Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Στο εργαστήρι των ξωτικών του Αι Βασίλη

 


Ο Pepper Minstix το ξωτικό που ήταν ο φρουρός  του μυστικού περάσματος για το χωριό του Αι Βασίλη κοίταξε τις πελώριες χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν με χάρη  σαν να χόρευαν στο ρυθμό των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών και χαμογέλασε. Ησυχία βασίλευε παντού. Το πέρασμα ήταν ασφαλές.

Η ησυχία που βασίλευε εκεί έξω  ερχόταν σε αντίθεση με την κινητικότητα που υπήρχε στο εργαστήρι των ξωτικών. Μέσα εκεί όλοι εργάζονταν πυρετωδώς για να είναι τα πάντα έτοιμα για τα Χριστούγεννα.

Τα ξωτικά τρέχουν και δεν φτάνουν. Στην βιασύνη τους να τα προλάβουν όλα μπερδεύονται σε κορδέλες, σε  χαρτιά περιτυλίγματος, σκοντάφτουν σε σάκους μικρούς και μεγάλους και γενικά επικρατεί ένα πανδαιμόνιο στο εργαστήρι.

Ξαφνικά μπήκε ο Άγιος Βασίλης μαζί με τον παλιό φίλο του το ξωτικό Shinny Upatree που ήταν και συνιδρυτής του χωριού στη Λαπωνία. Τα ξωτικά σταμάτησαν για λίγο τη δουλειά τους.

-Τα σέβη μας Άγιε, είπαν όλα μαζί.

-Καλημέρα σας, τους είπε εκείνος. Πως πάνε οι ετοιμασίες; Είναι όλα έτοιμα; Θα κάνουμε και φέτος χαρούμενα τα παιδιά;

-Μάλιστα, είπε ο Alabaster Snowball το ξωτικό που ήταν ο διαχειριστής της λίστας των παιδιών.

-Λοιπόν, για να δούμε.

-Η στολή μου;

-Έτοιμη!

-Οι μπότες μου;

-Γυαλισμένες!

-Ο σκούφος μου;

-Τσεκ!

-Οι τάρανδοι και το έλκηθρο;

-Σε ετοιμότητα, είπε ο Wunorse Openslae που ήταν ο σχεδιαστής του έλκηθρου και φροντιστής των ταράνδων του Αι Βασίλη.

- Τα κουδουνάκια;

-Τσεκ!

-Τα ζαχαρωτά και τα άλλα γλυκίσματα;

-Όλα έτοιμα και καλοψημένα, απάντησε η Sugarplum Mary που ήταν το ξωτικό υπεύθυνη του τμήματος γλυκών και βοηθός της γυναίκας του Αι Βασίλη.

 -Τα δώρα, τα δώρα των παιδιών είναι έτοιμα;

-Πανέτοιμα! Είπε ο Bushy Evergeen το ξωτικό που ήταν ο εφευρέτης των μαγικών μηχανών που φτιάχνουν τα παιχνίδια των παιδιών όλου του κόσμου.

-Το δώρο του Ηλία, της Μαριλένας, της Ελενίτσας, της Μαίρης, του Ιβάν, του Βάχραμ, της Κιμ, του Φρανκ, του Κωστάκη, του Μάικ, της Νατάσας, της Μίρα, του Γιόχαν, της Σόφης, του Τζον, του Τζακ, του Δημητράκη, του Άμπντελ, του… της… ;

-Μην κουράζεσαι Αι Βασίλη, έχω τσεκάρει την λίστα δυο και τρεις φορές. Δεν μου έχει ξεφύγει κανένα παιδί, όλα θα πάρουν το δώρο τους, απάντησε ο Alabaster Snowball κρατώντας στα χέρια μια λίστα τόσο μακριά που μπορούσε να τυλίξει την γη πέντε φορές. Τα τελευταία περιτυλίγματα και οι κορδέλες μπαίνουν.

-Χο, χο, χο γέλασε ο Άγιος Βασίλης πολύ χαίρομαι. Είστε οι πολύτιμοι βοηθοί μου. Τι θα έκανα χωρίς εσάς.

-Χο χο χο!



Καλές μου φίλες, καλοί μου φίλοι σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα με υγεία και αγάπη. Να περάσετε όμορφα μαζί με τα πρόσωπα που αγαπάτε.

Με αυτή την ανάρτηση συμμετέχω στις Ιστορίες Χριστουγέννων που διοργανώνει η Μαρία Νικολάου στο Κείμενο

Υ.Γ. Τα ονόματα των ξωτικών τα πήρα από εδώ και οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο.

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Η μεγάλη μου πλάνη

 

pinterest


-Δεν φοβάσαι να πηγαίνεις μόνη σου στο μονοπάτι του δάσους;

-Όχι δεν φοβάμαι; 

-Ούτε τον κακό τον Λύκο;

-Ο κακός ο λύκος  είναι απασχολημένος. Παραμονεύει να ξεμοναχιάσει   την Κοκκινοσκουφίτσα. Δεν ξέρει ο ανόητος τι τον περιμένει μετά. Όσο για κάτι άλλους δευτεροκλασάτους άλλοι κυνηγάνε τα τρία γουρουνάκια και άλλοι τα επτά κατσικάκια. Οπότε περπατώ-περπατώ εις το δάσος αφού ο λύκος δεν είναι εδώ.

 -Τις κακές μάγισσες; Ούτε αυτές τις φοβάσαι;

-Αυτές δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με μένα. Η μία ψάχνει να βρει την Χιονάτη για να της δώσει το δηλητηριασμένο μήλο και η άλλη έχει να ανάψει τον φούρνο για να ψήσει τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ. Ευτυχώς που και οι δύο θα βρουν τον μάστορά τους.

 -Τον κακό γίγαντα;

 -Αυτός είναι ακίνδυνος. Ας είναι καλά  ο Κοντορεβυθούλης που του πήρε τις μαγικές μπότες και δεν μπορεί να τρέξει να με πιάσει.

-Εγώ επιμένω, δεν πρέπει να πηγαίνεις μόνη σου στο δάσος.

-Έχω τον λόγο μου που βαδίζω μόνη μου. Θέλω να συναντήσω τον πρίγκιπα.  Αυτόν που κρατά το κρυστάλλινο γοβάκι,  γιατί νομίζω ότι είναι στο νούμερό μου. Νούμερο 35,  δεν νομίζω να φορούν πολλές τέτοιο νούμερο.

-Ατύχησες ονειροπαρμένη…  το έχει δώσει ήδη στην Σταχτοπούτα και την έκανε πριγκίπισσα.

-Τότε ελπίζω να συναντήσω τον άλλον πρίγκιπα εκείνον που με ένα του φιλί  ξύπνησε την ωραία κοιμωμένη, μήπως φιλήσει και μένα και ξυπνήσω από την μεγάλη μου πλάνη.


internet

Αυτή είναι η δεύτερη συμμετοχή μου στο δρώμενο της Μαίρης Εικόνα και φράση. Την πρώτη θα την βρείτε στην προηγούμενη ανάρτηση.

Είπα να τιμήσω και την δεύτερη εικόνα που μας έδωσε η Μαίρη με μία μικρομυθοπλασία, ένα αλληγορικό κείμενο.

Να είστε καλά.

Φιλάκια!



Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Παράλληλοι και τεμνόμενοι δρόμοι

 

pixabay

Η τηλεόραση έπαιζε την αμερικανική δραματική ιατρική σειρά Greys Anatomy. Η Λίζα ξαπλωμένη στον καναπέ την παρακολουθούσε και εδώ και δέκα λεπτά είχε πάρει την θέση της πρωταγωνίστριας μέσα στο χειρουργείο και έσωζε ζωές.  Δίπλα της ο μπαμπάς της διάβαζε την εφημερίδα του. Η μαμά ετοίμαζε το βραδινό φαγητό. Κάποια στιγμή η σειρά τελείωσε, η ονειροπόληση σταμάτησε και η Λίζα στράφηκε προς τον πατέρα της.

«Μπαμπά μου να σε ρωτήσω κάτι; Εσύ πότε κατάλαβες ποιο επάγγελμα ήθελες να κάνεις;»

«Θα σου πω» της είπε και δίπλωσε την εφημερίδα του. Από πολύ μικρός είχα αποφασίσει να γίνω γιατρός,  παρόλο που ο πατέρας μου ήθελε να ασχοληθώ με την οικογενειακή επιχείρηση που είχε.  Την απόφασή μου βέβαια  να αφοσιωθώ σ' αυτό που κάνω σήμερα την πήρα πολύ αργότερα από κάτι που είδα και με σημάδεψε. Πίστεψέ με όμως δεν το μετάνιωσα, απεναντίας χαίρομαι γι' αυτή μου την απόφαση».

