Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Καλοκαιριού (μέρος 4ο)

Την αρχή του παραμυθιού θα την βρείτε  εδώ
Το δεύτερο μέρος εδώ
Το τρίτο μέρος εδώ


«Άφησα την θάλασσα, συνέχισε το Καλοκαίρι, και ανηφόρισα προς  ένα βουνό κατάφυτο από ψηλά δέντρα.   Το απαλό αεράκι που φυσούσε σκορπούσε γύρω μου μυρωδιές από Πεύκα, Μυρτιές και αγριολούλουδα, ενώ στα αυτιά μου έφταναν τιτιβίσματα πουλιών. Πιο κάτω στην χαράδρα έκαναν θόρυβο  τα νερά ενός ποταμού καθώς κατρακυλούσαν πάνω σε βραχάκια και μεγάλες πέτρες. Ήταν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα.
Τα Δέντρα σκέφτηκα θα με υποδεχτούν με χαρά, όμως τον χαιρετισμό μου ελάχιστα από αυτά τον ανταπέδωσαν, ενώ τα περισσότερα άρχισαν κάτι να σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους.
Τι συμβαίνει τα ρώτησα, δεν χαίρεστε που με βλέπετε;  Όλοι λένε πως είμαι η καλύτερη εποχή».
«Για μας καλό και χρυσό είσαι και χαιρόμαστε όταν έρχεσαι, όμως οι άνθρωποι μας βγάζουν ξινή τη χαρά μας», είπε μια Βελανιδιά.
«Γιατί τι συμβαίνει;» τα ρώτησα.
«Ρωτάς τι συμβαίνει, είπε θυμωμένο ένα Πεύκο ορθώνοντας το ανάστημά του μπροστά μου. Ξέχασες τι έγινε  πέρσι όταν ήρθες Εσύ και αν το ξέχασες για ρίξε μια ματιά στο απέναντι βουνό. Εκεί αν θυμάσαι υπήρχαν θεόρατα Δέντρα που τα έκαψαν κάποιοι ασυνείδητοι άνθρωποι, εκεί ζούσαν εκατοντάδες ζωάκια που βρήκαν τραγικό θάνατο καθώς εγκλωβίστηκαν στις φλόγες. Θυμάσαι που και εμείς στο τσακ γλιτώσαμε; 
Μας έσωσε το ποτάμι που κυλάει εκεί κάτω και κάποιοι καλοί άνθρωποι –γιατί υπάρχουν και καλοί άνθρωποι, μάλιστα  μερικοί από αυτούς κάηκαν- που με μεγάλη δυσκολία περιόρισαν τη φωτιά και έτσι σωθήκαμε. Προσφέρουμε  στους ανθρώπους οξυγόνο, την πηγή της ζωής και αυτοί στην καλύτερη περίπτωση  μας αφήνουν τα σκουπίδια τους φεύγοντας από δω και στην χειρότερη  μας καίνε. Ναι! Βάζουν  φωτιά και να μας καίνε. Και όλα αυτά γιατί; Για να δημιουργήσουν οικόπεδα και να γεμίσουν  τα βουνά με τσιμέντο ή για άλλους πιο σκοτεινούς σκοπούς που μόνο αυτοί που κινούν τα νήματα του χρήματος ξέρουν. Κάθε χρόνο όταν έρχεσαι Εσύ ζούμε με τον φόβο μήπως  συμβεί και  σε μας το ίδιο».
«Κοίταξα το βουνό απέναντι. Παντού μαυρίλα.  Στο μυαλό μου ήρθε η μεγάλη πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει ένα μεσημέρι του Ιουλίου. Δυστυχώς δεν είχα τα μέσα να σταματήσω τη φωτιά. Δεν κουβαλάω βλέπετε στις αποσκευές μου βροχή για να μπορέσω να την σβήσω».
Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ καθώς τα θυμήθηκα όλα αυτά και σκέφτηκα πως τα Δέντρα έχουν δίκιο που διαμαρτύρονται για τον ερχομό μου.  Ζουν με την αγωνία αν θα καταφέρουν να ζήσουν την περίοδο που έρχομαι εγώ.  Έτσι πήρα άλλη μία ψυχρολουσία  και απομακρύνθηκα προς την πόλη.
«Τελικά σκέφτηκα μόνο οι άνθρωποι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι  όταν έρχομαι. Έτσι κατευθύνθηκα  προς μια πόλη που ήταν εκεί κοντά. Ήταν απογευματάκι και πολλοί κάθονταν στις πλατείες και έπιναν τα αναψυκτικά τους. Πλησίασα διακριτικά για να ακούσω τι λέγανε. Σίγουρα δεν περίμενα να ακούσω διαμαρτυρίες για την αφεντιά μου και όμως  άκουσα δυσάρεστα πράγματα για εμένα.
