«Τάσο! Όρε Τάσο!»
«Τι φωνάζεις μωρέ
Κωσταντή;»
«Τι φωνάζω; Εκείνη η
κατσίκα σου η Ασπρούλα πάλι έκοψε το σκοινί και μου ρήμαξε το αμπέλι, θα σου
κάνω μήνυση».
«Α! το
αναθεματισμένο το ζωντανό πάλι την έκανε την ζημιά της. Μην κάνεις έτσ’ βρε
αδερφέ…θα τα βρούμε» του είπε ο Τάσος. « Έλα πάμε στον καφενέ να σε κεράσω κάνα
τσίπουρο και μετά θα αγοράσω καινούργιο σκοινί στην Ασπρούλα για να μην το
ξανακόψει». «Αγγελική! φώναξε της γυναίκας του, πρόσεχε την Ασπρούλα, εγώ παγαίνω
να της πάρω σκοινί».
«Ναι Τάσο μου και μην
ξεχάσεις να πάρεις το δέμα που άφησε ο
ταχυδρόμος στο καφενείο».
Ο Τάσος μαζί με τον
Κωσταντή κατηφόρισαν για την αγορά του χωριού και τράβηξαν για τον καφενέ. Εκεί
άρχισαν τα τσίπουρα. Ο Τάσος ήθελε να καλοπιάσει τον Κωσταντή μην πάει και του
κάνει καμιά μήνυση για την ζημιά της Ασπρούλας και τρέχει στα δικαστήρια.
Μετά από μια ώρα
τσιπουροκατάνυξης τα βρήκαν και χώρισαν. Ο Τάσος αφού πήρε το δέμα παραμάσκαλα
κίνησε για το σπίτι του, ξεχνώντας να αγοράσει σκοινί για την Ασπρούλα.
«Από ποιόν είναι το
δέμα Τάσο μου;» τον ρώτησε η γυναίκα του μόλις έφτασε στο σπίτι.
«Από την Αμερική,
από τον θείο-Τζίμη».
Άνοιξαν το δέμα και
πάνω-πάνω βρήκαν ένα γράμμα που ο θείος τους έγραφε τα νέα του και από κάτω
είχε δύο κλαρωτά φουστάνια για την Αγγελική, που τα πήρε όλο χαρά και έτρεξε να
τα φορέσει. Στο λεπτό γύρισε πίσω φορώντας το ένα.
«Μου πάει Τάσο μου»,
ρώτησε συνάμενη και κουνάμενη.
«Ωραίο είναι, αλλά
πολύ ξεγουλητό ρε γυναίκα…»
«Μην φοβάσαι, έτσι
και αλλιώς μου είναι λίγο μεγάλο. Θα το μπάσω και με το ύφασμα που θα
περισσέψει θα βάλω ένα φραμπαλά στο λαιμό και θα είναι εντάξ’. Θα το φορέσω στο
πανηγύρι μας και θα με ζηλεύουν ούλες. Εσένα τι σ’ έστειλε;»
Ο Τάσος κράταγε στα
χέρια του ένα καρό παντελόνι και δυο πουκάμισα με φανταχτερά χρώματα και τα
κοίταζε με απορία.
«Τούτα μ’ έστειλε.
Αν τα φορέσω αυτά στο χωριό θα μου κρεμάσουν κουδούνια… θα πουν πως έγινα
ντιγκιντάγκας. Δεν τα φοράω…φύλαξέ τα…μεθαύριο που θα φτιάξω το σκιάχτρο για να
μη μας φαν’ τα τσιροπούλια τα σταφύλια, θα τα χρειαστώ. Α! έχει μέσα και σώβρακα, παρδαλά και τούτα, αλλά τουλάχιστον αυτά όταν θα τα φοράω δεν θα φαίνονται. Αυτά τα μακρυναρίκια
που κρατάς εσύ τι είναι;»
«Γραβάτες είναι, σαν
αυτές που φοράει ο δάσκαλος».
«Γραβάτες; Τώρα
μάλιστα είπε γελώντας ο Τάσος, όλα τα ‘χει η Μαριωρή ο
φερετζές της λείπει. Α! ρε θείε Τζίμη πήγες στην Αμερική και ξέχασες πως
ντυνόμαστε εδώ στο χωριό. Ας είναι… φτιάξε βρε γυναίκα δυο καφεδάκια να τα
πιούμε και μετά να δω τι θα κάνω και με την Ασπρούλα που ξέχασα να της πάρω
σκοινί».
Το βραδάκι όταν γύρισε
ο Τάσος από τα κτήματα με τις κατσίκες και η Αγγελική πήγε να τις αρμέξει, την
έπιασαν τα γέλια.
Αιτία το σκοινί της
Ασπρούλας, που ο Τάσος το είχε μακρύνει με δυο τρεις από τις παρδαλές γραβάτες
του θείου Τζίμη.
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο παιχνίδι της Φλώρας. Η φράση που έπρεπε να έχει η ιστορία μας ήταν "Όλα τα 'χει η Μαριωρή ο φερετζες της λείπει".
Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου όλους όσους με την βαθμολογία τους μου χάρισαν την τρίτη θέση.
Χαίρομαι που άρεσε σε πολλούς και γέλασαν μαζί της, γιατί και εγώ όταν την έγραφα, γέλια μου ήρθαν.
Υ.Γ. όπως καταλάβατε ο Τάσος ήταν πιστός στο σλόγκαν "τίποτα δεν πάει χαμένο".
Να έχετε ένα όμορφο και χαμογελαστό Σαββατοκύριακο!
Φιλάκια!