«Αλήθεια; Τι σε έκανε να πάρεις μια τέτοια απόφαση; Πες μου!»

«Ω, είναι μεγάλη ιστορία που συνέβη πολλά χρόνια πριν.  Ώρες ώρες σκέφτομαι πως όλα τα πράγματα για κάποιο λόγο γίνονται, για κάποιο λόγο λαμβάνουν χώρα στη ζωή μας και μας κάνουν να παίρνουμε αποφάσεις που την αλλάζουν».

«Ήταν την εποχή που έκανα το αγροτικό μου σε κάποιο ορεινό κεφαλοχώρι του νομού Φθιώτιδας. Ωραίο μέρος, ωραίοι άνθρωποι, αλλά κάπως απομονωμένο. Ήμουν νεαρός τότε και μου έλειπαν οι παρέες μου. Εκεί δεν είχα να κάνω κάτι τις ελεύθερες ώρες μου. Έτσι κάθε Παρασκευή έπαιρνα το τρένο για να κατέβω Αθήνα να δω τους γονείς μου και τους φίλους μου, να διασκεδάσω λίγο και την Κυριακή γυρνούσα και πάλι στο χωριό. Μου άρεσε πολύ η διαδρομή με το τρένο. Κοιτούσα  έξω από το παράθυρο της εναλλαγές των εικόνων, καθώς περνούσαμε από δασωμένες εκτάσεις, γραφικά χωριουδάκια, πόλεις μεγάλες ή μικρές και πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους που περίμεναν σε κάθε σταθμό τους αγαπημένους τους».

«Κάποια Παρασκευή  καθώς το τρένο έμπαινε σε ένα σταθμό  από το παράθυρο του βαγονιού, αυτό που είδα μου άλλαξε τη ζωή και το συνειδητοποίησα λίγο καιρό αργότερα».

«Σ΄ ένα παγκάκι λοιπόν του σταθμού καθόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Κάθονταν αμίλητοι και κοιτούσαν το τρένο που  έμπαινε στο σταθμό. Μόλις το τρένο σταμάτησε, πιάστηκαν χέρι-χέρι ενώ με το άλλο στηρίχτηκαν στα μπαστούνια τους και προχώρησαν λίγα βήματα κοιτάζοντας τον κόσμο που κατέβαινε από το τρένο. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν η λαχτάρα στο βλέμμα τους για να δουν το άτομο που περίμεναν. Παρακολουθούσα και εγώ να δω ποιον περίμεναν, αλλά δεν τους πλησίασε κανείς.  Όλοι οι επιβάτες είχαν κατέβει, επιβιβάστηκαν και μερικοί στα πίσω βαγόνια και οι πόρτες έκλεισαν. Ο  σταθμάρχης  πλησίασε για να σφυρίξει την αναχώρηση του τρένου. Το ζευγάρι των ηλικιωμένων έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησαν να βγουν από το σταθμό με ζωγραφισμένη τη θλίψη στα μάτια τους. «Ίσως αύριο να έρθει» ψιθύρισε ο ηλικιωμένος στον σταθμάρχη. «Ίσως» του απάντησε με κατανόηση εκείνος και σφύριξε την αναχώρηση του τρένου».

«Δεν θα είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, αλλά το ίδιο συμβάν το έβλεπα κάθε φορά που έκανα αυτή την διαδρομή.  Το ηλικιωμένο ζευγάρι ήταν πάντα εκεί να περιμένει το τρένο και σίγουρα κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο, που όμως δεν ερχόταν. Ώσπου μια μέρα είδα μόνο τον άντρα να περιμένει στο παγκάκι».

«Μέχρι εκείνη την ημέρα δεν έτυχε να μάθω την ιστορία αυτού του ζευγαριού αν και ήμουν αρκετά περίεργος.  Έτσι όταν επιβιβάστηκε εκείνη τη στιγμή  στο τρένο ένας επιβάτης  και κάθισε απέναντι μου δεν έχασα την ευκαιρία και τον ρώτησα αν γνώριζε την ιστορία του ζευγαριού».

«Για τον  Στέλιο και τη Μάρθα λέτε;  την γνωρίζω την ιστορία τους» μου απάντησε «είναι μάλιστα και μακρινοί συγγενείς μου».

«Ξέρετε κάνω την ίδια διαδρομή περίπου τρεις μήνες τώρα και πάντα βλέπω το ζευγάρι να περιμένει κάποιον. Αλήθεια ποιον περιμένουν;"

«Τον γιο τους περιμένουν, το μοναχοπαίδι τους. Δυστυχώς η ιστορία τους είναι πολύ θλιβερή. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι,  είχαν παλιά ένα μπακαλικάκι σε ένα χωριό εδώ κοντά και ζούσαν ήρεμη ζωή. Κάποια στιγμή ο γιος τους έπιασε δουλειά στα μεταλλεία βωξίτη. Έμενε εκεί κοντά στο εργοτάξιο όλη την εβδομάδα, αλλά κάθε Παρασκευή ερχόταν και έβλεπε τους γονείς του. Δούλευε αρκετά χρόνια στα μεταλλεία, ώσπου μια μέρα μια στοά κατέρρευσε και το παιδί καταπλακώθηκε από τόνους πέτρες και χώμα. Στην κηδεία του ράγισαν και οι πέτρες από τον σπαραγμό των γονιών του».

«Σιγά σιγά τα γεροντάκια άρχισαν να απομονώνονται στη θλίψη τους. Εμείς οι συγγενείς τούς παρηγορούσαμε και τούς βοηθούσαμε όπως μπορούσαμε, αλλά αυτοί πλέον είχαν χάσει το νόημα της ζωής και κάποια στιγμή, δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν μόνοι τους. Ήταν φορές που δεν μας γνώριζαν, φορές που ακόμα και μεταξύ τους δεν γνωρίζονταν.  Αλτσχάιμερ, είπαν οι γιατροί. Έτσι η κοινωνική υπηρεσία του δήμου τους έβαλε στο ίδρυμα, που τυχαίνει να είναι απέναντι από τον σταθμό, για να έχουν μια καλλίτερη φροντίδα».

«Όταν πρωτοπήγαν στο ίδρυμα κάθονταν με τις ώρες και κοίταζαν τον σταθμό. Εκεί το μυαλό τους τούς έπαιξε περίεργο παιχνίδι. Μαζί με όλα τα άλλα που είχαν ξεχάσει, ξέχασαν και τον χαμό του παιδιού τους. Το μόνο που έμεινε ζωντανό στην μνήμη τους ήταν ότι ο γιος ερχόταν με το τρένο να τους δει και κατά ένα περίεργο τρόπο όταν ήταν  η ώρα που περνούσε το τρένο των τρεις και μισή, το τρένο με το οποίο ερχόταν ο γιος τους, αυτοί πιάνονταν χέρι- χέρι και ήθελαν να πάνε στο σταθμό. Στην αρχή δεν τους άφηναν, αλλά όταν είδαν ότι αυτό τους έκανε κακό, τους το επέτρεψαν, αφού πάντα κάποιος από το ίδρυμα τους παρακολουθεί διακριτικά μην πάθουν κανένα κακό».

«Πράγματι θλιβερή ιστορία. Σήμερα όμως είδα μόνο τον άντρα, η σύντροφός του είναι άρρωστη;» τον ρώτησα.

«Δυστυχώς πριν λίγες μέρες η σύντροφός του πέθανε και έτσι απέμεινε μόνος. Και αυτού η κατάσταση της υγείας του  δεν είναι καλή και έμαθα πως γρήγορα θα πάει και αυτός μάλλον να τους συναντήσει. Δεν θυμάται τίποτα από την προηγούμενη ζωή του, την συνήθεια όμως να έρχεται στο σταθμό δεν την ξέχασε».

«Όταν την άλλη εβδομάδα έκανα πάλι την διαδρομή με το τρένο, ο παππούς ήταν εκεί και περίμενε με την ίδια λαχτάρα στο βλέμμα του, αλλά φαινόταν φοβερά καταβεβλημένος. Δεν ξέρω τι με έσπρωξε και κατέβηκα από το τρένο, δευτερόλεπτα πριν ο σταθμάρχης σφυρίξει την αναχώρηση».

