε, έκλαψε, πέταξε όσες πέτρες μπόρεσε πετροβολώντας τη θάλασσα, λες και κείνη έφταιγε για όλα και κατέληξε να κάνει απελπισμένο έρωτα με την πρόθυμη Μάρθα πάνω στη νοτισμένη άμμο.
Όταν συνήλθαν κάπως μπήκαν πάλι στο αμάξι. Κατέληξαν στο σπίτι της Μάρθας κάνοντας για δεύτερη φορά έρωτα, χωρίς ο Αλέξης να νιώθει τύψεις. Προηγουμένως είχαν περάσει από το σπίτι του και πήραν μια μικρή βαλίτσα με ρούχα. Ο Αλέξης δεν ήθελε με τίποτα να μείνει εκεί που όλα του θύμιζαν την Άννα, τα φιλιά της, τα χάδια της, την αγκαλιά της που τώρα ήξερε πως όλα ήταν ψεύτικα.
Την άλλη μέρα στη δουλειά λειτουργούσε σαν ρομπότ. Τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα έπεφταν βροχή. Από τον Λεωνίδα που μη ξέροντας τι έχει συμβεί, του ζητούσε να του στείλει επειγόντως τη λίστα με τα επιλεγμένα προϊόντα,  προκειμένου να κλείσει τις συμφωνίες εισαγωγής και από την Άννα που ανησυχούσε  για την υγεία του, αφού δεν της απαντούσε στα τηλεφωνήματα και δεν ήξερε το λόγο της σιωπής του. Μην παίρνοντας απάντηση από τον Αλέξη είχαν αρχίσει να κάνουν τηλεφωνήματα στη Μάρθα, η οποία τους έλεγε διάφορα  για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του.

***

Την άλλη μέρα η Άννα μπήκε στο γραφείο του Αλέξη την ώρα που η Μάρθα τον είχε αγκαλιάσει και ήταν έτοιμη να του δώσει ένα φιλί. Αντικρίζοντας τους μαρμάρωσε. Δεν πίστευε στα μάτια της, ο Αλέξης στην αγκαλιά της Μάρθας. Προσπάθησε να μιλήσει όμως η φωνή της δεν έβγαινε. Δεν την κρατούσαν τα πόδια της και σωριάστηκε στην πολυθρόνα που βρήκε μπροστά της.
"Αλέξη μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις τι σημαίνουν όλα αυτά; τον ρώτησε όταν ανέκτησε λίγο την αυτοκυριαρχία της. Είναι η πρώτη φορά που έλειψα για μια βδομάδα από κοντά σου και εσύ έπεσες με τόση ευκολία στην αγκαλιά μιας άλλης;" Έπειτα στράφηκε προς την Μάρθα. "Και εσύ έτσι ξεπληρώνεις το καλό που σου έκανα να βρεις δουλειά; Πήγαινε έξω, θέλω να μιλήσω με τον άντρα μου", της είπε οργισμένη.
"Ε όχι ρε Άννα να μου βγεις και από πάνω τώρα. Όταν εσύ έβγαζες τα μάτια σου στο Παρίσι με τον άλλο ήταν καλά; φώναξε έξω φρενών ο Αλέξης. Μία σου και μία μου. Δεν είσαι σε θέση να με κρίνεις όταν εσύ πρώτη μου φόρεσες το κέρατο".
Η Άννα τινάχτηκε όρθια. "Ποιο Παρίσι, ποιο κέρατο, τι είναι αυτά που λες; Για ποιο πράγμα με κατηγορείς;"
"Κάνε μας και την ανήξερη τώρα. Μου άνοιξαν τα μάτια κυρία Άννα. Να, δες και εσύ τα κατορθώματά σου" της φώναξε και της πέταξε τη φωτογραφία στο πρόσωπο με οργή. "Πόσο καιρό γελούσατε πίσω από την πλάτη μου;"
Η Άννα κοίταξε τη φωτογραφία και έμεινε άφωνη. Πως είναι δυνατόν. Αυτή και ο Λεωνίδας αγκαλιά με φόντο τον Σηκουάνα. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Για δεύτερη φορά σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Ο Αλέξης βηματίζοντας πάνω κάτω συνέχιζε να την βρίζει και να την στολίζει με κάθε χυδαία έκφραση και όσο δεν έπαιρνε κάποια εξήγηση από την Άννα τόσο ο θυμός του φούντωνε.
Η Άννα κοιτούσε και ξανακοιτούσε τη φωτογραφία και κάτι της φαινόταν γνώριμο σ' όλο αυτό, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Είχε σταματήσει να ακούει τον Αλέξη πλέον και κοιτάζοντας επίμονα τη φωτογραφία θυμήθηκε μια ευτυχισμένη στιγμή μαζί του. Αυτή και ο Αλέξης πριν από δυο χρόνια αγκαλιά με φόντο τον Σηκουάνα σε μια φωτογραφία που είχε αποθηκεύσει στο κινητό της. Θυμήθηκε μάλιστα τη γαλλιδούλα που προθυμοποιήθηκε να τους την τραβήξει. Έψαξε και την βρήκε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, δάκρυα για μια ευτυχία που έχανε.
"Είναι αργά για δάκρυα και μετάνοιες τώρα πια. Φύγε από μπροστά μου, δεν θέλω να σε ξαναδώ", συνέχισε οργισμένος ο Αλέξης.
"Και δεν θα με ξαναδείς Αλέξη, όμως πριν φύγω κοίταξε εδώ. Του έδειξε την φωτογραφία τους, αυτή που απεικόνιζε την ευτυχία τους πριν από δύο χρόνια, στην προωθώ. Σύγκρινε τις δύο φωτογραφίες και θα καταλάβεις. Πως μπόρεσες να αμφισβητήσεις την αγάπη μου. Πως μπόρεσες να διαγράψεις με μια μονοκονδυλιά όλα αυτά που έχουμε ζήσει. Εγώ και ο φίλος σου είμαστε καθαροί, όμως εσύ δεν είσαι. Έπεσες στην αγκαλιά της Μάρθας και δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω ποτέ γι' αυτό. Θα μείνω για λίγες ημέρες στο σπίτι, μέχρι να βρω κάπου αλλού να μείνω. Σε παρακαλώ να σεβαστείς την επιθυμία μου και να μην έρθεις, αφού φύγω κάνε ό,τι θέλεις". Και έφυγε!
Ο Αλέξης στην αρχή δεν κατάλαβε τι ακριβώς του έδειξε η Άννα και τι εννοούσε όταν του είπε να συγκρίνει τις δυο φωτογραφίες. Ή Μάρθα όταν είδε πως έφυγε η Άννα μπήκε στο γραφείο του Αλέξη και τον αγκάλιασε.
"Άφησέ με για λίγο μόνο σε παρακαλώ", της είπε.
Όταν έμεινε μόνος κοίταξε τις δύο φωτογραφίες και σιγά σιγά κατάλαβε. Η φωτογραφία με την Άννα στην αγκαλιά του Λεωνίδα ήταν προϊόν φωτομοντάζ. Η αυθεντική φωτογραφία ήταν αυτή που του είχε προωθήσει και έδειχνε τον ίδιο και την Άννα στην ίδια ακριβώς θέση στις όχθες του Σηκουάνα. Θυμήθηκε πόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι ήταν εκείνο το απόγευμα. Μετά είχαν πάρει το καραβάκι και είχαν κάνει μία μίνι κρουαζιέρα στα νερά του Σηκουάνα βλέποντας τα αξιοθέατα κατά μήκος του ποταμού, με τα φώτα της πόλης να ανάβουν σιγά σιγά και εκείνοι να απολαμβάνουν το δείπνο τους λικνιζόμενοι στα νερά του.
Τώρα ήταν η σειρά του να γεμίσουν τα μάτια του δάκρυα που εξελίχτηκαν σε αναφιλητά. Σήκωσε με τρεμάμενο χέρι το κινητό και την κάλεσε. Το τηλέφωνο της ήταν νεκρό. Πήρε και τη ζήτησε στη δουλειά της, όμως του είπαν πως είχε ζητήσει άδεια για τις επόμενες δέκα μέρες. Ήξερε πως η Άννα δεν θα του συγχωρούσε την απιστία του ποτέ.