Κάποιος έλεγε πως δεν άντεχε την ζέστη, ενώ η γυναίκα του από  δίπλα συμφωνούσε κουνώντας  την βεντάλια της πέρα δώθε. Ένας άλλος έλεγε πως εξαιτίας της πολλής ζέστης έκαιγε το κλιματιστικό μέρα νύχτα και πως θα πλήρωνε πολλά για το ρεύμα και μία κυρία εύσωμη διαμαρτυρόταν ότι ήταν μούσκεμα  από τον ιδρώτα. Πήγα και σε άλλες παρέες και σχεδόν όλοι διαμαρτύρονταν για την ζέστη.
Στο τέλος συνειδητοποίησα πως δεν ήταν κανείς ευχαριστημένος μαζί μου και μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να παραχωρήσω την θέση μου στα αδέρφια μου. Εκείνα βέβαια προσπάθησαν να με μεταπείσουν και για να με παρηγορήσουν ο Χειμώνας μου είπε πως οι άνθρωποι διαμαρτύρονται και σε εκείνον  όταν κάνει πολύ κρύο και η Άνοιξη και το Φθινόπωρο μου είπαν ότι οι άνθρωποι διαμαρτύρονται γιατί  βρέχουν συνέχεια. Εγώ όμως την απόφασή μου κύριε Κάβουρα την έχω πάρει. Αφού κανείς δεν με θέλει δεν ξαναβγαίνω από δω».
«Έχεις δίκιο που σκέφτεσαι έτσι, του είπε ο Κάβουρας, όμως για να έρθω να σε βρω πάει να πει πως κάποιος σε ψάχνει».
«Αποκλείεται να με ψάχνει κάποιος, αφού σου είπα πήγα παντού και όλοι είχαν παράπονα από μένα», του είπε το Καλοκαίρι.
«Δεν ρώτησες όμως τα παιδιά. Αυτά δεν τα σκέφτεσαι που περίμεναν πως και πώς να τελειώσουν το σχολείο και να αρχίσουν τις διακοπές τους; Αυτά ήρθαν και με παρακάλεσαν να σε βρω και να σου πω να γυρίσεις πίσω. Μου έδωσαν μάλιστα και αμοιβή όλο το χαρτζιλίκι τους που είχαν για παγωτά» του είπε ο Κάβουρας.
«Τα παιδιά, ω ναι τα παιδιά είναι η αδυναμία μου. Χαίρομαι να ακούω τις ανέμελες φωνές τους, να παρακολουθώ τα παιχνίδια τους, να ακούω τα τραγούδια τους», είπε το Καλοκαίρι.
«Γι’ αυτό σου λέω, γύρισε πίσω για χάρη τους». 
«Για τα παιδιά και μόνο για αυτά από αύριο θα είμαι στο πόστο μου» είπε το Καλοκαίρι.
Ο ντετέκτιβ το ευχαρίστησε και έφυγε ενθουσιασμένος. Μετά κάλεσε τα παιδιά στο γραφείο του, τους είπε πως βρήκε το Καλοκαίρι και πως από αύριο  θα ξαναγύριζε  στο πόστο του. Ύστερα τους ανέφερε αναλυτικά τα γεγονότα της εξαφάνισής του.
Τα παιδιά κάτι συνομίλησαν μεταξύ τους και ο αρχηγός τους είπε στον Κάβουρα να πει στο Καλοκαίρι πως από αύριο θα ξεκινούσαν και κείνα εκστρατεία ενημέρωσης των γονιών τους, των φίλων και συγγενών για το κακό που κάνουν στο φυσικό περιβάλλον και υποσχέθηκαν πως θα  τους κάνουν να σταματήσουν το καταστροφικό έργο τους.
Ύστερα αφού ευχαρίστησαν τον Κάβουρα έκαναν να φύγουν. «Μια στιγμή, πάρτε και αυτό» τους είπε ο Κάβουρας και τους έδωσε τον κουμπαρά τους.
«Μα αυτό είναι η αμοιβή σου» είπαν τα παιδιά.
«Σας κερνάω τα παγωτά του Καλοκαιριού, άλλωστε και μένα μου έλειπε το Καλοκαίρι και θα  έψαχνα έτσι και αλλιώς από μόνος μου να το βρω» τους είπε ο Κάβουρας.
«Αν είναι έτσι καλά, γιατί χάρες εμείς δεν θέλουμε», του είπαν σοβαρά.
Ο Κάβουρας τους χαμογέλασε και τα παιδιά αφού πήραν τον κουμπαρά  έφυγαν χαρούμενα για να ξεχυθούν στις αλάνες και να χαρούν το Καλοκαίρι!

