Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Ο λιθοξόος

Κάποτε ήταν ένας λιθοξόος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτόν του και την ζωή του.




Μια μέρα περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.

«Πόσο σπουδαίος να είναι αυτός ο έμπορος!» σκέφτηκε με ζήλια και ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν τον έμπορο.

Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως μεταμορφώθηκε σε έμπορο, απολαμβάνοντας τις πολυτέλειες και την ισχυρή επιρροή, μα και την ζήλια των πιο πτωχών απ’ αυτόν.

Σύντομα, ένας σημαντικός προύχοντας πέρασε από τον δρόμο, που τον μετέφεραν σε σέντια και συνοδευόμενος από στρατιωτικούς. Όλοι, όσο πλούσιοι κι αν ήταν, υποκλίνονταν μπροστά του.



«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο προύχοντας!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν προύχοντας!»

Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ισχυρό προύχοντα, που όλοι φοβούνταν αλλά και μισούσαν.

Ήρθε το καλοκαίρι και οι πολύ ζεστές ημέρες, κι ο προύχοντας ένιωθε άβολα μέσα στην σέντια του. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο και σκέφτηκε «πόσο ισχυρός είναι ο ήλιος! Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»

Αμέσως έγινε ο ήλιος, να λάμπει πάνω από τον κόσμο, να λατρεύεται και να θαυμάζεται από τους ανθρώπους, αλλά και να καταριέται από τους αγρότες -που τους έκαιγε τα σπαρτά- και από τους εργάτες που υπέφεραν κάνοντας την εργασία τους.

Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, εμποδίζοντας τον να λάμψει παντού πάνω στη γη.



«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν σύννεφο!»

Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ μαύρο σύννεφο, που πλημμύριζε με το νερό του τα σπαρτά και τα χωρία κι όλοι το καταριόνταν.

Μα σύντομα κατάλαβε ότι παρασέρνονταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.

«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν ο άνεμος!»

Αμέσως έγινε ο άνεμος, να φυσάει μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας τις σκεπές των σπιτιών, κι όλοι να τον καταριόνται.

Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε ένα θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την δύναμη του ανέμου.

«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο βράχος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν βράχος!»



Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος. Ότι πιο σταθερό πάνω στην γη.

Έτσι όπως στεκότανε απολαμβάνοντας την δύναμή του, άκουσε τον ήχο μεταλλικού εργαλείου πάνω στην επιφάνειά του και ένιωσε ν’ αλλάζει η μορφή του.

«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;» απόρησε.


Κοίταξε κάτω χαμηλά και είδε έναν λιθοξόο!

πηγή:http://antikleidi.com/2013/04/16/lithoxoos

Τα πιο πάνω έργα τα συνάντησα στο Ιστορικό Κέντρο της Καλαμάτας, καθώς ο ήχος των εργαλείων των σπουδαστών του Τμήματος Γλυπτικής του Καλλιτεχνικού Στεκιού με οδήγησε εκεί.

Τα έργα βρίσκονταν σε εξέλιξη, καθώς οι σπουδαστές έδειχναν στον κόσμο που περνούσε και σταματούσε να θαυμάσει την τέχνη τους, πως γεννιέται ένα γλυπτό από μια ακατέργαστη πέτρα, παράγοντας συγχρόνως με τα εργαλεία τους και μουσική.


Να είστε καλά!
Φιλάκια!




Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Η περιπέτεια του Ορφέα

Αυτή την ιστορία την είχα αναρτήσει και παλαιότερα στο blog μου, αλλά επειδή ο Ορφέας 

μου είπε να σας την  ξαναδιηγηθώ δεν μπορούσα να του χαλάσω χατίρι... 

Κάπως έτσι λοιπόν ήταν η πρώτη μου συνάντηση με τον Ορφέα....

Γεια σου! άρχισε,  είμαι ο Ορφέας και είμαι ένα μικρό ''αδέσποτο'' σκυλί.

Εσείς οι άνθρωποι τα ''αδέσποτα'' σκυλιά τα θεωρείται αλήτες, όμως

εμένα αυτός ο χαρακτηρισμός μου αρέσει, γιατί όπως λέει η μαμά μου,

κατ' αυτόν τον τρόπο  απολαμβάνουμε την ελευθερία μας.