«Ο παππούς είχε καθίσει στο παγκάκι πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού για το ίδρυμα. Αυθόρμητα πήγα και κάθισα δίπλα του. Εκείνος με κοίταξε και σαν να ξανάνιωσε, μ’ αγκάλιασε και φώναξε. Ήρθες γιε μου; Μάρθα! που είσαι Μάρθα, ήρθε το παιδί, Μάρθα! Μάρθα!»

«Εγώ τα έχασα, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω.  Τότε με πλησίασε διακριτικά μια κοπέλα,  που μετά έμαθα ότι ήταν του ιδρύματος και μου είπε να προσποιηθώ ότι ήμουν ο γιος του».

«Αυτό έκανα. Τον πήρα από το χέρι και μαζί βαδίσαμε προς το ίδρυμα. Δίπλα μου βάδιζε η κοπελιά. Όταν φτάσαμε ο παππούς  κάθισε στο σαλόνι που ήταν και οι άλλοι ηλικιωμένοι και φάνηκε να βυθίζεται και πάλι στον κόσμο του».

«Ευχαριστούμε πολύ» μου είπε η κοπέλα από το ίδρυμα, «αυτό που κάνατε ήταν πολύ ευγενικό και δώσατε χαρά σ’ αυτόν τον βασανισμένο παππού».

«Χαρά μου» απάντησα και αμέσως με αιχμαλώτισαν δύο κατάμαυρα μάτια. 

«Να σας συστηθώ, Αλέξης Αντωνίου, γιατρός. Κάνω το αγροτικό μου σε μια μικρή κωμόπολη. Ταξιδεύω πάντα με το τρένο και δεν σου κρύβω πως είμαι γνώστης της ιστορίας του παππού έτσι όπως μου την είχε διηγηθεί κάποιος συνεπιβάτης μου».

«Χαίρω πολύ. Μίνα Καλογήρου, τριτοετής φοιτήτρια ιατρικής. Εδώ γεννήθηκα και εδώ ζουν οι γονείς μου, οπότε έρχομαι συχνά να τους δω και συγχρόνως προσφέρω εθελοντική εργασία στο ίδρυμα».

«Ήπιαμε καφέ, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και από τότε είμαστε αχώριστοι».

«Ξέρω, ξέρω» είπε  η Λίζα «ότι τη μαμά την γνώρισες όταν εκείνη ήταν φοιτήτρια, αλλά όλη την υπόλοιπη ιστορία δεν την ήξερα».

«Τώρα λοιπόν έμαθες ότι εκείνο που είδα κάποτε από το παράθυρο ενός τρένου ήταν η αιτία  να αποφασίσω για την καριέρα μου. Ήθελα να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους που λες και κάποιος πήρε ένα σφουγγάρι και έσβησε όλα τα βιώματά τους, όλη τη ζωή τους. Ήθελα πλέον να ασχοληθώ με την έρευνα ανίατων ασθενειών και ειδικότερα με την χρόνια  νευροεκφυλιστική νόσο Αλτσχάιμερ. Τώρα μαζί με την ομάδα μου και σε συνεργασία με ερευνητικές ομάδες του εξωτερικού προσπαθούμε να βελτιώσουμε την υγεία αυτών των ασθενών.  Η επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ σ' αυτόν τον τομέα, αλλά διαρκώς πρέπει να ερευνούμε μέχρι να καταφέρουμε να παρατείνουμε το προσδόκιμο ζωής. 

«Φυσικά εκείνο το γεγονός στάθηκε η αιτία να γνωρίσω και την γυναίκα της ζωής μου, την μητέρα σου».

«Για μένα λέτε εσείς οι δυο;»

Αυτή  ήταν η συμμετοχή μου στο καινούργιο δρώμενο της Μαίρης  "Εικόνα και φράση". Στο blog της Γήινη ματιά  θα διαβάσετε και για τις υπόλοιπες συμμετοχές.





Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

Η κόρη του πύργου

 


Αρχές Φθινοπώρου βρέθηκα να οδηγώ το αυτοκίνητό μου προς Μάνη. Στη διαδρομή σκεφτόμουν πως ήμουν αρκετά τυχερή, γιατί δεν είχα δυσκολευτεί καθόλου να πείσω τον εκδότη του ταξιδιωτικού περιοδικού στο οποίο εργάζομαι να μου αναθέσει την φωτογράφιση των πύργων της.

Είχα από καιρό μελετήσει το θέμα και ήξερα πως ήταν διάσπαρτοι σε αρκετά χωριά της περιοχής, μερικοί σε καλή κατάσταση και ανακαινισμένοι, άλλοι μισογκρεμισμένοι και άλλοι να στέκουν αγέρωχοι περιμένοντας κάποιον να νοιαστεί για αυτούς.

Έφτασα στην περιοχή και οι πρώτοι πύργοι άρχισαν να γεμίζουν την ψηφιακή μου  μηχανή. Τους φωτογράφιζα σε διαφορετικές στιγμές της μέρας και έπαιζα με το φως προκειμένου να αποδώσω αυτό το μυστηριώδες που έκρυβαν. Για κάθε πύργο ρωτούσα και μάθαινα από τους ντόπιους κατοίκους τους θρύλους που τους ακολουθούσαν.

Μετά από μια βδομάδα συνεχούς δουλειάς πάνω στο θέμα έφτασα σε ένα παραθαλάσσιο μέρος. Τον πύργο του τον είδα από μακριά. Είχε σουρουπώσει και μου άρεσε το θέαμα. Έστεκε επιβλητικός μέσα στο άγριο τοπίο. Σταμάτησα το αυτοκίνητο, τον κοίταξα και του υποσχέθηκα πως την άλλη μέρα θα τον φωτογράφιζα. Μετά από αρκετές ώρες οδήγησης μου χρειαζόταν ένα καλό ντους και ξεκούραση. Το ξενοδοχείο μου τα πρόσφερε και τα δυο.

Το άλλο πρωί σηκώθηκα ξεκούραστη, αλλά για κακή μου τύχη έβρεχε και δεν κατάφερα να πάω για φωτογράφιση. Το απόγευμα όμως έβγαλε ήλιο και τα λίγα σύννεφα που ήταν στον ουρανό δεν προμήνυαν βροχή.

Ο πύργος απείχε από το χωριό ένα χιλιόμετρο περίπου, έτσι αποφάσισα να περπατήσω ως εκεί για να έχω μια καλύτερη εικόνα του χώρου που βρισκόταν. Πέρασα το λουράκι της φωτογραφικής μηχανής στο λαιμό μου πήρα  το τρίποδο και ξεκίνησα. 

Στο χωριό όλα τα σπίτια ήταν χτισμένα με πέτρα, τα περισσότερα ακατοίκητα τους χειμερινούς μήνες, αλλά έπαιρναν ζωή το καλοκαίρι. Αυτή την εποχή είχε ακόμη λίγους παραθεριστές που χαίρονταν για λίγο ακόμα τις ομορφιές του τόπου.

Φτάνοντας στον πύργο είδα πως ήταν σαν να φύτρωσε μέσα από τα απότομα και κοφτερά βράχια, έτσι όπως τα είχε φάει η αλμύρα και η αντάρα της φουρτουνιασμένης θάλασσας του χειμώνα.  Αμέσως έπιασα δουλειά. Πατώντας από βραχάκι σε βραχάκι που ήταν διάσπαρτα στη θάλασσα μπροστά του, άρχισα να φωτογραφίζω τον πύργο. Το αποτέλεσμα με ικανοποίησε πάρα πολύ. Αφού έβγαλα αρκετές από αυτή την πλευρά του πύργου, πήγα προς την πίσω. Εκεί το τοπίο άλλαζε λίγο. Η στεριά σχημάτιζε ένα μικρό φυσικό όρμο και η θάλασσα ήταν σαν να ξεκουραζόταν. Μερικές βαρκούλες δεμένες  λικνίζονταν νωχελικά. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να κατέβεις ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Αποφάσισα να το κατέβω για να φωτογραφίσω τον πύργο από χαμηλά ούτως ώστε να του δώσω πιο επιβλητικό ύψος.  