***
Την άλλη μέρα πήγε στο αεροδρόμιο να περιμένει τον Λεωνίδα. Του τα εξήγησε όλα. Ο Λεωνίδας αν και θύμωσε πολύ που σκέφτηκε ο φίλος του τόσο απαίσια πράγματα για τον ίδιο και την Άννα, τον συγχώρησε και του υποσχέθηκε ότι θα έκανε μια προσπάθεια να πείσει την Άννα να κάνει το ίδιο.
Ο Αλέξης συνέχισε να μένει στο σπίτι της Μάρθας περισσότερο για να μην τρελαθεί μόνος του, όμως δεν την άγγιξε από κείνη την ημέρα του τσακωμού του με την Άννα, όσο και αν αυτή προσπάθησε για το αντίθετο.
Από εκείνη την ημέρα έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να μην σκέφτεται την όλη κατάσταση αν και το μυαλό του διαρκώς βασάνιζε το ερώτημα ποιος ήθελε να του κάνει τόσο κακό, αλλά απάντηση δεν μπορούσε να δώσει.
Ένα βραδάκι που ήταν στο σπίτι, η Μάρθα ετοίμαζε το βραδινό τους και ο Αλέξης πήγε να στείλει κάποια email από τον υπολογιστή της. Τον βρήκε ανοιχτό στα email της. Πριν εισάγει τον δικό του κωδικό η ματιά του έπεσε στη φράση "έπεσε το κάστρο Αλέξης;" Από περιέργεια διάβασε ολόκληρο το μήνυμα.
"Ξαδέρφη δεν μπορείς να πεις έκανα σπουδαία δουλειά στις φωτογραφίες που μου έστειλες. Στο φωτομοντάζ είμαι άπαιχτος! Τι έγινε λοιπόν έπεσε το κάστρο Αλέξης;"
Άνοιξε το προηγούμενο email και είδε το πριν και το μετά της ίδιας φωτογραφίας, καθώς και μία φωτογραφία του Λεωνίδα, αυτή που χρησιμοποίησαν για να ολοκληρωθεί το έγκλημα. Αμέσως πήρε μια κόλλα χαρτί και έγραψε τη λέξη "Απολύεσαι" με μεγάλα γράμματα και την τοποθέτησε πάνω στο πληκτρολόγιο. Μετά πήρε την βαλίτσα του και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.



Αυτό το διήγημα μου συμπεριλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο
"Στιγμές έμπνευσης" των εκδόσεων "Κέφαλος"










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου