Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστοριούλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστοριούλα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Το μαγεμένο δάσος

Όλη την ημέρα χιόνιζε και  τα κλαδιά των δέντρων  στο μεγάλο δάσος βάρυναν από το πολύ χιόνι. Σιγά σιγά άρχισε να νυχτώνει και να απλώνεται το σκοτάδι. Τα πουλιά και τα ζώα είχαν κρυφτεί στις φωλιές τους για να γλυτώσουν από το κρύο.
Από το πολύ κρύο είχαν ξεχάσει ότι απόψε ήταν η μεγάλη βραδιά.
Μόνο ένα από τα δέντρα δεν το ξέχασε και αγωνιούσε μέχρι να έλθουν μεσάνυχτα.
Ήξερε πως φέτος ήταν η σειρά του να στολιστεί. 



Η ώρα πλησίαζε...Μια ομίχλη άρχισε να τυλίγει το δάσος.
Η μαγεία είχε αρχίσει!


 Η νύχτα φωτίστηκε...τα πάντα λούστηκαν με φως...μια ζεστασιά απλώθηκε στο δάσος.


Τα αστέρια άρχισαν να χαμηλώνουν...


και να ακουμπούν το μικρό δεντράκι που φέτος ήταν η σειρά του να στολιστεί.



Το ξημέρωμα το βρήκε στολισμένο και όλοι όσοι το είδαν το θαύμασαν!

Αυτά τα δεντράκια και τα αστέρια θα τα βάλω γύρω από την Φάτνη όταν στολίσω και φέτος το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Με  την τελευταία φώτο θα λάβω μέρος στον χριστουγεννιάτικο διαγωνισμό του blog starsandicicles
Με την φωτογραφία που είναι μόνο τα αστεράκια παίρνω μέρος στον διαγωνισμό που κάνει το blog osaferneionous.
Υ.Γ. τα δεντράκια είναι φτιαγμένα από χαρτόνι και πάστα διαμόρφωσης χοντρόκοκκη 
και τα αστέρια με  χειροποίητη ζύμη χειροτεχνίας(υπάρχουν πολλές συνταγές στο διαδίκτυο)
Να είστε όλοι καλά.
Φιλάκια!

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Οι κόκκινες γόβες

Καλοί μου φίλοι γεια σας
Πολλές φορές έχω πει ότι  αυτή εδώ  η διαδικτυακή παρέα υπάρχει για να σκορπάει αγάπη με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας.
Την προηγούμενη εβδομάδα η καλή μου φίλη Κάτια, που την γνωρίζω μέσα από το blog της MARILISE2, μου χάρισε το "βραβείο της εβδομάδας". "Βραβείο Φαντασίας" το ονόμασε και το συνόδευε αυτή η φωτογραφία.

Κάτια μου σε ευχαριστώ για το όμορφο δώρο που μου έκανες, όπως ευχαριστώ πάρα πολύ και τις φίλες που έγραψαν τόσο καλά σχόλια για μένα στο blog σου. Με συγκινήσατε όλες και με κάνατε να κοκκινίσω σαν τα κατακόκκινα παπουτσάκια της φωτογραφίας!!!

"Κάτια μου αφού μου χάρισες το "βραβείο της Φαντασίας", βλέποντας τα κόκκινα παπούτσια στη φωτογραφία σου, μου ήρθε στο νου να γράψω μια μικρή ιστορία και να στην αφιερώσω.

Οι κόκκινες γόβες

(φωτογραφία από το internet)

        Ο Τάκης κουρασμένος από το διάβασμα έσβησε το φως και ξάπλωσε για λίγο στο κρεβάτι. Οι σκέψεις του τον γύρισαν πίσω στα παιδικά του χρόνια. Πήγαινε  στην έκτη δημοτικού όταν συνέβη το γεγονός που σημάδεψε την ζωή του για πάντα. Ήταν όταν η γιαγιά του με δάκρυα στα μάτια, του ανακοίνωσε πως οι γονείς του είχαν χαθεί  σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έτσι απόμειναν οι δυο τους, ώσπου έχασε και εκείνη λίγο πριν φύγει από το νησί του για σπουδές στην Αθήνα.
         Είχε περάσει στην ιατρική και τώρα βρισκόταν στο πτυχίο. Το πρωί σηκωνόταν από τις πέντε τα χαράματα να πάει στη λαχαναγορά, να ξεφορτώσει τελάρα με φρούτα, για να εξασφαλίσει το μεροκάματο που θα του επέτρεπε να τελειώσει τις σπουδές του. Μετά πήγαινε στη σχολή και κατόπιν διάβασμα. Οι γονείς του το μόνο που πρόλαβαν να του αφήσουν ήταν ένα σπίτι στο νησί, έρημο τώρα πια.  
     Τις σκέψεις του τις διέκοψε το ρυθμικό τακ τακ τακ. Κάθε βράδυ εδώ και δύο μήνες ανυπομονούσε να ακούσει αυτό τον ήχο. Κοίταξε προς τον φεγγίτη του ημιυπόγειου  που ζούσε.  Στο λιγοστό  φως που έριχνε στο ημιυπόγειο η λάμπα από την κολόνα του πεζοδρομίου περίμενε να δει εκείνα τα καλλίγραμμα πόδια πάνω στις δύο κατακόκκινες γόβες. Ποτέ δεν είχε δει ποια φορούσε εκείνες τις γόβες.
      Τακ τακ τακ και να... οι κατακόκκινες γόβες έκαναν παρέλαση μπροστά στον φεγγίτη του. Απομακρύνονταν για λίγο και πάλι περνούσαν μπροστά από τον φεγγίτη. Ω! πως μισούσε εκείνα τα αυτοκίνητα που σταματούσαν και του έπαιρναν εκείνες τις κόκκινες γόβες. Καμιά φορά ξαναγύριζαν αργότερα, μέχρι να σταματήσει άλλο αυτοκίνητο να του τις πάρει πάλι. Άλλες φορές δεν ξαναγύριζαν μέσα στο ίδιο βράδυ...
       Απόψε τις χάρηκε περισσότερο, γιατί άργησε να σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο. Όταν σταμάτησε το τακ τακ τακ ξαναγύρισε στο διάβασμά του.
      Πέρασε αρκετός καιρός με δουλειά, διάβασμα και με μόνη παρέα κάθε βράδυ τις κόκκινες γόβες, ώσπου ήρθε η ημέρα που πήρε το πολυπόθητο πτυχίο. Γέλια, χαρές, κεράσματα με τους συμφοιτητές του, μέχρι που εκείνοι πήγαν σπίτι τους για να συνεχίσουν τα γλέντια  με τους συγγενείς τους.
      Ο Τάκης γύρισε στο ημιυπόγειο και περίμενε να ακούσει και απόψε τον γνωστό ήχο που του κρατούσε παρέα στην μοναξιά του.
        Το τακ τακ τακ δεν άργησε να ακουστεί, τότε ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και βρέθηκε μπροστά της, προτού κάποιο αυτοκίνητο του την κλέψει. Η κοπέλα ήταν όμορφη, λίγο πιο μικρή από αυτόν.
-Είμαι ο Τάκης, της είπε, έλα να σε κεράσω κάτι. Τον ακολούθησε. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους. Κάτι σκίρτησε μέσα της και με κόπο κατάπιε τα δάκρυά της. Τώρα οι κόκκινες γόβες βάδιζαν δίπλα του και απολάμβανε τον ήχο τους μέχρι που έφτασαν στο εστιατόριο που βρισκόταν στην πλατεία. Κάθισαν και παρήγγειλαν.
-Μου αρέσουν οι κόκκινες γόβες σου, της είπε.
-Εγώ τις μισώ, του απάντησε.
-Τότε γιατί τις φοράς;
-Για να τιμωρήσω τον εαυτόν μου. Την κοίταξε με απορία και εκείνη συνέχισε... Δεν είμαι από την Αθήνα, πριν ένα χρόνο ζούσα με τους γονείς μου σε μια μικρή πόλη της επαρχίας. Οι γονείς μου δεν ήταν πλούσιοι, έτσι μόλις τελείωσα το λύκειο έπιασα δουλειά σε ένα κατάστημα που πουλούσε παπούτσια. Μια ημέρα παραλάβαμε την καινούργια κολεξιόν και ανάμεσά τους ήταν ένα ζευγάρι κατακόκκινες γόβες. Από την αρχή θέλησα να τις αποκτήσω και έτσι όταν στο τέλος του μήνα πληρώθηκα τις αγόρασα. Ήταν τόση η χαρά μου που τις φόρεσα αμέσως, βάζοντας τα παλιά μου παπούτσια σε μία τσάντα. Το βράδυ που σχόλασα ξεκίνησα με τα πόδια για το σπίτι μου χαζεύοντας στη διαδρομή τις κόκκινες γόβες μου και ήμουν χαρούμενη με τον όμορφο ήχο που έκαναν καθώς περπατούσα. Αυτό ήταν και το λάθος μου, γιατί απορροφημένη από τις σκέψεις μου δεν κατάλαβα τον άγνωστο άντρα που με ακολουθούσε και φτάνοντας σε μια νεοανεγειρόμενη  οικοδομή μου επιτέθηκε, με έσυρε ως εκεί και αφού ικανοποίησε τις ορέξεις του με παράτησε. Με βρήκε μία κυρία που έμενε εκεί κοντά μέσα στα αίματα και με οδήγησε σπίτι της. Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί και ειδοποίησε τους γονείς μου. Όταν ήρθαν αντί να μου συμπαρασταθούν τα έβαλαν μαζί μου. "Πως θα κυκλοφορήσουμε εμείς στην κοινωνία" μου έλεγαν, "μας ντρόπιασες" και άλλα τέτοια και αφού έκαναν μια σύσκεψη μεταξύ τους ψιθυριστά, η μάνα μου, μου είπε να καθίσω στο ξένο σπίτι να την περιμένω και έφυγαν... Μετά από μισή ώρα ξαναγύρισε με μία βαλίτσα στο χέρι και μου είπε: " Έτσι που τα κατάφερες το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας στην Αθήνα κοντά στη θεία σου που και εκείνη τον ίδιο δρόμο με εσένα διάλεξε". Μου έβαλε στο χέρι λίγα χαρτονομίσματα και ένα σημείωμα με την διεύθυνση της θείας και έφυγε, χωρίς ούτε ένα φιλί. Ήρθα στην Αθήνα και στην αρχή έψαξα να βρω δουλειά, αλλά στο τέλος κατέληξα να είμαι το "κορίτσι" με τις κόκκινες γόβες και όχι η Καίτη όπως είναι το πραγματικό μου όνομα, άλλωστε ποιον ενδιαφέρει από όλους αυτούς που κοιμούνται μαζί μου για λίγες ώρες...
-Ενδιαφέρει εμένα Καίτη και από σήμερα θα είσαι μαζί μου, αν βέβαια θέλεις και εσύ. 
      Το ημιυπόγειο στέγασε την ευτυχία τους, ώσπου έφυγαν για το νησί του. Ο  Τάκης πήγαινε εκεί ως αγροτικός γιατρός και μετά θα άνοιγε και το ιατρείο του στο νησί.
      Το καράβι κόντευε να πιάσει λιμάνι και ο Τάκης με την Καίτη ανέβηκαν στο κατάστρωμα να δουν το νησί από μακριά. 
-Τάκη θέλω να σου πω κάτι. Ξέρω πως με γνώρισες από αυτές τις κόκκινες γόβες και ξέρω ότι σου αρέσουν, αλλά εγώ  δεν τις θέλω πια και με μια κίνηση τις έβγαλε και τις πέταξε στη θάλασσα.
Ο Τάκης έβαλε τα γέλια.
-Γιατί γελάς;
-Γιατί θέλω να σε δω τώρα που θα κατέβουμε πως θα περπατάς ξυπόλητη, της είπε. Έβαλαν και οι δυο τα γέλια.
Κατέβηκαν αγκαλιασμένοι και μπήκαν στο πρώτο κατάστημα πού πουλούσε  παπούτσια...
    
Υ.Γ.   Η ιστορία μου βγήκε λίγο μελαγχολική, αλλά έχει αίσιο τέλος.
Ευχαριστώ για τα όμορφα σχόλια που μου αφήνετε και με ενθαρρύνουν να κινούμε ανάμεσά σας.
Να είστε όλοι καλά!
Φιλάκια!       


Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Η ερωτοχτυπημένη πατάτα

Γεια σας φίλοι μου
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ σήμερα είναι πέρα για πέρα αληθινή 
βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Κόψτε φάτσα και βάλτε συμπέρασμα!


Η ερωτοχτυπημένη πατάτα
Μπαίνω στην κουζίνα φουριόζα, παίρνω πέντε–έξι πατάτες από ένα τσουβαλάκι και αρχίζω να τις καθαρίζω για να ετοιμάσω το μεσημεριανό φαγητό.
-Ουφ! Ακούω να λέει μία πατάτα με περίεργο σχήμα, επιτέλους κάποιος με ελευθέρωσε.
Έχω παραισθήσεις από την κούραση σκέφτηκα και ακούω να μιλάνε οι πατάτες.
-Πρόσεξέ με! συνέχισε εκείνη. Δες το σχήμα μου. Έχω σχήμα καρδιάς και δεν το απέκτησα τυχαία. Το επιδίωξα και θα σου πω το γιατί.
-Τι είναι αυτά που μου λες, της απάντησα, άσε με  και έχω δουλειές. Πάει το έχασα σκέφτηκα, άνοιξα κουβέντα με μια πατάτα.
-Εγώ θα σου πω την ιστορία μου θες δε θες, γιατί αν δεν την πω σε κάποιον θα σκάσω.
-Άντε πες την, να μου περάσει η ώρα όσο ετοιμάζω το φαγητό.
-Εγώ λοιπόν γεννήθηκα σε ένα χωράφι στη Νάξο, όχι να το παινευτώ αλλά είμαστε πολύ καλές πατάτες. Εκεί μεγάλωνα μαζί με τα αδέλφια μου, κάτω από την μαμά μας την πατατιά, όταν μια μέρα είδα να έρχεται προς το μέρος μας με μία αξίνα στο χέρι, ένα παλικάρι ψηλό και γεροδεμένο. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι και από την μέση και πάνω το κορμί του ήταν γυμνό και ηλιοκαμένο. Ε! αυτό ήταν! Έρωτας με την πρώτη ματιά!
Άρχισα από εκείνη την ημέρα να παίρνω το σχήμα καρδιάς για να με προσέξει και έσπρωχνα τα αδέλφια μου για να βγω πάνω-πάνω για να με δει. Εκείνος όμως ούτε που με πρόσεχε…μία μας σκάλιζε, μία μας πότιζε, αλλά πέραν αυτού τίποτα άλλο.
-Περίμενε, μου είπε μια μέρα μία άλλη πατάτα, σε λίγο καιρό που θα μεγαλώσουμε, θα μας βγάλει από το χώμα   και τότε θα σε δει.
-Ζούσα για εκείνη την ημέρα που δεν άργησε να έρθει. Άρχισε να μας βγάζει από το χώμα. Δεν μπορεί σκέφτηκα τώρα θα με προσέξει. Πράγματι με πήρε στα χέρια του, είδε την καρδιά μου, μου χαμογέλασε και εγώ έλιωσα από προσμονή. Μία του λέξη περίμενα…ένα σ’ αγαπώ να ακούσω από τα χείλη του…αλλά τίποτα με πέταξε και μένα στο σωρό μαζί με τις άλλες. Ήθελα να πεθαίνω.
-Μην κάνεις έτσι, μου είπαν μερικές πατάτες, όταν μας πάει στην αποθήκη για να μας βάλει σε τσουβάλια, εκεί μπορεί να σε προσέξει.
-Εκεί σκέφτηκα είναι η τελευταία μου ευκαιρία. Πρέπει να βρω το θάρρος και την τόλμη να του πω για τον έρωτά μου. Όμως όταν ήρθε εκείνη η ώρα, εγώ δεν τόλμησα να του πω τίποτα και εκείνος μας τσουβάλιασε, μας φόρτωσε στο φορτηγάκι του και μας πήγε στο λιμάνι. Εκεί μας έβαλαν σε κάτι κιβώτια σαν κλουβιά, μας φόρτωσαν σε ένα καράβι και φτάσαμε στην  Αθήνα και από εκεί ούτε που ξέρω που μας πήγαν και ούτε με ενδιέφερε πια. Η ζωή μου δεν έχει νόημα, κάνε με ότι θέλεις, κάνε με να ξεχάσω τον άδοξο έρωτά μου.
-Δεν μου πάει η καρδιά να σε ψήσω στο φούρνο, θέλεις να σε φυτέψω σε μια γλάστρα, να βλαστήσεις και να δεις τη ζωή με άλλο μάτι;

-Δεν είναι κακή ιδέα, μόνο κάνε με να ξεχάσω…


Με την ιστορία αυτή έλαβα μέρος στο παιχνίδι της Φλώρας "Παίζοντας με τις λέξεις".
Αυτή τη φορά οι πέντε λέξεις που έπρεπε οπωσδήποτε 
να χρησιμοποιήσουμε  στο κείμενό μας ήταν: 
λέξη, ζωή,τόλμη, κλουβί και καράβι
Η ιστορία μου άρεσε σε πάρα πολλούς φίλους που μου χάρισαν 
με τους βαθμούς τους την ΔΕΥΤΕΡΗ θέση, 
ανάμεσα σε 31 άλλες πάρα πολύ ωραίες ιστορίες.
Πρέπει να σας πω όμως ότι έγραψα ένα μικρό ψεματάκι στην όλη ιστορία.
Την πατάτα δεν την φύτεψα, αλλά την έψησα παρέα με κάτι ωραιότατα μπιφτέκια.
Τώρα όμως έχω τύψεις γιατί ενώ αυτή μου χάρισε την διάκριση, εγώ την έψησα.
Σας ευχαριστώ για τα σχόλιά σας!
Να είστε όλοι καλά.
Φιλάκια!

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Και η αγάπη μάνα;


Το πρώτο παιχνίδι του δεύτερου κύκλου "παίζοντας με τις λέξεις" που διοργανώνει η Φλώρα τελείωσε έχοντας φιλοξενήσει 26 πάρα πολύ καλές συμμετοχές!!!
έπαθλο συμμετοχής

Η δική μου συμμετοχή ήταν η παρακάτω:
Και η αγάπη μάνα;
Σήκωσε με τρεμάμενα χέρια την κυνηγητική καραμπίνα και έριξε την πρώτη τουφεκιά.
Ο Βαγγέλης σωριάστηκε στο πάτωμα σαν άδειο τσουβάλι, καθώς το αίμα έβαφε κόκκινο το άσπρο του πουκάμισο.
Η Καίτη ακούμπησε στον τοίχο και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασε όλη η ζωή από μπροστά της.
(η φωτο είναι από το ίντερνετ)

Με τον Βαγγέλη είχε παντρευτεί πριν δύο χρόνια, μόλις έκλεισε τα είκοσι, από προξενιό. Εκείνος ήταν σαράντα. Δεν τον ήθελε, αλλά η μάνα επέμενε γιατί έπρεπε να μεγαλώσει άλλες τέσσερις μικρότερες κόρες μέσα στη φτώχεια.  Ο πατέρας είχε πεθάνει όταν ήσαν μικρές.
«Θα ζήσεις καλά μαζί του, θα χορτάσεις ψωμί –λες και αυτό ήταν το μόνο απαραίτητο στη ζωή.  Αφοσίωση και σεβασμό, χρειάζεται ο γάμος τίποτα άλλο» της έλεγε η μάνα.
Και η αγάπη μάνα;
Αυτή έρχεται με τον καιρό, θα δεις...
Και το μόνο που είδε να έρχεται από τον Βαγγέλη αυτά τα δύο χρόνια ήταν απιστίες, αφού τις παλιές του  συνήθειες δεν τις ξέχασε και ξύλο. Τις περισσότερες φορές ήταν μεθυσμένος και ξεσπούσε τα απωθημένα του επάνω της. Και εκείνη  προσπαθούσε να κρύψει τα τραύματα του κορμιού και της ψυχής από όλους.
Ώσπου η καρδιά δεν άντεξε τους πόνους, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις. Θόλωσε το μυαλό και το δάχτυλο πάτησε την σκανδάλη…
Το ξημέρωμα την βρήκε εκεί στην ίδια θέση. Ο ήλιος ξεκινούσε την πορεία του στην Ανατολή, την ώρα που με μια τελευταία τουφεκιά ο δικός της ήλιος έγερνε για πάντα στην Δύση του...


Θέλω να ευχαριστήσω την Φλώρα για την άψογη φιλοξενία της και όλους όσους μου έδωσαν βαθμούς, αλλά και αυτούς που την διάβασαν και όλους εσάς που θα την διαβάσετε τώρα.
Ελπίζω καμία γυναίκα να μην έχει την τύχη της ηρωίδας μου.  Υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να αποφεύγουμε τα αδιέξοδα.

Φίλοι μου να είστε καλά!
Φιλάκια! 

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Μια αγκαλιά λουλούδια



Σήμερα εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, την οποία καθιέρωσε

το 1966 η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για την Νεότητα. 2 Απριλίου 1805 είναι η 

ημερομηνία γέννησης του μεγάλου παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.

Ωστόσο εγώ σήμερα δεν θα σας γράψω κάποιο παραμύθι, αλλά θα αναρτήσω την

ιστορία με την οποία έλαβα μέρος στο παιχνίδι της FLORA GIA

"Παίζοντας με τις λέξεις". Έλαβα μέρος με μία ιστορία που είχε τίτλο: "Μια αγκαλιά 

λουλούδια"  και χάρηκα πάρα πολύ που άρεσε σε πολλούς.

Οι πέντε λέξεις που μας δόθηκαν  και πάνω στις οποίες έπρεπε να κτίσουμε την

ιστορία μας ήταν:  ηνίο, ίχνος, ακτίνα, άμιλλα, διακοπή




(εικόνα από το internet)


Ακολουθεί η ιστορία μου

Μια αγκαλιά λουλούδια

Η χαρμόσυνη είδηση ήρθε πριν λίγες ημέρες. Όλα είχαν πάει καλά και σήμερα περίμενε τον πατέρα της να έρθει να την πάρει μακριά από τούτο το νοσοκομείο.

Σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο του θαλάμου. Σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων δεν έβλεπες τίποτα άλλο πέρα από πολυκατοικίες.

Το μυαλό της ταξίδεψε μακριά, σε κείνη την ημέρα που έτρεχε μαζί με τον Άλεξ σαν τον άνεμο πάνω στα καθαρόαιμα άλογά τους. Η ευγενής άμιλλα που υπήρχε  σε κάθε τους αγώνα- ήταν και οι δύο αθλητές της ιππασίας- δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή. Έτρεχαν λες και μισούσε ο ένας τον άλλο. Ειδικά ο Άλεξ ήταν θυμωμένος πολύ.

Πριν από λίγη ώρα  του είχε ανακοινώσει ψυχρά πως  ήθελε να διακόψουν την σχέση τους.

«Θα φύγω, του είχε πει, θα συνεχίσω τις προπονήσεις μου στην Βραζιλία, για να είμαι έτοιμη για την επόμενη Ολυμπιάδα. Θέλω να έχω το μυαλό μου μόνο σε αυτό, γι’ αυτό πρέπει να χωρίσουμε. Άλλωστε και εσύ πρέπει να αφοσιωθείς στις προπονήσεις σου». Εκείνος είχε αρχίσει τις διαμαρτυρίες και εκείνη είχε οδηγήσει το άλογό της σε ένα ξέφρενο καλπασμό.

Εκείνη προπορευόταν και εκείνος έτρεχε πίσω της φωνάζοντάς της «γιατί;». «Γιατί πρέπει να υπάρξει αυτή η διακοπή στη σχέση μας;», της φώναξε. Πριν λίγες ημέρες όλα ήταν μια χαρά και τίποτα δεν προμήνυε κάτι τέτοιο.  Έτρεξε ξοπίσω της λίγο ακόμα και μετά έστρεψε το άλογό του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν απογοητευμένος και λυπημένος, αλλά κάτι μέσα στα μάτια της του έλεγε πως τον αγαπούσε, πως κάτι άλλο συνέβαινε.

Θυμάται πως όταν έφτασε στην κορυφή του λόφου, είχε τραβήξει τα ηνία του αλόγου της, για να το αναγκάσει να σταματήσει. Κοίταξε πίσω της και  είδε τον Άλεξ να τρέχει μακριά της.

«Καλύτερα έτσι είχε σκεφτεί, ενώ δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της.  Με τον καιρό θα με ξεχάσει…». Όμως τον αγαπούσε. Δεν υπήρχε ίχνος αμφιβολίας γι’ αυτό.

Είχε ξεπεζέψει και είχε καθίσει κάτω από ένα πεύκο. Είχε βγάλει από την τσέπη του παντελονιού της την επιστολή του γιατρού και την διάβασε για πολλοστή φορά, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν βροχή.

 «Πρέπει το συντομότερο δυνατό να έρθετε στο νοσοκομείο…αυτό για το οποίο  φοβόμαστε είναι γεγονός και χρίζει άμεσης θεραπείας».

Είχε κοιτάξει τον Άλεξ για τελευταία φορά πριν τον χάσει από τα μάτια της.

«Έτσι έπρεπε να γίνει σκέφτηκε…» Δεν ήθελε να περάσει και εκείνος αυτή τη δοκιμασία. Δεν ήθελε να ξέρει πως τους επόμενους μήνες θα τους περνούσε σε ένα νοσοκομείο. Ήθελε να την θυμάται να τρέχει πάνω στο άλογό της και τα μαλλιά της να κυματίζουν στον αέρα και όχι σε ένα θάλαμο νοσοκομείου με τα μαλλιά πεσμένα από τις χημειοθεραπείες.

-Κριστίν έτοιμη;

Η φωνή την ξαναέφερε στην πραγματικότητα.

Γύρισε και είδε μια αγκαλιά λουλούδια… και πίσω τους τον Άλεξ.



Ευχαριστώ πάρα πολύ όσους με τίμησαν με την βαθμολογία τους και αυτούς που έγραψαν ότι τους άρεσε, αλλά επειδή είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε πολλές δεν μου έδωσαν βαθμό. 
Ελπίζω να μου πείτε ότι αρέσει και σε σας, για να συνεχίσω να γράφω και να το παίζω ιστοριοπλόκος και παραμυθού.
Να είστε όλοι καλά.
Φιλάκια!

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Τα ποτηράκια του λικέρ


Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν αποφάσισα να κλείσω το βιβλίο που διάβαζα και να πάω για ύπνο. Περνώντας από το σαλόνι άκουσα κάποιους ψιθύρους, κοίταξα γύρω μου κανείς...και όμως ήμουν σίγουρη ότι κάτι άκουσα. Έκανα να φύγω και να!  πάλι οι ίδιοι ψίθυροι. Αυτή τη φορά κρύφτηκα και τα άκουσα όλα.
 -Θυμάστε εκείνη την εποχή που περιμέναμε πως και πως τα Σάββατα να ανοίξει η κυρία μας το σαλόνι και να έλθουν οι φιλενάδες της για το καθιερωμένο καφεδάκι, κέικ και λικέρ;
Οι ψίθυροι ακούγονταν από το τραπεζάκι στη γωνία που πάνω του καμαρώνει το όμορφο σερβίτσιο του λικέρ, προικώο της μαμάς.



Και ναι! όσο και αν δεν το πιστεύετε τα ποτηράκια του λικέρ με το όμορφο μελί χρώμα, εκείνο το βράδυ αναπολούσαν τα περασμένα μεγαλεία τους.
-Ποτέ δεν θα ξεχάσω, έλεγε το ένα τη λαχτάρα μας για το πιο θα διαλέξει η δεσποινίδα Λιλίκα, να νιώσουμε το γλυκό της φιλί στο χείλος μας και να αποτυπωθεί το κραγιονάκι της στο γυαλί μας.
-Αυτός ήταν και ο αιώνιος τσακωμός σας, έλεγε η μικρή μποτιλίτσα που καμάρωνε στο κέντρο του δίσκου. Άσε που δεν θέλατε να σας πλύνει η κυρία μας για να μην φύγει το σημάδι του κραγιόν. Ευτυχώς που δεν σας άκουγε...



-Να σας πω, είπε ένα άλλο ποτηράκι, εμένα μου άρεσε και η κυρία Μαίρη, γιατί έλεγε εκείνες τις πικάντικες ιστορίες, όλο υπονοούμενα που έκαναν τη δεσποινίδα Λιλίκα να κοκκινίζει και την μητέρα της, την κυρία Φρόσω, να της φωνάζει να μην τα λέει αυτά μπροστά στην κόρη της.
-Ω! η κυρία Φρόσω ήταν η μόνη που βαριόμουνα! είπε το τρίτο ποτηράκι. Έλεγε όλο τα ίδια και τα ίδια...είχαμε μάθει πλέον απέξω και ανακατωτά, πόσες δαντέλες είχε πλέξει για την κόρη της και πόσα τραπεζομάντιλα και σεντόνια της είχε κεντήσει .
-Εγώ γελάω ακόμα με την πληθωρική κυρία Αγγέλα την τέταρτη της παρέας, που μάταια προσπαθούσε να κρύψει τα πάχη της μέσα στους κορσέδες και τα κλαρωτά φουστάνια της και όλο παινευόταν  για το πόσο ωραία γλυκά και φαγητά έφτιαχνε. Αυτό βέβαια ήταν αλήθεια, όπως ομολογούσαν και οι υπόλοιπες, αφού κάθε Σάββατο στην συνάντησή τους, τους έφερνε να δοκιμάσουν και μια καινούργια λιχουδιά.  Αυτή όμως απορούσε πως πάχαινε, ενώ έτρωγε σαν πουλάκι.
-Η καλύτερη ώρα για μας ήταν όταν η κυρία μας, η κυρία Γιαννίτσα, έλεγε το σύνθημα "εις υγείαν" και όλες τους, μας σήκωναν και τσουγκρίζαμε κάνοντας κείνο τον υπέροχο ήχο... "ντριν".
-Όταν γινόταν αυτό, είπε ένα άλλο, πάντα θυμάμαι την κυρία Ευθαλία την μεγαλύτερη της παρέας, καθώς με κοιτούσε νοσταλγικά, έπινε γουλιά γουλιά το λικέρ της και άρχιζε εκείνες τις ιστορίες για το πατρικό της σπίτι, εκεί στη Σμύρνη και τον ξεριζωμό της από τα χώματα που γεννήθηκε. Αλήθεια πόσες ιστορίες είχε διηγηθεί!
-Και όταν βάραινε η ατμόσφαιρα από τις αναμνήσεις, είπε η μποτιλίτσα, η κυρία μας άνοιγε το ραδιόφωνο, άκουγαν τραγουδάκια και σιγοτραγουδούσαν. Αν τύχαινε και κανένα τσιφτετέλι η κυρία Μαίρη τα έριχνε τα κουνήματά της σηκώνοντας και την δεσποινίδα Λιλίκα, ενώ η μάνα της την τραβούσε να καθίσει γιατί ήταν κόρη της παντρειάς και έπρεπε να φέρεται σεμνά.


Και εκεί επάνω ένας δεύτερος γύρος από το αγαπημένο λικεράκι επιβαλλόταν.
-Αχ! οι καιροί αυτοί πέρασαν, η παρέα άρχισε να αραιώνει, η δεσποινίς Λιλίκα παντρεύτηκε, η κυρία Μαίρη έφυγε από την πόλη, καθώς πήρε μετάθεση ο άντρας της και η κυρία Ευθαλία μας άφησε χρόνους. Ως και εμείς χάσαμε τα τρία αδελφάκια μας, καθώς τα πιτσιρίκια της κυρίας μας έπαιζαν μαζί μας, με αποτέλεσμα να τα σπάσουν. 



Φίλοι μου αυτή την ιστορία την έγραψα με αφορμή την πρόσκληση της φίλης μας της Ρένας  για να δείξω τα ποτηράκια του λικέρ της μαμάς μου της κυρίας Γιαννίτσας αν και έχουν σπάσει τρία από αυτά, καθώς και το ραδιόφωνο.

Επίσης φίλοι μου πρέπει να ευχαριστήσω την φίλη μου Κάτια από το blog MARILIZE2 που μου χάρισε αυτό το βραβειάκι.



Σύμφωνα με τους όρους του βραβείου πρέπει να πω και έντεκα πράγματα για μένα. Αρχίζω λοιπόν...
  1. Αγαπώ τα ταξίδια
  2. Αγαπώ το καλοκαιράκι
  3. Αγαπώ τον ήλιο και τη θάλασσα
  4. Αγαπώ τα ζώα
  5. Αγαπώ το θέατρο, το σινεμά και τη μουσική
  6. Αγαπώ το internet
  7. Αγαπώ να βρίσκομαι με καλή παρέα
  8. Αγαπώ το γράψιμο (φαντάζομαι το έχετε καταλάβει)
  9. Αγαπώ το διάβασμα και την δια βίου μάθηση (αποτέλεσμα αυτού να πάρω μεγάλη πια, πτυχίο πανεπιστημίου).
  10. Αγαπώ την οικογένειά μου
  11. Αγαπώ και όλους εσάς που αντέξατε να διαβάσετε όλα αυτά!!!


Τώρα όποιος θέλει μπορεί να πάρει αυτό το βραβείο. Του το δίνω με όλη μου την καρδιά.
Σας κούρασα λίγο σήμερα.
Να είστε όλοι καλά.
Φιλάκια!!!

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Ζήτημα ζωής και θανάτου



 Η γυναικεία φωνή από το τηλέφωνο ακούστηκε γεμάτη αγωνία.
-Ο κύριος Σταύρος Κ.
-Ο ίδιος…
-Θέλω οπωσδήποτε να σας δω πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου… 
Το ραντεβού ορίστηκε χωρίς να δοθούν περαιτέρω εξηγήσεις, παρ' όλη την επιμονή του Σταύρου.
Έτσι ο Σταύρος ώρα τώρα οδηγούσε σαν τρελός στον στενό επαρχιακό δρόμο, για να προλάβει το ραντεβού, ενώ η βροχή μαστίγωνε τα τζάμια του αυτοκινήτου.
«Διαβολόκαιρε», μουρμούρισε καθώς προσπαθούσε να αποφύγει μια λακκούβα πλημμυρισμένη με νερό, «τώρα βρήκε και αυτό το σύννεφο να ανοίξει τους καταρράκτες του». Έτρεχε…  και στο τσακ πρόλαβε να φρενάρει,  καθώς σε μια στροφή βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα γαϊδουράκι, που είχε  σταθεί στη μέση του δρόμου μασουλώντας μια κλάρα με βατόμουρα, που είχε τραβήξει από τον διπλανό φράχτη. Στο δέκατο παρατεταμένο κορνάρισμα μέριασε και ο Σταύρος πατώντας γκάζι όρμησε μπροστά.
Κοίταξε το ρολόι του…είχε αργήσει κατά δέκα λεπτά, όταν παρκάρισε και όρμησε προς την είσοδο της πολυκατοικίας που είχε το γραφείο του.
Ανέβηκε στον τρίτο όροφο αλλά δεν βρήκε κανένα να τον περιμένει. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα που υπήρχε η μικρή πινακίδα «Σταύρος Κ. Ιδιωτικός ντετέκτιβ» και την άνοιξε. Αμέσως είδε το σημείωμα κάτω στα πλακάκια το σήκωσε και διάβασε: «θα σας περιμένω στο μπαρ το ‘Σκιάχτρο’ στις έντεκα…μην αργήσετε αυτή τη φορά» και για υπογραφή, ένα σκέτο Φ.
Κοίταξε πάλι το ρολόι του… είχε μία ώρα στη διάθεση του για το ραντεβού, αλλά αποφάσισε να πάει νωρίτερα για να ανιχνεύσει το χώρο.  Βγαίνοντας στο δρόμο διαπίστωσε πως η βροχή είχε σταματήσει. Ο ζητιάνος στο απέναντι πεζοδρόμιο πιστός στο πόστο του έπαιζε στη φυσαρμόνικα του ένα μελαγχολικό σκοπό. Προχώρησε προς το μέρος που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του έχοντας την αίσθηση ότι κάποιος τον παρακολουθεί. Γύρισε απότομα το κεφάλι του και πρόλαβε να δει μια σκιά να κρύβεται πίσω από μια κολόνα.
Έφτασε στο μπαρ, κάθισε σε ένα σκαμπό και παράγγειλε ένα ποτό. Οι θαμώνες λιγοστοί. Ήταν νωρίς ακόμη… Και τότε  είδε μία γυναίκα, όμορφη γύρω στα τριάντα να κατευθύνεται προς το μέρος του, όμως το περπάτημά της είχε μια αστάθεια και πριν προλάβει να σκεφτεί αν ήταν μεθυσμένη ή είχε κάποια αναπηρία, εκείνη σωριάστηκε μπροστά του ψελλίζοντας του «σώσε το παιδί μου».  Το αίμα ήδη έβαφε κόκκινο το άσπρο της πουκάμισο…
Της έπιασε το σφυγμό και αμέσως κάλεσε ασθενοφόρο και τον αστυνομικό διευθυντή, που ήταν φίλος του. Ώσπου να έρθει το ασθενοφόρο και η αστυνομία έμαθε από τον μπάρμαν πως η κοπέλα δούλευε σε ένα άλλο μπαρ λίγο πιο κάτω και πως την έλεγαν Φιόνα.
Από την έρευνα που έκανε, διαπίστωσε πως η Φιόνα ήταν μητέρα ενός μικρού παιδιού, που της το πήραν και το έδωσαν για παράνομη υιοθεσία. Εγκέφαλος  της σπείρας ήταν το αφεντικό της που την εκβίαζε και την εκμεταλλευόταν. Κατά την ανάκριση ένας  από τους μπράβους του, είπε ότι  το αφεντικό  τους του είχε δώσει  εντολή να την παρακολουθεί. Όταν δε του είπε πως η Φιόνα είχε επισκεφτεί ντετέκτιβ τον διέταξε να την σκοτώσει...
Τώρα στον Σταύρο δεν έμενε τίποτα άλλο από το να ψάξει για το παιδί της. 
Της το όφειλε…Ήθελε όταν συνερχόταν να είχε να της πει ευχάριστα νέα…


Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο  παιχνίδι "παίζοντας με τις λέξεις"  που διοργάνωσε το blog της Φλώρας http://texnistories.blogspot.gr/ .Θέλω να ευχαριστήσω όσους την προτίμησαν κατά την ψηφοφορία. 
Για την συμμετοχή μας σε αυτό το παιχνίδι η Φλώρα μας έδωσε το παρακάτω αναμνηστικό βραβείο.
Οι λέξεις που μας δόθηκαν και πάνω στις οποίες έπρεπε να κτίσουμε μία  ιστορία 
500 περίπου λέξεων ήταν:


σύννεφο-γαϊδουράκι- σκιάχτρο-βατόμουρο-φυσαρμόνικα

Να είστε καλά.
Φιλάκια!





Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Παραμύθι

Τα γενέθλια του μικρού ζαρκαδιού

Η μαμά ζαρκαδίνα εδώ και μέρες έτρεχε και δεν έφτανε μέσα στο μικρό σπιτάκι

της στο μεγάλο δάσος.  Το έβαψε, το καθάρισε και το διακόσμησε κατάλληλα,

γιατί σε λίγες μέρες το μικρό της ζαρκάδι είχε γενέθλια


Έφτιαξε δωράκια για τους φίλους του γιου της,  γλυκά και χυμούς

από τα φρούτα του δάσους και μια ωραία τούρτα.

Σήμερα που επιτέλους έφτασε η μέρα που το μικρό ζαρκάδι

περίμενε με ανυπομονησία, έπρεπε να ετοιμάσει

το γλάσο  σοκολάτας, που θα περιέχυνε την τούρτα.

Αράδιασε με προσοχή τα υλικά πάνω στον πάγκο της κουζίνας και έριξε

μια τελευταία ματιά στη συνταγή. Χρειαζόταν...

60 γρ. σοκολάτα κουβερτούρα

1 κούπα ζάχαρη άχνη

2 κουταλιές κονιάκ

2 κουταλιές κακάο σε σκόνη

Σε ένα κατσαρολάκι έλιωσε τη σοκολάτα , πρόσθεσε τη ζάχαρη και το

κονιάκ και τέλος το κακάο. Ανακάτεψε καλά και έτοιμο το γλάσο!

Περιέχυσε με αυτό την τούρτα και την διακόσμησε με αγριοφράουλες

και βατόμουρα.



Νωρίς το απόγευμα το μικρό ζαρκάδι φόρεσε τα καλά του και περίμενε

τους φίλους του. Πρώτα έφτασαν  δύο μικρά αρκουδάκια με τη μαμά τους



και μετά το ξαδερφάκι του το ελαφάκι μαζί με τη μαμά του.



Σε λίγο να... και τα τρία αγριογούρουνα με τη μαμά τους και αυτά


Παρούσα και η φίλη του μία όμορφη ζαρκαδίτσα.


Τελευταίος ως συνήθως ο λαγός.


Τα ζωάκια έπαιξαν, χόρεψαν  και το μικρό ζαρκάδι έσβησε τα δύο κεράκια της

τούρτας του. Οι φίλοι του, του ευχήθηκαν χρόνια πολλά τραγουδώντας  το

γνωστό τραγουδάκι... Να ζήσεις ζαρκαδάκι και χρόνια πολλά

                                   μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά...

Ενώ δυο πουλάκια επιμελούνταν τη μουσική.



Μετά άνοιξε τα δώρα που του έφεραν οι φίλοι του και τους ευχαρίστησε.

Όλα ήταν πολύ ωραία, μα πιο πολύ του άρεσε το δώρο της όμορφης

ζαρκαδίτσας, που ήταν μία κούπα ζωγραφισμένη με πολλές καρδούλες

για να πίνει το γάλα του.

Τελευταίο άνοιξε το δώρο της γιαγιάς του...

Ήταν ένα κεραμίδι που πάνω του ήταν ζωγραφισμένα καράβια

ένα αληθινό κοχύλι και ένα θαλασσόξυλο.


Όλα τα ζωάκια κοίταξαν με περιέργεια το παράξενο δώρο...για παιχνίδι δεν

έμοιαζε...

-Τι είναι αυτό γιαγιά; ρώτησε το μικρό ζαρκάδι

-Πριν πολλά χρόνια όταν ο παππούς σου....

Όλοι κατάλαβαν πως άλλη μια ιστορία της γιαγιάς ξεκινούσε και μαζεύτηκαν

γύρω της να ακούσουν.

-Όπως ξέρεις ο παππούς σου ήταν σπουδαίος κολυμβητής, άρχισε η γιαγιά.

Πριν πολλά χρόνια λοιπόν εκεί που κολυμπούσε μαζί  με άλλα ζαρκάδια για

ένα νησί του Αιγαίου,


έδωσε μάχη με δυο θαλάσσια τέρατα για να σώσει μια μικρή γοργόνα



και αυτή για να τον ευχαριστήσει του χάρισε αυτό το κεραμίδι με το κοχύλι

για να ακούει τα κύματα του Αιγαίου και να την θυμάται...

Τώρα ανήκει σε σένα...

Την συγκεκριμένη ιστορία την έγραψα για να λάβω μέρος στο παιχνίδι

του blog http://www.texnistories.blogspot.gr/ " ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ"

δηλαδή δίδονται πέντε λέξεις και εμείς με αυτές τις λέξεις πρέπει να

σκαρώσουμε μια ιστορία-παραμύθι. Οι πέντε λέξεις ήταν

κούπα-κεραμίδι- γλάσο-μάχη-ζαρκάδι

Το παιχνίδι τελείωσε. Αναδείχτηκαν και οι νικητές.

Το παραμύθι μου αυτό δεν πήρε καλή βαθμολογία, αλλά δεν πειράζει,

για μένα μετράει η συμμετοχή.

Πήρα μέρος και με ένα άλλο παραμύθι το οποίο θα σας το γράψω σε

άλλη ανάρτηση.

Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους για τα τόσο γλυκά σχόλια που μου

γράφετε πάντα. Σας αγαπώ όλους!

Να είστε καλά.

Φιλάκια!

Υ.Γ. όλες οι εικόνες είναι από το internet, εκτός από το κεραμίδι που

είναι μία δική μου κατασκευή, ειδικά για το παραμύθι.


Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Η περιπέτεια του Ορφέα



Καιρό έχω να σας γράψω ιστοριούλα. Μου το θύμισε όμως ο Ορφέας

που ήρθε και μου διηγήθηκε την ιστορία του και εγώ σας την γράφω

όπως ακριβώς μου την είπε.


Γεια σου! άρχισε,  είμαι ο Ορφέας και είμαι ένα μικρό ''αδέσποτο'' σκυλί.


Εσείς οι άνθρωποι τα ''αδέσποτα'' σκυλιά τα θεωρείται αλήτες, όμως

εμένα αυτός ο χαρακτηρισμός μου αρέσει, γιατί όπως λέει η μαμά μου,

κατ' αυτόν τον τρόπο  απολαμβάνουμε την ελευθερία μας.


Γεννήθηκα πριν πέντε μήνες σε μια μεγάλη πόλη και έμενα σε ένα όμορφο

πάρκο μαζί με την μαμά μου και τα τρία αδελφάκια μου.

Τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα και την Φρύνη.

                            

Οι μέρες μας κυλούσαν όμορφα. Η μαμά μου μας εκπαίδευε, πως να περνάμε

τον δρόμο ώστε να μην κινδυνεύουμε από τα αυτοκίνητά σας, μας έλεγε πως

 δεν πρέπει να σας γαβγίζουμε, αλλά αντίθετα να σας γλυκοκοιτάζουμε, γιατί

έτσι  θα μας δίνετε νόστιμα μεζεδάκια και τα βράδια ξαπλωμένα στο γκαζόν

η μαμά, μας έλεγε όμορφες ιστορίες.

Όμως όλα άλλαξαν ένα σούρουπο, όταν ήρθε τρέχοντας-όσο του επέτρεπαν τα

χρόνια του- ένας γέρικος σκύλος ο Τζο, που όλοι σεβόμαστε την γνώμη του,

φωνάζοντας στη μαμά μου να μας κρύψει.

Αρχίσαμε να τρέχουμε μαζί του και κρυφτήκαμε σε μια παλιά αποθήκη.

Εκεί ο γερο-Τζο μας εξήγησε πως κάποιοι άνθρωποι γυρνούσαν με ένα

αυτοκίνητο και μάζευαν όλους τους αδέσποτους σκύλους και τους έβαζαν

σε κλουβιά.  Ήδη, μας είπε,  είχαν μαζέψει αρκετούς από τους φίλους μας.

<<Γιατί το κάνουν αυτό τώρα;>> ρώτησε η μαμά.<< Χρόνια ζούμε όμορφα

και ωραία ανάμεσά τους. Δεν τους ενοχλούμε, ούτε μας ενοχλούν. Μάλιστα

εγώ έχω και αρκετούς φίλους, που ξέροντας πως έχω κουταβάκια με φιλεύουν

 τους πιο νόστιμους μεζέδες>>.



<<Θα κάνουν>>, είπε ο γέρο-Τζο, <<μια μεγάλη γιορτή. Θα έρθουν άνθρωποι

από όλα τα μέρη του κόσμου και εμείς τους χαλάμε την όμορφη εικόνα που

 θέλουν να δείξουν>>.

<<Τι εννοείς πως εγώ και τα παιδιά μου δεν είμαστε όμορφα και καθαρά; Κάθε

λίγο και λιγάκι με την γλωσσούλα μου τα νίβω και τα χτενίζω. Τους έχω μάθει

και καλούς τρόπους, γιατί μας κυνηγάνε λοιπόν;>> ξαναρώτησε η μαμά.

<<Δίκιο έχεις>>, της είπε ο Τζο, <<αλλά εγώ επειδή δεν τα μπορώ τα τρεχάματα

 λόγω ηλικίας, λέω για λίγο καιρό να φύγω από δω και να πάω στην εξοχή.

Το ίδιο να κάνετε και σεις>>, είπε και έφυγε παίρνοντας προφυλάξεις.

Η μαμά μου το σκέφτηκε, αλλά ήξερε πως αν φεύγαμε από την πόλη δεν θα

έβρισκε εύκολα φαγητό για μας. Έτσι μείναμε κρυμμένοι δύο μέρες και δύο

νύχτες. Οι κοιλίτσες μας άρχισαν να γουργουρίζουν από την πείνα.

Το γαλατάκι της μαμάς δεν έφτανε γιατί και κείνη ήταν νηστική.

Για να ξεχάσουμε την πείνα μας, η μαμά άρχισε να μας λέει ιστορίες.



Μας είπε ποιος  ήταν ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας, ο Ορφέας και η Φρύνη και γιατί

μας έδωσε αυτά τα ονόματα.

Έτσι μάθαμε πως ο Ηρακλής ήταν ένας  ήρωας πολύ δυνατός,  τόσο δυνατός που

κράτησε κάποτε όλη τη γη στους ώμους του και ότι ο Αχιλλέας ήταν ο πιο

ανδρείος από όλους τους Έλληνες που πολέμησαν στην Τροία. Έδωσε λοιπόν

αυτά τα ονόματα στα αδέλφια μου γιατί και αυτά είναι πολύ δυνατά.

<<Εσένα Φρύνη μου που είσαι τόσο όμορφη>>, είπε στην αδελφούλα μου

η μαμά, <<σου έδωσα το όνομα μιας πολύ όμορφης γυναίκας της

αρχαιότητας>>.

Εμένα μου έδωσε το όνομα Ορφέας γιατί λέει γαβγίζω πολύ γλυκά. Ζήλεψα λίγο.

Τα αδέρφια μου να έχουν ονόματα ηρώων και εγώ τίποτα. Της το είπα.

<<Ησύχασε>>, μου είπε, << και ο Ορφέας ήταν σπουδαίος μουσικός>>! Έλαβε

μάλιστα μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία μαζί με τον Ιάσονα και

τον Ηρακλή.

<<Μαμά, πως ξέρεις όλες αυτές τις ιστορίες>>, την ρωτήσαμε.

Εκείνη μας εξήγησε πως κάποτε ζούσε σε ένα  σπίτι μαζί με ένα όμορφο

κοριτσάκι και τους γονείς της. Το κοριτσάκι όταν ήσαν μαζί στο δωμάτιό της,

της διάβαζε διάφορες ιστορίες και έτσι τα έμαθε όλα αυτά.


<<Και πως βρέθηκες εδώ μαμά;>> την ρωτήσαμε.

<<Στο κοριτσάκι με  είχε χαρίσει η γιαγιά της, όταν γιόρτασε τα όγδοα γενέθλιά

 της και με αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Οι γονείς της όμως δεν με έβλεπαν

με καλό μάτι. Αφού έμεινα αρκετό καιρό κοντά τους, ένα πρωινό που το

κοριτσάκι έλειπε στο σχολείο, με έβαλαν στο αυτοκίνητο τους και με πήγαν

στην εξοχή. Εκεί με εγκατέλειψαν. Έτρεξα πίσω από το αυτοκίνητό τους

κλαίγοντας και παρακαλώντας να μην με αφήσουν, αλλά αυτοί έφυγαν...

Έτσι αφού περιπλανήθηκα πολύ έφτασα σε αυτή την πόλη και άρχισα να ζω

μόνη μου ψάχνοντας για το καθημερινό φαγητό μου>>.

Φαγητό! τι μας το θύμισε η μανούλα. Τώρα η κοιλίτσα μας διαμαρτυρόταν

πιο πολύ από πριν. Η μαμά βλέποντας εμάς να υποφέρομαι, δεν άντεξε άλλο

 και το βράδυ  βγήκε να βρει φαγητό, αφού μας είπε να μείνουμε κρυμμένα.

Δεν τόλμησε να πάει στις  ταβερνίτσες για να την φιλέψουν οι γνωστοί της.

Πήγε σε ένα κοντινό κάδο σκουπιδιών.  Εκεί βρήκε μια σακούλα  με αποφάγια

και τραβώντας την με τα δόντια της, την έφερε σε μας που την περιμέναμε

κρυμμένα.

Ήταν λίγα και μόλις καταφέραμε να ξεγελάσουμε την πείνα μας.

Μείναμε άλλο ένα βράδυ και μια μέρα κρυμμένοι. Νέα από άλλα σκυλιά

δεν είχαμε. Το κακό αυτοκίνητο το βλέπαμε που περνούσε καθημερινά

και έψαχνε...

Το άλλο βράδυ η μαμά ξαναβγήκε για να βρει φαγητό. Έψαξε στους πρώτους

κάδους, τους βρήκε άδειους, προχώρησε πιο κάτω, τα ίδια. Έφτασε έξω από

 ένα εστιατόριο και παραφύλαγε πότε ο μάγειρας θα βγάλει τα σκουπίδια έξω

 για  να αρπάξει τα αποφάγια.

Είχε αργήσει πολύ και εμείς ανησυχήσαμε. Παρά την απαγόρευσή της να μην

απομακρυνθούμε από την κρυψώνα μας, εμείς παρακούσαμε τη εντολή της

και αρχίσαμε να την ψάχνουμε.

Βάλαμε τη μουσουδίτσα μας στο χώμα και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε

την μυρουδιά της. Στην αρχή χωριστήκαμε προσπαθώντας να την

ανακαλύψουμε. Στους πρώτους κάδους εντόπισε την μυρουδιά της ο Ηρακλής

και άρχισε να γαβγίζει. Έτσι όλα μαζί ακολουθήσαμε τα ίχνη της μαμάς.

Όταν στρίψαμε στην οδό Πραξιτέλους, ακούσαμε τις απελπισμένες φωνές

της.

<<Αφήστε με είμαι καλή σκυλίτσα>>, φώναζε! <<Δεν έχω πειράξει κανέναν>>.


Τρέξαμε προς το μέρος που ακούγαμε τις φωνές.

<<Λυπηθείτε με>>, φώναζε η μαμά. <<έχω τέσσερα  κουταβάκια που

με περιμένουν να γυρίσω>>.

Που όμως οι άνθρωποι  να καταλάβουν. Δεν καταλαβαίνετε λέει τη γλώσσα

μας.  Έχετε  όμως την απαίτηση εμείς να  καταλαβαίνουμε τη δική σας

και όλο διαταγές μας δίνετε.

Την ώρα που φτάναμε κοντά της, ένας της έδωσε μια κλωτσιά, ενώ ένας άλλος

της τραβούσε το σκοινί που ήταν περασμένο στο λαιμό της. Η μαμά ούρλιαξε

από τον πόνο. Όμως όταν είδε εμάς να ορμάμε εναντίων τους για να την

σώσουμε, οι κραυγές της έγιναν κραυγές απελπισίας.