Όταν κατέβηκα το μονοπάτι που ήταν καμιά ογδονταριά μέτρα κάτω,  έστησα το τρίποδο, στερέωσα τη μηχανή και έπιασα αμέσως δουλειά. Το φως του ήλιου που πήγαινε προς τη δύση του ήταν ιδανικό για να αποδώσω αυτό που ήθελα. Απορροφήθηκα  με τη δουλειά. Η αλήθεια ήταν πως είχε σουρουπώσει και το συνειδητοποίησα όταν άκουσα τον θόρυβο της μηχανής μιας βαρκούλας που πλησίαζε να δέσει στον όρμο.  Τα σύννεφα στον ουρανό τώρα είχαν βαφτεί χρυσοκόκκινα, καθώς ο ήλιος είχε φύγει από τον ορίζοντα. Εντυπωσιασμένη από το θέαμα άρχισα να τα φωτογραφίζω. Μετά σκέφτηκα πριν φύγω να βγάλω και τις βαρκούλες στον όρμο μερικές φωτογραφίες.  

Η βάρκα που είχα ακούσει πριν, είχε δέσει και ο βαρκάρης της είχε πηδήσει στην στεριά. Κοιτούσε προς το μέρος μου. Έστρεψα το φακό μου προς την άλλη μεριά για λίγες ακόμη φωτογραφίες και όταν την ξανάστρεψα προς τις βάρκες είδα τον άνδρα να συνεχίζει να με παρακολουθεί κάνοντας άσεμνες χειρονομίες. Έκανα ζουμ στο φακό και κάτι στο βλέμμα του με τρόμαξε. Ήταν ένα άγριο βλέμμα, σαν αρπακτικού. Ώρα να φύγω σκέφτηκα.

Μάζεψα το τρίποδο και άρχισα να ανεβαίνω το μονοπάτι. Με την άκρη του ματιού μου είδα πως ο άνδρας τώρα ερχόταν προς το μέρος μου με γρήγορα βήματα. Όταν είχα φτάσει στα μισά του μονοπατιού εκείνος είχε αρχίσει να το ανεβαίνει. Κάλυπτε την απόσταση πολύ γρήγορα και αυτό άρχισε να με πανικοβάλλει. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν ένας απλός ψαράς από το χωριό και τίποτα άλλο. Με πλησίαζε όμως επικίνδυνα και από τον τρόπο που κάλυπτε την απόσταση κατάλαβα πως οι προθέσεις του να με συναντήσει δεν ήταν καλές.

Έφτασα στην κορυφή, εκείνος ήταν καμιά δεκαριά μέτρα πίσω μου. «Στάσου» μου φώναξε «δεν μπορείς να μου ξεφύγεις». Εκεί σιγουρεύτηκα πλέον για τις προθέσεις του. Σίγουρα θα με προλάβαινε και τότε ήμουν χαμένη. Τα πρώτα σπίτια του χωριού απείχαν καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο κάτω, δεν θα προλάβαινα να φτάσω εκεί για να ζητήσω βοήθεια και στο δρόμο δεν υπήρχε ψυχή. Το σκοτάδι ήρθε απότομα όπως συμβαίνει αυτή την εποχή.

Σε μια παρόρμηση της στιγμής χώθηκα μέσα στον πύργο από την πόρτα που έχασκε ορθάνοιχτη με την ελπίδα ότι εκείνος θα νόμιζε πως έφυγα με το αυτοκίνητο, που φυσικά δεν είχα, αφού είχα έρθει με τα πόδια και σιχτίρισα τον εαυτό μου γι’ αυτό.

Νωρίτερα είχα ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό του πύργου και είχα δει πως πέρα από ένα σωρό πέτρες και ξύλα πεταμένα δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στους πάνω ορόφους δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Η πόρτα του ήταν μια τεράστια πέτρα, όπως στους περισσότερους πύργους στη Μάνη, που τοποθετούσαν εσωτερικά για λόγους ασφαλείας και με ένα μηχανισμό την κυλούσαν και έκλεινε το άνοιγμα. Τώρα βέβαια μισογκρεμισμένη έχασκε εκεί στο πλάι. 

Το σκοτάδι μέσα στον πύργο ήταν απόλυτο. Ψηλαφώντας κρύφτηκα πίσω από το αγκωνάρι της πόρτας και περίμενα με κομμένη την ανάσα.

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και απέξω άκουσα βήματα να πλησιάζουν. Ο διώκτης μου κοντοστάθηκε για λίγο κάνοντας τις ελπίδες μου να αναπτερωθούν. Νόμιζα πως δεν θα έμπαινε μέσα, πως θα έφευγε. Μεγάλο λάθος.  Η τελευταία μου ελπίδα ότι θα κατευθυνόταν προς το σωρό από τις πέτρες ή στους πάνω ορόφους και μέσα στο σκοτάδι θα κατάφερνα να γλιστρήσω προς τα έξω, καταστράφηκε ολοσχερώς, καθώς μια δέσμη φωτός από φακό έλαμψε φωτίζοντας το δάπεδο λίγα μέτρα μπροστά μου. «Θέμα χρόνου να σε βρω» τον άκουσα να λέει «καμιά δεν μου γλυτώνει πόσο μάλλον εσύ που κρύφτηκες εδώ μέσα. Βλακώδες από μέρους σου, καθώς δεν έχεις που να κρυφτείς».

Ήμουν χαμένη. Έσφιξα το τρίποδο στα χέρια μου ως το μόνο όπλο που είχα για να αμυνθώ και περίμενα. Λίγο ακόμα και ο φακός θα του αποκάλυπτε την κρυψώνα μου. Και ναι ο φακός μου θάμπωσε τα μάτια. 

Τότε μια ριπή κρύου αέρα με βουή κάλυψε τον χώρο και ένα απόκοσμο ουρλιαχτό ακούστηκε. Δευτερόλεπτα πριν λιποθυμήσω θυμάμαι πως άκουσα ένα γδούπο σαν κάτι να έπεσε και μετά ένα σύρσιμο.  

Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα λιπόθυμη. Όταν συνήλθα  δεν κατάλαβα αμέσως που βρισκόμουν, ο φακός όμως που φώτιζε το δάπεδο αρκετά μέτρα μακριά από μένα με έκανε να συνειδητοποιήσω που ήμουν. Πάλι με έπιασε πανικός και κρατώντας την ανάσα μου αφουγκράστηκα μήπως ακούσω κάποιον ήχο. Τίποτα, απόλυτη σιωπή. Μην τολμώντας να κουνηθώ έμεινα κουλουριασμένη πίσω από το αγκωνάρι συντροφιά με κείνη τη δέσμη φωτός από το φακό που έμενε ακίνητη στο δάπεδο, ώσπου είδα το αχνό φως της αυγής να τρυπώνει μέσα στον πύργο.

Τότε με χίλιες προφυλάξεις βγήκα από την κρυψώνα μου. Στο χώρο δεν υπήρχε κανείς, μόνο ο φακός ήταν εκεί ακόμα αναμμένος. Δεν κάθισα να αναλύσω περισσότερο την κατάσταση βγήκα τρέχοντας και κατευθύνθηκα προς το χωριό. Έφτασα στο ξενοδοχείο με την ψυχή στο στόμα. Ευτυχώς η κοπέλα στη ρεσεψιόν δεν ήταν στο πόστο της, αλλιώς θα τρόμαζε με τα χάλια μου.  Μπαίνοντας στο δωμάτιό μου έβαλα το ταμπελάκι στην πόρτα «Μην ενοχλείται» και έπεσα ξερή για ύπνο.

Ξύπνησα αργά το απόγευμα με ένα τρομερό πονοκέφαλο. Σηκώθηκα έκανα ένα ντους και παρήγγειλα ένα ελαφρύ δείπνο.  Αφού έφαγα λίγο, ήπια ένα παυσίπονο και έπεσα πάλι για ύπνο χωρίς να αναλύσω τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Ο ύπνος τούτη τη φορά ήταν γεμάτος εφιάλτες.

Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκα για πρωινό στο ξενοδοχείο με ένα δίλλημα να με βασανίζει. Να πάω στην αστυνομία να καταγγείλω την απόπειρα βιασμού ή να μην το αναφέρω, αφού στην τελική για κάποιο λόγο αυτός το είχε μετανιώσει και είχε φύγει. Δεν άντεχα να αρχίσω να λέω τι είχα βιώσει, δεν ήμουν έτοιμη.  

Για να ξεφύγω λίγο πήρα την φωτογραφική μηχανή μου και κατευθύνθηκα προς τα σοκάκια του χωριού. Φωτογράφισα μερικά μπαλκόνια σωστά έργα τέχνης, βαριές ξύλινες πόρτες με περίτεχνα ρόπτρα, δυο γιαγιάδες που καθάριζαν φασολάκια μέσα στην αυλή τους, μερικούς βασιλικούς φυτεμένους σε ζωγραφισμένους τενεκέδες και κάμποσα πιτσιρίκια που έπαιζαν στο προαύλιο του σχολείου τους.