Τέλος

Υ.Γ. Δυστυχώς τα τραγικά γεγονότα με πρόλαβαν και  το παραμύθι  είναι δραματικά επίκαιρο. Με πόνο ψυχής κάνω την ανάρτηση του τελευταίου μέρος του παραμυθιού. Μακάρι να ήταν η καταστροφική πυρκαγιά  ένα παραμύθι, ένα ψέμα. Όμως δεν είναι. Κάθε χρόνο όλο και κάποια περιοχή θα ζήσει την κόλαση και καθώς είμαι από την Ηλεία που ζήσαμε και εμείς τον ίδιο εφιάλτη καταλαβαίνετε πόσο θλίβομαι όταν βλέπω  κάτι τέτοιο. Αυτή την τραγωδία στο Μάτι δεν την χωράει ο νους. Κλαίω!



Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Καλοκαιριού (Μέρος 3ο)


Την αρχή του παραμυθιού θα την βρείτε εδώ
Το δεύτερο μέρος θα το βρείτε εδώ


Κάθισαν στο γραφείο του και το Καλοκαίρι είπε  στην βοηθό του να τους ετοιμάσει  δυο καφεδάκια. Μετά  άρχισε την διήγηση του αναστενάζοντας.
«Κύριε Κάβουρα, όταν παρέλαβα την σκυτάλη από την αδερφή μου την Άνοιξη ήμουν πολύ χαρούμενο, γιατί ύστερα από εννέα μήνες κλεισούρα είχε έρθει η σειρά μου. 
Βγήκα και καλημέρισα πρώτα πρώτα τον Ήλιο. Συζήτησα μαζί του κάποια   ζητήματα, πότε δηλαδή θα ανατέλλει πότε θα δύει,  να μην το παρακάνει με τους καύσωνες, να χαρίζει όμορφα ηλιοβασιλέματα για τις ρομαντικές ψυχές και άλλα πολλά. Ήταν σύμφωνος  σε όλα και έτσι δώσαμε τα χέρια και τον άφησα να κάνει την δουλειά του.
Μετά κατηφόρισα προς την Θάλασσα την καλημέρισα από μακριά, αλλά δεν άκουσα να μου ανταποδίδει τον χαιρετισμό, απεναντίας έφτασε στα αυτιά μου ένα –εσύ μας έλειπες τώρα- και συγκλονίστηκα. Μπα θα παράκουσα,  σκέφτηκα, δεν είναι δυνατόν η Θάλασσα να είπε κάτι τέτοιο. Πλησίασα λοιπόν και την χαιρέτησα πάλι από κοντά. Τίποτα αυτή, την είδα πολύ προβληματισμένη, στενοχωρημένη μη σου πω και θυμωμένη.
"Τι έχεις Θάλασσα, γιατί είσαι στενοχωρημένη και γιατί δεν με χαιρετάς μετά από τόσο καιρό που έχεις να με δεις; Τώρα που θα έπρεπε να είσαι χαρούμενη, που θα γεμίσουν οι παραλίες σου με κόσμο, εσύ είσαι κατσούφα;" την ρώτησα.
«Είμαι θυμωμένη μαζί σου, μου απάντησε εκείνη. Δεν σε θέλω, να γυρίσεις στον πύργο σου».
«Μα γιατί τα έχεις βάλει μαζί μου… τόσα χρόνια συνεργαζόμαστε άψογα, τι άλλαξε τώρα;»
«Στην αρχή χαιρόμουν που όταν ερχόσουν Εσύ, γέμιζαν όλες οι παραλίες μου με κόσμο. Χαιρόμουν που έπαιζαν οι γονείς με τα παιδιά τους πλατσουρίζοντας με τα κυματάκια μου, που έφτιαχναν κάστρα  με την άμμο μου, μα κουράστηκα πια. Κουράστηκα γιατί μετά πρέπει να καθαρίζω τα σκουπίδια  τους. Τι και αν κάθε χρόνο στέλνω τους Πελεκάνους με τις ντουντούκες να τους φωνάζουν –όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε Θάλασσες και Ακτές-  τίποτα αυτοί, συνεχίζουν να με βρομίζουν. Άσε που με όλα αυτά τα σπορ που έχουν εφεύρει, δεν αφήνουν τα πλασματάκια μου να ησυχάσουν. Πέρσι θρήνησα κάμποσες χελώνες εξαιτίας των ταχύπλοων.
Παλιά ήταν αλλιώς, ήταν πιο ωραία! Άντε έπλεε στα νερά μου καμιά βαρκούλα με κάποιο ερωτευμένο ζευγαράκι μέσα που απολάμβανε την βαρκάδα του ή παρέες που σιγοτραγουδούσαν με κιθαρίτσες στην αμμουδιά όταν είχε Πανσέληνο. Τώρα  παντού ακούς ξέφρενες μουσικές και φασαρίες από μεθυσμένους τουρίστες... σκέτη τρέλα σου λέω. Κουράστηκα πια!  Καλύτερα περνάω με τα αδέρφια σου. Τότε τουλάχιστον όλοι μένουν στα σπίτια τους και έτσι εγώ έχω την ησυχία μου.
Η Θάλασσα συνέχισε να μου λέει ατέλειωτα παράπονα  και είχα αρχίσει να της ρίχνω δίκιο, την χαιρέτισα και έφυγα προβληματισμένο.
Συνεχίζεται

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Καλοκαιριού ( Μέρος 2ο)


Θα βρείτε το πρώτο μέρος εδώ

«Το Καλοκαίρι λοιπόν όταν πήρε την σκυτάλη από την αδερφή του την Άνοιξη, ήρθε χαρούμενο και με βρήκε. Ήλιε, μου είπε, ήρθε η σειρά μας να συνεργαστούμε και να χαρίσουμε μία ανέμελη περίοδο σε όλους. Η πρώτη μέρα κύλησε όμορφα, αλλά την δεύτερη το είδα λίγο προβληματισμένο, την τρίτη έδειχνε λυπημένο. Την τέταρτη μέρα έβαλε τα κλάματα και έφυγε τρέχοντας».
«Γιατί; Τι του συνέβη;»  ρώτησε τον Ήλιο ο Κάβουρας.
«Έτρεξα πίσω του, το ρώτησα τι έπαθε, απάντηση όμως δεν πήρα», είπε ο Ήλιος.
«Μα τις χίλιες τσούχτρες! Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί!» είπε ο Κάβουρας και έξυσε το κεφάλι του με την αριστερή του δαγκάνα προβληματισμένος. «Είπες ότι ξέρεις που βρίσκεται τώρα, που είναι λοιπόν;»
«Όπως ξέρεις από εδώ ψηλά που βρίσκομαι τα βλέπω όλα! Όταν λοιπόν το Καλοκαίρι έφυγε τρέχοντας βρήκε καταφύγιο στον μεγάλο πύργο που βρίσκεται στο γυάλινο βουνό, ξέρεις εκεί που ξεκουράζονται τα αδέρφια του μέχρι να ξαναέρθει η σειρά τους. Από εκείνη την ημέρα δεν το ξαναείδα. Την άλλη μέρα είδα να έρχεται αντί αυτού η Άνοιξη, έτσι την ρώτησα γιατί πήρε την θέση του Καλοκαιριού και η απάντησή της ήταν πως κάποιος έπρεπε να το αντικαταστήσει, γιατί το Καλοκαίρι είναι κλεισμένο στο δωμάτιο του και δεν μιλάει σε κανέναν. Όμως είμαι πολύ κουρασμένη γι’ αυτό αύριο θα με αντικαταστήσει το Φθινόπωρο. Από εκείνη την ημέρα η Άνοιξη και το Φθινόπωρο βγαίνουν εναλλάξ αντί του Καλοκαιριού για να το βοηθήσουν, γι’ αυτό ο καιρός μία μοιάζει ανοιξιάτικος και μία φθινοπωρινός, ευτυχώς που ο Χειμώνας δεν συμφώνησε με όλο αυτό, αλλιώς θα βλέπαμε και χιόνι μες το κατακαλόκαιρο».
«Πολύ περίεργα όλα αυτά» είπε ο Κάβουρας προβληματισμένος
«Βέβαια όπως σου είπα τον λόγο που συμβαίνει αυτό δεν τον γνωρίζω. Δουλειά σου είναι να το ανακαλύψεις» είπε ο Ήλιος και συνέχισε την πορεία του ανάμεσα στα σύννεφα.
«Σε ευχαριστώ  Ήλιε» είπε ο Κάβουρας.
Ο ντετέκτιβ μπήκε στο αυτοκίνητό του και κίνησε για τον μεγάλο  πύργο στο γυάλινο βουνό εκεί όπου ζούσαν οι τέσσερις εποχές. Κτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε  η Άνοιξη και αφού της συστήθηκε, της είπε ότι ήθελε να μιλήσει στο Καλοκαίρι. Η Άνοιξη οδήγησε τον ντετέκτιβ σε ένα μισοφωτισμένο δωμάτιο και εκεί είδε το Καλοκαίρι. Εκείνο μόλις αντιλήφτηκε πως κάποιος είχε μπει  σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ και είπε πως δεν δέχεται επισκέψεις.
«Εμένα θα με δεχτείς» του είπε ο Κάβουρας «είμαι ο Κάβουρας ο Ανοιχτομάτης, ο γνωστός ντεντέκτιβ αν έχεις ακουστά.
«Και βέβαια έχω ακούσει για σένα κύριε Κάβουρα και μάλιστα ήθελα να σε ευχαριστήσω που πέρσι βρήκες τα κουκούτσια του πιο καλύτερου  φρούτου μου, του καρπουζιού, αλλά γιατί θέλεις να με δεις, ψάχνεις κάτι;»
«Άκου λέει αν ψάχνω κάτι, Εσένα ψάχνω!  Για την ακρίβεια όλοι σε ψάχνουν και ανέθεσαν σε μένα να σε βρω και να σε πάω πίσω.
«Με ψάχνουν; Εμένα κανείς δεν με ψάχνει, απεναντίας σε κανέναν δεν άρεσε ο ερχομός μου» είπε το Καλοκαίρι.
«Γιατί το λες αυτό; Εγώ ξέρω πως όλοι περίμεναν πως και πως τον ερχομό σου» του είπε ο Κάβουρας.
«Σιγά μην περίμεναν τον ερχομό μου… και εγώ αυτό νόμιζα, αλλά δυστυχώς δεν είναι έτσι, γι’ αυτό άσε με στην ησυχία μου», είπε το Καλοκαίρι λυπημένο.
«Δεν θα φύγω από δω αν δεν μου πεις τι συμβαίνει, είπε ο Κάβουρας και κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο Καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι έμεινε αρκετή ώρα σιωπηλό, ο Κάβουρας είχε οπλιστεί με αρκετή υπομονή.  Στο τέλος το Καλοκαίρι αφήνοντας έναν αναστεναγμό αποφάσισε να μιλήσει.
«Εντάξει θα σου πω τι συμβαίνει, γιατί αν δεν τα πω κάπου θα σκάσω. Πάμε στο γραφείο μου είναι πιο φωτεινά εκεί» είπε το Καλοκαίρι.
           Συνεχίζεται

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Η μυστηριώδης εξαφάνιση του Καλοκαιριού (Μέρος 1ο)

Ο Κάβουρας ο Ανοιχτομάτης ο γνωστός ντετέκτιβ απολάμβανε το καφεδάκι του αναπολώντας την τελευταία του επιτυχία, καθώς μετά από αυτήν η φήμη του είχε μεγαλώσει.
Ξαφνικά άκουσε φωνές έξω από το γραφείο του. Μα τις χίλιες τσούχτρες! η προσφιλής του  ατάκα του ήρθε αυθόρμητα στο στόμα και πριν προλάβει να ανοίξει να δει τι συμβαίνει ένα τσούρμο πιτσιρίκια όρμησαν μέσα και ο πιο μεγάλος που φαινόταν και αρχηγός τους ακούμπησε με φόρα ένα κουμπαρά πάνω στο γραφείο του και του είπε με ύφος σοβαρό «αυτές είναι όλες οι οικονομίες μας, τις μαζεύαμε όλο το Χειμώνα για να αγοράσουμε παγωτά τώρα το Καλοκαίρι. Βγήκε όμως ο Ιούνιος και εμείς δεν έχουμε φάει ούτε ένα, γιατί όλο βρέχει».
«Και από μένα τι θέλετε βρε παιδιά;» τους είπε ο ντετέκτιβ.
«Ντετέκτιβ δεν είσαι;»
«Ασφαλώς και είμαι!»
«Τότε θέλουμε να βρεις το Καλοκαίρι και να το φέρεις πίσω και χαλάλι σου οι  οικονομίες μας. Έναν ολόκληρο χρόνο περιμέναμε να τελειώσουμε το σχολείο, το διάβασμα και τα γραψίματα και τώρα που κάναμε διακοπές από το σχολείο και είπαμε να πάμε στη θάλασσα να κάνουμε τις βουτιές μας και να φάμε τα παγωτά μας το Καλοκαίρι είναι άφαντο» είπαν τα παιδιά όλα μαζί σαν χορωδία.
«Εντάξει, εντάξει θα αναλάβω την υπόθεσή σας, τους είπε ο Κάβουρας, περισσότερο για να τον αφήσουν ήσυχο γιατί τον είχαν τρελάνει με τις φωνές τους. Όταν έχω νέα θα σας ειδοποιήσω. Και τώρα πηγαίνετε να κάνω και εγώ την δουλειά μου».
Όταν τα παιδιά έφυγαν, ο Κάβουρας συνέχισε το καφεδάκι του με την ησυχία του, όμως μα τις χίλιες τσούχτρες τα παιδιά έχουν δίκιο σκέφτηκε, όλο τον Ιούνιο βρέχει και ο Ιούλιος δεν πάει πίσω, που έχει πάει άραγε το καλοκαίρι; Θα κάνω μια έρευνα γιατί αυτό είναι ύποπτο.
Την άλλη μέρα ο Ουρανός ήταν πάλι γεμάτος γκρίζα σύννεφα και φυσούσε πολύ. Ο Κάβουρας μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε για την Θάλασσα. Είχε σκεφτεί να ξεκινήσει από αυτήν την έρευνά του. Σαν έφτασε κατέβηκε από το αυτοκίνητο και την πλησίασε.
«Γεια σου Θάλασσα» την χαιρέτησε.
«Βρε βρε βρε πως από τα μέρη μας κύριε Κάβουρα, από τότε που έγινες διάσημος μας ξέχασες».
«Ε να... δουλειές και τώρα για δουλειά έχω έρθει. Θα ήθελα να σε ρωτήσω μήπως ξέρεις κάτι για την εξαφάνιση του Καλοκαιριού. Που μπορεί να έχει πάει;» την ρώτησε ο Κάβουρας.
«Κοίτα, πήγαινε αλλού για πληροφορίες, δεν ξέρω τίποτα» του απάντησε νευριασμένη η Θάλασσα και του έριξε  ένα κύμα που έκανε μούσκεμα τον Κάβουρα, ενώ συγχρόνως σκεφτόταν «ξέρω, αλλά δεν σου λέω».
Ο Κάβουρας έφυγε γιατί ήξερε πως έτσι που ήταν θυμωμένη δεν θα του έλεγε τίποτα και πήγε προς τα δέντρα του Δάσους.
«Γεια σας, ερημιές ε! … δεν βλέπω  εκδρομείς. Εδώ κάθε Καλοκαίρι γινόταν το αδιαχώρητο  από τους κατασκηνωτές» τους είπε ο Κάβουρας τάχα ανέμελα. «Μήπως φταίει το Καλοκαίρι που έχει εξαφανιστεί; Αλήθεια μήπως ξέρετε κάτι εσείς για αυτό;»
«Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα κύριε Κάβουρα, του είπαν τα δέντρα ενώ με το θρόισμα τους ήταν σαν να έλεγαν «ξέρουμε, αλλά δεν σου λέμε».
Ο Κάβουρας έφυγε απογοητευμένος. Σταμάτησε κοντά σε ένα βράχο και κάθισε να σκεφτεί με ποιο τρόπο έπρεπε να συνεχίσει την έρευνά του. Κοίταξε προς τον Ουρανό και είδε τον Ήλιο μισοκρυμμένο πίσω από τα γκρίζα σύννεφα.
«Ήλιε είσαι η τελευταία μου ελπίδα. Πες μου γιατί εξαφανίστηκε το Καλοκαίρι; Ποιος το απήγαγε; Που το έχουν πάει;» 
«Θα σου πω, του αποκρίθηκε ο Ήλιος, γιατί βαρέθηκα να με κρύβουν συνέχεια τούτα τα γκρίζα σύννεφα» και έσπρωξε κάνα δυο για να βλέπει καλύτερα τον Κάβουρα.


Συνεχίζεται