Γεννήθηκα πριν πέντε μήνες σε μια μεγάλη πόλη και έμενα σε ένα όμορφο

πάρκο μαζί με την μαμά μου και τα τρία αδελφάκια μου.

Τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα και την Φρύνη.





Οι μέρες μας κυλούσαν όμορφα. Η μαμά μου μας εκπαίδευε, πως να περνάμε

τον δρόμο ώστε να μην κινδυνεύουμε από τα αυτοκίνητά σας, μας έλεγε πως

 δεν πρέπει να σας γαβγίζουμε, αλλά αντίθετα να σας γλυκοκοιτάζουμε, γιατί

έτσι  θα μας δίνετε νόστιμα μεζεδάκια και τα βράδια ξαπλωμένα στο γκαζόν

η μαμά, μας έλεγε όμορφες ιστορίες.

Όμως όλα άλλαξαν ένα σούρουπο, όταν ήρθε τρέχοντας-όσο του επέτρεπαν τα

χρόνια του- ένας γέρικος σκύλος ο Τζο, που όλοι σεβόμαστε την γνώμη του,


φωνάζοντας στη μαμά μου να μας κρύψει.



Αρχίσαμε να τρέχουμε μαζί του και κρυφτήκαμε σε μια παλιά αποθήκη.

Εκεί ο γερο-Τζο μας εξήγησε πως κάποιοι άνθρωποι γυρνούσαν με ένα

αυτοκίνητο και μάζευαν όλους τους αδέσποτους σκύλους και τους έβαζαν

σε κλουβιά.  Ήδη, μας είπε,  είχαν μαζέψει αρκετούς από τους φίλους μας.

«Γιατί το κάνουν αυτό τώρα;» ρώτησε η μαμά, «Χρόνια ζούμε όμορφα

και ωραία ανάμεσά τους. Δεν τους ενοχλούμε, ούτε μας ενοχλούν. Μάλιστα

εγώ έχω και αρκετούς φίλους, που ξέροντας πως έχω κουταβάκια με φιλεύουν

 τους πιο νόστιμους μεζέδες».

«Θα κάνουν», είπε ο γέρο-Τζο, «μια μεγάλη γιορτή. Θα έρθουν άνθρωποι

από όλα τα μέρη του κόσμου και εμείς τους χαλάμε την όμορφη εικόνα που

 θέλουν να δείξουν».

«Τι εννοείς πως εγώ και τα παιδιά μου δεν είμαστε όμορφα και καθαρά; Κάθε

λίγο και λιγάκι με την γλωσσούλα μου τα νίβω και τα χτενίζω. Τους έχω μάθει

και καλούς τρόπους, γιατί μας κυνηγάνε λοιπόν;» ξαναρώτησε η μαμά.

«Δίκιο έχεις», της είπε ο Τζο,  «αλλά εγώ επειδή δεν τα μπορώ τα τρεχάματα

 λόγω ηλικίας, λέω για λίγο καιρό να φύγω από δω και να πάω στην εξοχή.

Το ίδιο να κάνετε και σεις»,  είπε και έφυγε παίρνοντας προφυλάξεις.

Η μαμά μου το σκέφτηκε, αλλά ήξερε πως αν φεύγαμε από την πόλη δεν θα

έβρισκε εύκολα φαγητό για μας. Έτσι μείναμε κρυμμένοι δύο μέρες και δύο

νύχτες. Οι κοιλίτσες μας άρχισαν να γουργουρίζουν από την πείνα.

Το γαλατάκι της μαμάς δεν έφτανε γιατί και κείνη ήταν νηστική.

Για να ξεχάσουμε την πείνα μας, η μαμά άρχισε να μας λέει ιστορίες.

Μας είπε ποιος  ήταν ο Ηρακλής, ο Αχιλλέας, ο Ορφέας και η Φρύνη και γιατί

μας έδωσε αυτά τα ονόματα.