Είχε μεσημεριάσει και κατευθύνθηκα σε ένα γραφικό ταβερνάκι για να φάω. Κάθισα και παρήγγειλα μία πίτα σπεσιαλιτέ του μαγαζιού και μία σαλάτα. Μέχρι να μου τα φέρουν χάζευα τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει, όταν άκουσα κάποιον να λέει να δυναμώσουν την τηλεόραση για να μάθουν νεότερα για το έγκλημα. Ασυναίσθητα στράφηκα προς την τηλεόραση και άκουσα τον δημοσιογράφο να λέει:

«Έχουμε νεότερα για την ταυτότητα του  άντρα που βρέθηκε στραγγαλισμένος με ένα σύρμα περασμένο στο λαιμό του σ’ έναν εγκαταλελειμμένο πύργο στη Μάνη. Πρόκειται γι’ έναν κάτοικο της περιοχής. Υπενθυμίζουμε ότι ο εν λόγω άντρας βρέθηκε χθες το μεσημέρι από μία παρέα περιηγητών που μπήκαν να δουν το εσωτερικό του πύργου. Ο ιατροδικαστής είπε πως ο θάνατός του  έγινε μεταξύ οκτώ με εννιά το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα στο θύμα βρέθηκε ένας φακός που ήταν ακόμα αναμμένος και έφερε τα αποτυπώματα του θύματος. Για ότι νεότερο θα επανέλθουμε».

Όλη αυτή την ώρα που μιλούσε ο δημοσιογράφος σ’ ένα μικρό παράθυρο στην οθόνη της τηλεόρασης ήταν η φωτογραφία του θύματος. Πάγωσα! Το θύμα ήταν ο άντρας που με καταδίωξε το βράδυ που ανέφεραν ότι τον σκότωσαν. "Μα εγώ το πρωί που έφυγα από εκεί δεν υπήρχε κανένα πτώμα. Το μόνο που υπήρχε ήταν ο αναμμένος φακός, ήμουν σίγουρη".

Μετά από λίγο διακόπτοντας το πρόγραμμά της η τηλεόραση ανέφερε ότι το θύμα χαρακτηριζόταν ως μοναχικό άτομο και πως στο παρελθόν είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση δύο ετών για τον βιασμό μιας τουρίστριας σε ερημική περιοχή του χωριού. Πάντως συνέχισε ο δημοσιογράφος στον συγκεκριμένο πύργο από τότε που έμεινε ακατοίκητος εδώ και πενήντα χρόνια έχουν γίνει άλλοι τρεις φόνοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τα θύματα ήταν στραγγαλισμένα με σύρμα και οι φόνοι δεν εξιχνιάστηκαν ποτέ.

«Αυτή το έκανε» είπε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, «η κόρη του πύργου. Όλους τους φόνους στον πύργο αυτή τους έκανε, έτσι έλεγε ο παππούς μου".

«Ποια αυτή» ζήτησε να μάθει ένα ζευγάρι από το διπλανό τραπέζι που δεν φαίνονταν ντόπιοι.

Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας δεν ήθελε και πολύ και άρχισε να διηγείται τον θρύλο που συνόδευε τον πύργο.

«Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο πύργος κατοικείτο από τον πλουσιότερο άρχοντα της περιοχής με την φαμίλια του. Παιδιά, νύφες, εγγόνια όλοι μονιασμένοι και αγαπημένοι. Κάποια μέρα όλη η οικογένεια ετοιμάστηκε και κατέβηκε στον μικρό όρμο που είναι κάτω από τον πύργο για να θαυμάσουν το καινούργιο τρεχαντήρι του πρωτότοκου που μόλις είχε φτάσει.  Στα μισά του μονοπατιού η μικρότερη κόρη γύρισε πίσω να πάρει ένα ζεστό ρούχο γιατί στη φούρια της να δει το σκαρί έφυγε χωρίς αυτό και τώρα κρύωνε. Μέσα στη χαρά τους κανείς δεν κατάλαβε πως το κορίτσι δεν είχε γυρίσει κοντά τους.  Όταν επέστρεψαν στο πύργο  βρήκαν το κορίτσι νεκρό με ξεσκισμένα ρούχα, κακοποιημένο σεξουαλικά και στραγγαλισμένο με ένα σύρμα.  Οι δικοί της θεώρησαν ότι το κακό το είχε κάνει κάποιος από τους γιους του ισχυρότερου άντρα του διπλανού χωριού, καθώς είχαν προστριβές μεταξύ τους και για άλλες αιτίες. Όπως ήταν αναμενόμενο ξέσπασε βεντέτα. Και από τις δυο οικογένειες χάθηκαν πολλοί και όσοι γλύτωσαν πήραν το δρόμο της ξενιτιάς. Τώρα κανένας δεν ξέρει αν ανάμεσα σ’ όλους αυτούς που χάθηκαν ήταν και ο φονιάς. Πάντως λένε πως το αδικοχαμένο κορίτσι τριγυρνάει ακόμα στον πύργο υπερασπιζόμενο κάθε γυναίκα που μπαίνει στο πύργο και  απειλείται η ζωή της».

Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο. Πλήρωσα και γύρισα στο ξενοδοχείο. Άρχισα να σκέφτομαι τα γεγονότα που είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ αλλά και το πρωί που έφυγα από εκεί. Ήμουν σίγουρη πως όταν έφυγα από τον πύργο δεν είχα αφήσει κανένα πτώμα πίσω μου. Πριν ξεμυτίσω από την κρυψώνα μου είχα κοιτάξει καλά τον χώρο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τον αναμμένο φακό.

Σκέφτηκα να πάω στην αστυνομία, αλλά πάλι ώρα ήταν να κατηγορηθώ για ένα φόνο που δεν είχα κάνει. Θα μου έλεγαν γιατί δεν κατήγγειλα αμέσως το γεγονός αλλά αντί γι’ αυτό  είχα κοιμηθεί  ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο.

Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκα για πρωινό και είδα πως το ξενοδοχείο είχε γεμίσει με τηλεοπτικά συνεργεία που ήρθαν να καλύψουν το γεγονός γιατί όλα αυτά με τους θρύλους για την κόρη του πύργου είχαν εξάψει την φαντασία του κοινού.

Παρήγγειλα καφέ και βυθίστηκα στις σκέψεις μου χαϊδεύοντας αφηρημένα ένα άσπρο τριαντάφυλλο που ήταν στο βαζάκι πάνω στο τραπέζι μου. Από τις σκέψεις μου με έβγαλαν τα τηλεοπτικά συνεργεία που ετοιμάζονταν να πάνε στον πύργο για να κάνουν απευθείας μετάδοση από κει. Αμέσως έτρεξα στο δωμάτιό μου πήρα την φωτογραφική μου μηχανή, κρέμασα στο λαιμό μου το καρτελάκι με το όνομα του περιοδικού που εργαζόμουν και ακολούθησα με το αμάξι μου τα συνεργεία. 

Όταν φτάσαμε στον πύργο εκείνοι έστησαν τις κάμερες και άρχισαν τη μετάδοση. Μετά μπήκαν στο εσωτερικό του πύργου και συνέχισαν. Τους ακολούθησα μέσα. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Το μόνο που έλειπε ήταν ο φακός και φυσικά το πτώμα που είχαν βρει αφού η αστυνομία είχε ολοκληρώσει τις έρευνες. Οι κάμεραμαν και οι δημοσιογράφοι άρχισαν να ανεβαίνουν στους πάνω ορόφους για να δείξουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του πύργου. Εγώ έμεινα στο ισόγειο.

Ξαφνικά ένα κρύο αεράκι κάλυψε τον χώρο και ασυναίσθητα έσφιξα την ζακέτα μου, βάζοντας τα χέρια μου στις τσέπες. Άγγιξα το τριαντάφυλλο που χωρίς να το καταλάβω το είχα βάλει στην τσέπη μου. Αυθόρμητα το πήρα και το απίθωσα σ’ ένα πρεβάζι του τοίχου. Δευτερόλεπτα μετά το είδα να αιωρείται για λίγο μπροστά μου.

 "Σ' ευχαριστώ" ψιθύρισα. 

Το τριαντάφυλλο με άγγιξε απαλά στο πρόσωπο και μετά το είδα να κατευθύνεται αιωρούμενο προς την σκάλα. 

Η κόρη του πύργου ήταν εδώ! 

  



Αυτή είναι η συμμετοχή μου στην μίνι σκυτάλη #3 που διοργανώνει η Μαίρη 

από τη Γήινη ματιά. Ακολουθείστε τον σύνδεσμο για να διαβάσετε

και τις υπόλοιπες συμμετοχές.



Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Θάλασσα

Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;

Μην το βλέπετε μικρό. Αυτό μπορεί να σε ταξιδέψει 

σε θάλασσες και ωκεανούς, 

μα προπάντων σ' όλα τα ταξίδια του νου!


Με λίγα θαλασσόξυλα και δυο αστερίες έφτιαξα μια όμορφη σύνθεση για το καλωσόρισμα στην είσοδο του εξοχικού.


Με το πινακάκι αυτό παίρνω μέρος στην πρόσκληση της Mia με θέμα την Θάλασσα.
Στον πιο κάτω σύνδεσμο μπορείτε να δείτε και τις υπόλοιπες συμμετοχές



Καλά ταξίδια!

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Για τον πατέρα μου

 



Έλα πατέρα, άκου το αηδόνι κελαηδάει,

πάνω στον πλάτανο της αυλής μας.

Το γυάλινο κανάτι με το δροσερό νερό

από την λιθόχτιστη  βρύση  μας σε περιμένει.

Κλείσε τα φτερά αγγέλου που φοράς

και κάθισε κοντά μου.

Πες μου πάλι παραμύθια με θεούς και ημίθεους.

Πες μου για ήρωες που παλεύουν με άγρια θηρία.

Κάτσε κοντά μου ως το βράδυ

να μου δείξεις και πάλι την Μικρή Άρκτο.

Να ξαναθυμηθώ  τους δρόμους που μου χάραζες.

Αυτούς τους δρόμους προσπάθησα να τους διαβώ,

όπως εσύ με σημαία το δίκιο και την ανθρωπιά.

Ακόμα προσπαθώ και σε σκέφτομαι.


Σήμερα 20 Ιουνίου είναι η γιορτή του πατέρα.

 Το ποίημα γράφτηκε για την γιορτή του πατέρα

 και την πρόσκληση της "αλατοπαρέας".

Αν θέλετε  μπείτε εδώ και να διαβάσετε και άλλα

ποιήματα.

Χρόνια πολλά στους μπαμπάδες σας

και εμείς που δεν τους έχουμε μαζί μας να είμαστε καλά

να τους θυμόμαστε με αγάπη.



Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Με ένα ποδήλατο

 


(έργο της Carolee Clark)


Με ένα ποδήλατο κάποτε  κόντρα στον άνεμο

ρουφούσα την ζωή.

Με ξέμπλεκα μαλλιά να ανεμίζουν σαν τα στάχυα,

μάζευα  Ανατολές.

Μαζί  του  στα πρώτα ραντεβού, στα κλεφτά φιλιά

σε  έρωτες κεραυνοβόλους, σε  χτυποκάρδια τρελά.

Με  ορθοπεταλιές  με έμαθε να  ξεπερνώ

της  ζωής τις ανηφόρες

και τώρα να αναπολώ  μόνο  αναμνήσεις  γλυκές .

Ε.Φ.


Σήμερα 3 Ιουνίου είναι παγκόσμια ημέρα ποδήλατου.

υ.γ. Το ποίημα προέκυψε από μία συγγραφική πρόσκληση στην "Αλατοπαρέα" .

Μπορείτε να δείτε και άλλα ποιήματα εδώ.



Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Καλό μήνα

 


Είμαι ο Ιούνιος! Ήρθα γεμάτος ιδέες  για να περάσετε όμορφα μαζί μου.  Πάμε λοιπόν μαζί να  περπατήσουμε ξυπόλητοι στην άμμο. Να φτιάξουμε κάστρα εκεί που σκάει το κύμα.

Να παίξουμε ρακέτες. Να φάμε παγωτό χωνάκι. Να κόψουμε άσπρα κρινάκια από αυτά που φυτρώνουν στην καυτή άμμο.

Να φάμε μια φέτα καρπούζι και τα ζουμιά του να τρέξουν στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά μας.

Να πιούμε το ουζάκι μας δροσισμένο με δυο παγάκια σ’ ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι.

Να γευτούμε βανίλια-υποβρύχιο στο παραδοσιακό καφενείο του χωριού κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο δίπλα στην πετρόχτιστη βρύση.

Μπορείτε επίσης να χαρείτε όμορφα ηλιοβασιλέματα. Να πάτε σε θερινά σινεμά που μοσχομυρίζουν γιασεμί. Να κάνετε βαρκάδα συντροφιά με το ολόγιομο φεγγάρι.

Θα μου πείτε δεν μπορείτε να τ’ απολαύσετε όλα αυτά γιατί έχετε έγνοιες, στενοχώριες, δυσκολίες. Αυτά τα ξέρω, όμως μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε, που λέει και το τραγούδι.

Καλό μήνα, καλό καλοκαίρι φίλες και φίλοι. Παρά τις δυσκολίες μερικές μικροχαρές μπορούμε να τις απολαύσουμε.





Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Μεγαλώνω;


 

Αφού το λέει ο Albert Einstein κάτι θα ήξερε!

Το τηρώ!

Γενέθλια σήμερα!

Σας ευχαριστώ φίλες και φίλοι μου για τις πολλές ευχές σας για την γιορτή μου και φυσικά για τα γενέθλια.

Φιλάκια πολλά!

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Καλή Ανάσταση

 Αγαπημένες φίλες και αγαπημένοι φίλοι

σας εύχομαι Καλή Ανάσταση, υγεία και ευημερία!

Η γιορτή της αγάπης ας ζεστάνει τις καρδιές μας.



Καλό μήνα!

Φιλάκια πολλά!

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Καλό μήνα

 


«Καλώς σας βρήκα!

Είμαι ο Μάρτιος και δεν σας κρύβω ότι φέτος ήρθα λίγο μουδιασμένος με όλα αυτά που συμβαίνουν. Εγώ πάντως έχω όλη την καλή διάθεση να κάνω το καθήκον μου που είναι να ξυπνήσω την φύση, να ζεστάνω την ατμόσφαιρα για να ανθίσουν σιγά σιγά τα λουλούδια, να ζωντανέψω τα ζωάκια που είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη και τόσο άλλα. 

Όμως οι καιροί είναι δύσκολοι,  γι’ αυτό θα ήθελα να σας συμβουλέψω και να σας επιστήσω την προσοχή.

Εγώ θα προσέχω τα λουλούδια μου μην κακοπάθουν από τον χιονιά, αλλά και εσείς πρέπει να προσέχετε τα δικά σας "λουλούδια"  και "βλαστάρια" γιατί εκεί έξω παραμονεύουν άγριες μέλισσες.

Θα προστατέψω τα ζωάκια που θα ξυπνήσουν από τη χειμερία νάρκη, αλλά και εσείς πρέπει να προστατεύετε τους αθώους "αμνούς" σας από τους κακούς "λύκους" που παραμονεύουν σε κάθε απόμερο σοκάκι.

Θα μεγαλώσω τις ημέρες σας, θα τους δώσω περισσότερο φως, όμως εσείς θα πρέπει να προσέχετε τα σκοτάδια που κυβερνούν τις ψυχές των κακών ανθρώπων.

Κάπου κάπου θα ρίχνω δάκρυα σαν μπόρα για να δροσίζω τη γη, αλλά σε σας θα ευχηθώ να μην δω τα μάτια σας δακρυσμένα. 

Όταν περνά η μπόρα θα βγάζω το ουράνιο τόξο με όλα του τα χρώματα  για να χρωματίσετε όπως θέλετε τη ζωή σας και τα όνειρά σας.

Εύχομαι να περάσετε όμορφα κατά την διάρκεια των ημερών μου».















Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Ναυαγισμένη ζωή

 


Η Δανάη και ο Ορέστης κάνοντας το μεσημεριανό τους διάλειμμα,  κατέβηκαν στο coffee island  στον πεζόδρομο στο κέντρο του Πειραιά,  να πάρουν ένα καφέ στο πόδι πριν γυρίσουν στο περιοδικό που δούλευαν.

Εκεί δίπλα ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος καθόταν κατάχαμα. Στήριζε την πλάτη του  σ’ ένα ξύλινο καρότσι που ισορροπούσε πάνω σε δύο ρόδες. Ήταν  γεμάτο χαρτόκουτα και τενεκεδάκια αναψυκτικών. Το πρόσωπο του άντρα ήταν αυλακωμένο από βαθιές ρυτίδες και τα μαλλιά του μακριά και ατημέλητα. Τα ρούχα του στην ίδια κατάσταση. Ένα γκριζόασπρο μουστάκι  και  μούσι ολοκλήρωναν την όψη του. Η ματιά του ήταν καλοσυνάτη και καθαρή. Αυτή η ματιά έκανε την Δανάη να τον ρωτήσει.