<<Φύγετε, να σωθείτε>>, μας φώναζε, <<φύγετε!...>>.

Όμως εμείς δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Κινδύνευε η αγαπημένη μας

μανούλα. Πως ήταν δυνατόν να φύγουμε!

Αφού παλέψαμε με νύχια και με δόντια και φάγαμε αρκετές κλωτσιές, μας

έπιασαν και μας. Μας έβαλαν τον καθένα μας σε διαφορετικά κλουβιά και

μας ανέβασαν στο αυτοκίνητο.

Η μαμά τους φώναζε να μας βάλουν στο δικό της κλουβί, αλλά ποιος την

άκουγε...

Η αδελφούλα μου άρχισε να κλαίει.



Από το ποδαράκι της έτρεχε αίμα και η μαμά δεν μπορούσε να της γλείψει

την πληγή. Μας έβλεπε κτυπημένα και νηστικά και δεν είχε το κουράγιο

να μας μαλώσει που παρακούσαμε την εντολή της και δεν μείναμε κρυμμένα.

Μόνο μας κοιτούσε με αγάπη και τα μάτια της βούρκωσαν από τα δάκρυα.

Μετά από αρκετή ώρα το αυτοκίνητο σταμάτησε. Μας κατέβασαν και

έβαλαν τα κλουβιά μας κάτω από ένα υπόστεγο και αφού μας  έβαλαν λίγο

νερό μας παράτησαν και έφυγαν.

Εκεί ήσαν και άλλα σκυλιά, γνωστά και άγνωστα. Όλα γάβγιζαν και γινόταν

πανζουρλισμός. Άλλα ζητούσαν φαγητό, άλλα νερό και  άλλα έκλαιγαν και

έλεγαν πως μας μάζεψαν για να μας θανατώσουν...



Εμείς είχαμε τρομοκρατηθεί. Ζαρώσαμε στη γωνιά του κλουβιού μας

και κοιτούσαμε διαρκώς τη μανούλα μας.

Ήμασταν πέντε μέρες σε αυτό το ξερό μέρος. Μία φορά την ημέρα οι άνθρωποι

μας έφερναν λίγο φαγητό και νερό και έφευγαν. Πόσο είχα πεθυμήσει λίγο από

το γάλα της μανούλας μου δε λέγεται. Εκείνη κάθε μέρα τους παρακαλούσε

 να μας βάλουν μαζί της, αλλά κανείς δεν την άκουγε.

Στο διπλανό κλουβί από μας ήταν φυλακισμένο ένα λυκόσκυλο που

προσπαθούσε να μας παρηγορήσει.



Πως να μας παρηγορήσει όμως, αφού και αυτό ήταν φυλακισμένο.

Την έκτη μέρα μετά την φυλάκισή μας, όταν είχαν φύγει οι φύλακες,

είδαμε ένα αγόρι  πάνω σε ένα ποδήλατο να πλησιάζει το υπόστεγο.

<<Έλα! >> φώναξε και αμέσως παρουσιάστηκε και ένα κοριτσάκι,

<<εδώ τα έχουν!>>

Τα παιδιά πλησίασαν και άρχισαν να κοιτάνε ένα-ένα τα κλουβιά.

Εμείς όλα μαζί αρχίσαμε να γαβγίζουμε. Γινότανε ένας χαμός...

Τα παιδιά έφτασαν στο κλουβί του λυκόσκυλου που ήταν δίπλα μας

και του άνοιξαν το κλουβί. Εκείνο έδειξε να τα γνωρίζει και άρχισε

να τα γλείφει παντού και να χοροπηδάει γύρω τους.

<<Έλα!>> του φώναξαν τα παιδιά, <<πάμε να φύγουμε... Έλα πριν

έρθουν οι φύλακες...>>.

Τα άλλα σκυλιά γύρω συνέχιζαν να γαβγίζουν και να παρακαλάνε τα

παιδιά να ανοίξουν και τα δικά τους κλουβιά.

Εκείνα όμως ξεκίνησαν να φύγουν φωνάζοντας στο λυκόσκυλο να

πάει μαζί τους. Η αγωνία μας είχε φτάσει στο ζενίθ!

Το λυκόσκυλο έκανε δυο- τρία βήματα  μα κοντοστάθηκε και γάβγισε

στα παιδιά.



<<Μην αργείς!>> του φώναξαν εκείνα.

Το λυκόσκυλο έτρεξε προς τα παιδιά...

Απόλυτη σιωπή έπεσε... κρατήσαμε ως και την αναπνοή μας... η τελευταία

μας ελπίδα να ελευθερωθούμε... μόλις χανόταν...

Και τότε είδαμε το λυκόσκυλο να φτάνει στα παιδιά, να τους γαβγίζει και

να πηγαίνει μία μπρος και μία πίσω, για να τους δώσει να καταλάβουν,

πως έπρεπε να μας ελευθερώσουν όλα.

Τα παιδιά γύρισαν πίσω και άρχισαν να ανοίγουν ένα ένα τα κλουβιά.

Εκεί να δείτε χαρές. Εμείς τρέξαμε στην αγκαλιά της μανούλας μας και

εκείνη δεν ήξερε ποιο να πρωτοχαϊδέψει!

Τα άλλα σκυλιά έφυγαν τρέχοντας προς διαφορετική κατεύθυνση το καθένα.

Το λυκόσκυλο ήρθε γρήγορα κοντά μας και μας είπε να τρέξουμε για

να απομακρυνθούμε από εκεί, γιατί ήταν επικίνδυνο να μας ξαναπιάσουν.

<<Ακολουθήστε με>>, μας είπε <<ξέρω ένα ασφαλές μέρος>>.

Αρχίσαμε να τρέχουμε, από κοντά και τα παιδιά με τα ποδήλατα.

Αφού τρέξαμε για αρκετή ώρα φτάσαμε σε μια κρυψώνα.

Εκεί μας είπε ο Άρης, Άρη έλεγαν το λυκόσκυλο, ότι τα παιδιά τα γνώριζε.

Πριν τον πιάσουν κάθε μέρα  έπαιζαν μαζί  στο πάρκο της γειτονιά τους.

Τα πρόσεχε και τον πρόσεχαν.

Τα παιδιά τότε μας είπαν πως όταν δεν τον βρήκαν στο πάρκο όπως

κάθε μέρα, τον αναζήτησαν και   έμαθαν πως τον είχαν μαζέψει και αυτόν

 μαζί με τα άλλα  αδέσποτα και πως τον είχαν φέρει σε αυτό το μέρος.

Έτσι ήρθαν για να τον ελευθερώσουν.

Τα παιδιά μετά από λίγο έφυγαν για να μην ανησυχήσουν οι γονείς τους

και εμείς αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο, ξεκινήσαμε για κάποιο

καλύτερο τόπο υπό την προστασία της μαμάς μας και του Άρη...

Όμως το παράπονό μου θα το πω! Μερικοί άνθρωποι είστε πολύ κακοί

και θέλω να  το πεις να το μάθουν όλοι!

Αυτά είπε ο Ορφέας και αφού με χαιρέτησε έφυγε να πάει να παίξει

με τα αδελφάκια του.

Έτσι σας έγραψα και εγώ την ιστορία του...

Υ.Γ. Η πιο κάτω φωτογραφία είναι του δικού μου σκύλου.

Ηρακλή τον λένε! Γλύκας δεν είναι;


Και αυτό είναι το λυκάκι της κόρης μου όταν ήταν μωρό.

Έχει μεγαλώσει  πια. Τώρα είναι εννέα μηνών!  Είναι ο Άρης μας!



Εάν  διαβάσατε την ιστοριούλα μου σας ευχαριστώ πολύ. Τώρα αν σας άρεσε

κιόλας διαβάστε τη και στα παιδάκια ή στα εγγονάκια σας...

Φιλάκια πολλά!