«Κύριε να σας κεράσουμε ένα καφέ;». Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του γεμάτο απορία και το κάρφωσε πάνω στη Δανάη.

«Να ’ξερες  πόσα χρόνια έχω να ακούσω κάτι τέτοιο κοπέλα μου. Σ’ ευχαριστώ.  Ένα νεράκι μόνο. Δεν έχω βάλει τίποτα στο στόμα μου σήμερα  και ο καφές θα με πειράξει».

«Αργύρη, ένα νερό και εκτός από τα καφεδάκια ψήσε μας και τρία τοστ, παρήγγειλε ο Ορέστης και κάθισαν με την Δανάη σε δύο καρέκλες του μαγαζιού που ήταν στον πεζόδρομο, κοντά στον άντρα.

«Είμαι η Δανάη, δημοσιογράφος σε ένα περιοδικό οικονομικού περιεχομένου και απ’ εδώ ο Ορέστης  φωτογράφος. Εσάς πως σας λένε;» ρώτησε η Δανάη που ξύπνησε  το δημοσιογραφικό δαιμόνιο μέσα της.

«Προκόπη με λένε, αλλά προκοπή δεν έκανα!» απάντησε εκείνος χαμογελώντας ειρωνικά δείχνοντας το χάλι του. «Όμως δεν ήμουν πάντα έτσι, κοπέλα μου».

«Τι σας συνέβη κύριε Προκόπη, αν επιτρέπετε;»

«Πολλά κοπέλα μου» άρχισε εκείνος νιώθοντας την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον. «Δεν είμαι πειραιώτης, κατάγομαι από μία παραθαλάσσια πόλη της Πελοποννήσου, κι εκεί έμενα μέχρι πριν λίγα χρόνια. Διατηρούσα ένα κατάστημα με είδη προικός. Όλα άρχισαν το 2009 με την οικονομική κρίση.  Η δουλειά τότε μειώθηκε και η φορολογία διπλασιάστηκε, όπως πολύ καλά θα ξέρετε αφού δουλεύετε  σε οικονομικό περιοδικό. Με κόπο έβγαζα τα έξοδα του μαγαζιού και του σπιτιού και αρχίσαμε να τρώμε από τα έτοιμα. Ευτυχώς που είμαστε μόνο δύο άτομα, η γυναίκα μου και εγώ και τα κουτσοκαταφέρναμε. Παιδιά δεν αποκτήσαμε. Δυστυχώς κάποια στιγμή η γυναίκα μου αρρώστησε, καρκίνος στον πνεύμονα και την έχασα πριν από έξι χρόνια, είπε και σκούπισε ένα δάκρυ με το  μανίκι του. Την έχασα την Πηνελόπη μου.  Με την  αρρώστια της εξανεμίστηκαν και οι τελευταίες οικονομίες μας. Έκλεισα το μαγαζί, γιατί έπρεπε να εγκατασταθούμε στην Αθήνα, προκειμένου να είμαστε κοντά σε νοσοκομεία για τις χημειοθεραπείες, βλέπεις εμείς στην επαρχία είμαστε πολίτες τρίτης κατηγορίας στη νοσοκομειακή περίθαλψη. Τα νοσοκομεία εκεί είναι μόνο για πρωτοβάθμια περίθαλψη. Ούτε γιατρούς έχουμε για σοβαρά περιστατικά, ούτε ιατρικό εξοπλισμό. Για να καλύψω τα έξοδα  σε γιατρούς και νοσοκομεία, αναγκάστηκα να πάρω δάνειο βάζοντας υποθήκη το σπίτι. Το έχασα και αυτό. Μου το έβγαλε σε πλειστηριασμό η τράπεζα και έτσι έμεινα στο δρόμο, λίγο πριν τη σύνταξη. Μετά το θάνατό της ξαναγύρισα στην πόλη μου. Προσπάθησα να ορθοποδήσω. Στην αρχή με βοήθησαν κάποιοι συγγενείς, αλλά πόσο να προσφέρουν και αυτοί, έρχεται η ώρα που βαρυγκωμούν. Έχουν να κοιτάξουν και κείνοι τις οικογένειές τους. Έτσι από ντροπή περισσότερο ήρθα στην Αθήνα, να «χαθώ» μέσα στο πλήθος. Προσπάθησα να βρω δουλειά. Δεν βρήκα. Δύσκολα δίνουν δουλειά σε κάποιον στην ηλικία μου. Έτσι κατάντησα άνεργος και άστεγος. Τουλάχιστον εδώ  είμαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων, δεν μου δίνουν σημασία ή στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να τύχει  να με κοιτάξουν με περιφρόνηση όταν η ματιά των «καθώς πρέπει»   πέσει επάνω μου. Στον τόπο μου όμως που σε ξέρουν, σε δείχνουν με το δάχτυλο, όταν ξεπέσεις οικονομικά, χωρίς να εξετάζουν τα αίτια που σε οδήγησαν σ’ αυτό. Η χρεοκοπία, κοπέλα μου, είναι εφιάλτης. Πέρα από τα υλικά αγαθά, χάνεις και την αξιοπρέπειά σου και έχεις και το στίγμα του αποτυχημένου να σε βασανίζει».

«Πως είναι τώρα η ζωή σας;»

«Δύσκολη! Ένας βήχας τον τυράννησε για λίγο και αφού ήπιε μια γουλιά νερό συνέχισε. Κατ’ αρχάς είμαι άστεγος, όπως είπα. Ο άστεγος έχει να αντιμετωπίσει πολλά, την παγωνιά, την υγρασία και το χειρότερο όλων τη βροχή, αν δεν έχει βρει το σωστό καταφύγιο. Στην αρχή τριγυρνούσα στα σοκάκια της Αθήνας, αλλά πέρα των άλλων μου έλειπε και η θάλασσα, έτσι κατέβηκα στον Πειραιά.  Στην αρχή είχα  βρει καταφύγιο σ’ ένα  εργοστάσιο,  που είχε βάλει λουκέτο και που ευτυχώς δεν το είχαν ανακαλύψει πολλοί. Το λέω αυτό γιατί τη νύχτα είναι άγρια τα πράγματα. Έξω κυκλοφορούν πάσης φύσεως άνθρωποι, νεοάστεγοι λόγω ανεργίας ή χρεών  που είναι σαν εμένα, αλλά και άλλοι που είναι επικίνδυνοι και πρέπει να φυλάγομαι από αυτούς.».

«Γιατί δεν πάτε σε κάποια από τις στέγες του δήμου να μείνετε;»

«Πηγαίνω κάποιες φορές για να κάνω ένα μπάνιο, αλλά πιστέψτε με δεν είναι καλά εκεί. Γίνονται τσακωμοί μεταξύ μας και πρέπει να κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοικτό, που λέει ο λόγος. Τα πράγματα φαίνονται ωραία όταν κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα  πάτε εσείς οι δημοσιογράφοι στους ξενώνες και προβάλλετε το έργο των πολιτικών και του δημάρχου και τους φωτογραφίζετε με τους άστεγους, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και ούτε λύνονται έτσι τα προβλήματά μας. Άλλες υποδομές πρέπει να κάνει το κράτος, κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνετε στο εξωτερικό. Τις προάλλες έπεσε τυχαία στα χέρια μου μια εφημερίδα και διάβασα ένα άρθρο που αφορούσε τους άστεγους της Φιλανδίας. Εκεί  η πολιτεία έφτιαξε συγκροτήματα διαμερισμάτων για τους άστεγους  και τους παραχωρεί μόνιμη στέγη, ενώ κοινωνικοί λειτουργοί τους βοηθούν να βρουν δουλειά και να ενταχθούν πάλι στην κοινωνία. Εν αντιθέσει με εδώ που η πολιτεία και η κοινωνία σε αντιμετωπίζουν σαν σκουπίδι.  Επικρατεί η άποψη στο μυαλό πολλών ότι η κοινωνία των αστέγων αποτελείται από ναρκομανείς, αλκοολικούς, τζογαδόρους, τεμπέληδες, ψυχοπαθείς και παρανόμους. Μια μερίδα αποτελείται από αυτούς, όμως υπάρχουμε κι εμείς. Άνθρωποι επαγγελματίες, μορφωμένοι που χάσαμε τη δουλειά μας, που έχουμε αξίες, ιδανικά, όνειρα, ελπίδες και που θέλουμε κάποια στιγμή να επανέλθουμε στην κανονική ζωή. Εγώ γι’ αυτό κάνω αυτή τη δουλειά. Σηκώνομαι από τα χαράματα να μαζέψω από τους κάδους ότι χρήσιμο υπάρχει και το πουλάω  για λίγα ευρώ. Προσπαθώ να βγάζω λίγα χρήματα για τις ολιγαρκείς ανάγκες μου για να μην αναγκαστώ να ζητιανέψω, δεν θα το άντεχα αυτό. Ντρέπομαι…"

"Που μένετε τώρα;"

"Όπως σου είπα έμενα σε κείνο το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο με  δυο τρεις άλλους, αλλά γρήγορα το ανακάλυψαν και άλλοι. Μαζευτήκαμε πολλοί και ένα βράδυ μια ομάδα ναρκομανών μας την «έπεσε», μαχαίρωσαν κάποιον για να του πάρουν τα λίγα ευρώ που είχε. Με έπιασε απελπισία, έπρεπε να βρω άλλο στέκι. Για καλή μου τύχη μια μέρα εκεί που έψαχνα για ντενεκεδάκια αναψυκτικών στην παραλία, είδα ένα σκαρί, γερμένο σαν να ξεκουραζόταν μετά από τα ταξίδια του. Σήκωσα το κεφάλι μου να το καμαρώσω και εκείνο  μου αιχμαλώτισε την ψυχή. Στην πλώρη του με ξεθωριασμένα από την αλμύρα γράμματα διάβασα το όνομά του, «Πηνελόπη», το όνομα της γυναίκας μου. Το θεώρησα σημάδι απ’ εκείνη. Στην πρύμνη του έχασκε μια μεγάλη τρύπα και απ’ εκεί μπήκα στο εσωτερικό του. Τα μισοσαπισμένα ξύλα του έτριζαν κάτω από τα πόδια μου σε κάθε μου βήμα. Όσο προχωρούσα προς την πλώρη, το σκαρί ήταν σε καλλίτερη κατάσταση και πρόσεξα πως ήταν στεγνά, κάτω από την τιμονιέρα, παρόλο που είχε βρέξει το βράδυ. Από κείνη την ημέρα έγινε το σπίτι μου. Κάθε βράδυ γύρω στο σούρουπο με χίλιες προφυλάξεις μπαίνω στην κοιλιά του και απαγκιάζω". Άλλος ένας επίμονος βήχας τον έκανε να σταματήσει για λίγο την αφήγησή του.

"Φάτε και το τοστ σας κύριε Προκόπη, θα κρυώσει…"

"Έχω συνηθίσει το κρύο φαί, συνέχισε με πίκρα. Πηγαίνω στα συσσίτια και βολεύομαι, να είναι καλά οι άνθρωποι, γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που μας σκέφτονται. Σας ευχαριστώ παιδιά μου για το κέρασμα, ώρα να πηγαίνω".

"Τι μπορούμε να κάνουμε για σας; Δεν είμαστε πλούσιοι, ένα μισθό που μόλις καλύπτει τις ανάγκες μας έχουμε, αλλά μια μικρή βοήθεια μπορούμε να σας προσφέρουμε, ίσως κάτι ζεστό, μια κουβέρτα, ένα μπουφάν, ο χειμώνας έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια του".

«Η αλήθεια είναι ότι μαζεύω χρήματα να αγοράσω ένα σλίπινγκ μπαγκ, γιατί το προηγούμενο που μας είχε μοιράσει μια φιλανθρωπική οργάνωση μου το έκλεψαν, αλλά μην ξοδεύεστε. Σας ευχαριστώ».

«Κοίτα σύμπτωση», είπε η Δανάη, «έχω ένα που δεν το χρειάζομαι, θα σας το δώσω ευχαρίστως, τζάμπα πιάνει χώρο στην ντουλάπα μου. Λοιπόν σήμερα είναι Παρασκευή, ελάτε πάλι εδώ την Δεύτερα κατά τις 12 να σας το δώσω".

«Καλά αν είναι έτσι, θα περάσω» τους είπε και βήχοντας απομακρύνθηκε σέρνοντας με κόπο το καρότσι του.

«Θα σας περιμένω, και σας παρακαλώ πηγαίνετε στο κοινωνικό φαρμακείο να πάρετε κάτι για τον βήχα σας,  είναι πολύ επίμονος".

«Αλήθεια, δεν ήξερα ότι έκανες κάμπινγκ» της είπε ο Ορέστης μόλις απομακρύνθηκε ο Προκόπης.

«Δεν έκανα, πως σου ήρθε;»

«Και το σλίπινγκ μπαγκ ;»

«Α! θα το αγοράσω…»

«Μαζί θα το αγοράσουμε, θα τσοντάρω κι εγώ».

Ο Προκόπης σέρνοντας τα βήματά του έφτασε εκεί που πουλούσε ότι  μάζευε κάθε μέρα, άφησε το καρότσι του και αφού πέρασε να πάρει κάτι να φάει από το συσσίτιο τράβηξε για το στέκι του. Τσίμπησε λίγο από το φαγητό και ξάπλωσε. Ο βήχας είχε γίνει πιο έντονος και νόμισε πως είχε  πυρετό. Σε λίγο θες  από την κούραση, θες από τον πυρετό τον πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος όμορφος αφού είδε πως καθόταν στο τιμόνι της «Πηνελόπης» έχοντας στο πλευρό του την γυναίκα του και ταξίδευαν μαζί σε καταγάλανα νερά…

~//~

Την Δευτέρα η Δανάη κατέβηκε από το γραφείο στο πεζόδρομο για να συναντήσει τον Προκόπη, όμως  εκείνος δεν φάνηκε. «Ίσως έρθει αύριο», της είπε ο Ορέστης. Ούτε και την Τρίτη όμως φάνηκε.

«Ορέστη ανησυχώ, μήπως έπαθε κάτι; Ήταν και αυτός ο βήχας. Μπορεί να είναι άρρωστος".

«Ίσως» της είπε ο Ορέστης «κοίτα το απόγευμα μόλις σχολάσουμε θα πάμε με την μηχανή μου να τον βρούμε».

«Που όμως; Δεν μας είπε που μένει συγκεκριμένα…»

«Ξέρω δυο τρία μέρη με παλιά σκαριά. Πηγαίνω εκεί και βρίσκω υλικό για τις φωτογραφίες μου. Κάπου θα τον βρούμε».

Στο πρώτο μέρος δεν στάθηκαν τυχεροί, ούτε στο δεύτερο, στο τρίτο είδαν από μακριά ένα σκαρί λουσμένο με ένα μουντό ηλιοβασίλεμα. Το πλησίασαν και βεβαιώθηκαν ότι είχαν έρθει στο σωστό μέρος όταν διάβασαν το όνομα στο σκαρί, «Πηνελόπη».

Από την τρύπα που έχασκε στην πρύμνη μπήκαν μέσα και τον φώναξαν. Απόκριση δεν πήραν. Άναψαν τον φακό του κινητού και κοίταξαν στο βάθος του σκάφους. Και τότε τον είδαν κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Έτρεξαν κοντά του. Όταν τον άγγιξαν κατάλαβαν πως ήταν αργά για κείνον. Στα κοκκαλωμένα χέρια του κρατούσε την φωτογραφία της γυναίκας του.

Κάλεσαν ασθενοφόρο. Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε πως είχε πεθάνει πριν από είκοσι τέσσερις ώρες από παθολογικά αίτια, αποκλείοντας την εγκληματική ενέργεια.

Μία εβδομάδα μετά η Δανάη δημοσίευσε ένα άρθρο για  τους άστεγους, θύματα της οικονομικής κρίσης, στην οποία συμπεριέλαβε και την άτυπη συνέντευξη που πήρε από τον Προκόπη με τίτλο: «Άραγε η αναλγησία του κράτους θεωρείται εγκληματική ενέργεια;»

[Αυτή είναι η συμμετοχή μου στην «μίνι σκυτάλη» ένα δρώμενο που διοργανώνει η Μαίρη που έχει το blog https://ghinimatia.blogspot.com/  Όσοι λαμβάνομαι μέρος  παίρνουμε έμπνευση από  εικόνες που μας δίνει η Μαίρη μετά από κλήρωση. Η εικόνα που έτυχε σε μένα ήταν αυτό το όμορφο σκαρί το λουσμένο με ήλιο].