Έτσι μάθαμε πως ο Ηρακλής ήταν ένας  ήρωας πολύ δυνατός,  τόσο δυνατός που

κράτησε κάποτε όλη τη γη στους ώμους του και ότι ο Αχιλλέας ήταν ο πιο

ανδρείος από όλους τους Έλληνες που πολέμησαν στην Τροία. Έδωσε λοιπόν

αυτά τα ονόματα στα αδέλφια μου γιατί και αυτά είναι πολύ δυνατά.

«Εσένα Φρύνη μου που είσαι τόσο όμορφη», είπε στην αδελφούλα μου

η μαμά, «σου έδωσα το όνομα μιας πολύ όμορφης γυναίκας της

αρχαιότητας».

Εμένα μου έδωσε το όνομα Ορφέας γιατί λέει γαβγίζω πολύ γλυκά. Ζήλεψα λίγο.

Τα αδέρφια μου να έχουν ονόματα ηρώων και εγώ τίποτα. Της το είπα.

«Ησύχασε», μου είπε, « και ο Ορφέας ήταν σπουδαίος μουσικός»! Έλαβε

μάλιστα μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία μαζί με τον Ιάσονα και

τον Ηρακλή.

«Μαμά, πως ξέρεις όλες αυτές τις ιστορίες», την ρωτήσαμε.

Εκείνη μας εξήγησε πως κάποτε ζούσε σε ένα  σπίτι μαζί με ένα όμορφο

κοριτσάκι και τους γονείς της. Το κοριτσάκι όταν ήσαν μαζί στο δωμάτιό της,

της διάβαζε διάφορες ιστορίες και έτσι τα έμαθε όλα αυτά.

«Και πως βρέθηκες εδώ μαμά;» την ρωτήσαμε.

«Στο κοριτσάκι με  είχε χαρίσει η γιαγιά της, όταν γιόρτασε τα όγδοα γενέθλιά της και με 

αγάπησε από την πρώτη στιγμή. 

Οι γονείς της όμως δεν με έβλεπαν με καλό μάτι. 

Αφού έμεινα αρκετό καιρό κοντά τους, ένα πρωινό που το κοριτσάκι έλειπε στο σχολείο, 

με έβαλαν στο αυτοκίνητο τους και με πήγαν στην εξοχή. 

Εκεί με εγκατέλειψαν. Έτρεξα πίσω από το αυτοκίνητό τους κλαίγοντας 

και παρακαλώντας να μην με αφήσουν, αλλά αυτοί έφυγαν...

Έτσι αφού περιπλανήθηκα πολύ έφτασα σε αυτή την πόλη και άρχισα να ζω

μόνη μου ψάχνοντας για το καθημερινό φαγητό μου».

Φαγητό! τι μας το θύμισε η μανούλα. Τώρα η κοιλίτσα μας διαμαρτυρόταν

πιο πολύ από πριν. Η μαμά βλέποντας εμάς να υποφέρομαι, δεν άντεξε άλλο

 και το βράδυ  βγήκε να βρει φαγητό, αφού μας είπε να μείνουμε κρυμμένα.

Δεν τόλμησε να πάει στις  ταβερνίτσες για να την φιλέψουν οι γνωστοί της.

Πήγε σε ένα κοντινό κάδο σκουπιδιών.  Εκεί βρήκε μια σακούλα  με αποφάγια

και τραβώντας την με τα δόντια της, την έφερε σε μας που την περιμέναμε

κρυμμένα.

Ήταν λίγα και μόλις καταφέραμε να ξεγελάσουμε την πείνα μας.

Μείναμε άλλο ένα βράδυ και μια μέρα κρυμμένοι. Νέα από άλλα σκυλιά

δεν είχαμε. Το κακό αυτοκίνητο το βλέπαμε που περνούσε καθημερινά

και έψαχνε...

Το άλλο βράδυ η μαμά ξαναβγήκε για να βρει φαγητό. Έψαξε στους πρώτους

κάδους, τους βρήκε άδειους, προχώρησε πιο κάτω, τα ίδια. Έφτασε έξω από

 ένα εστιατόριο και παραφύλαγε πότε ο μάγειρας θα βγάλει τα σκουπίδια έξω

 για  να αρπάξει τα αποφάγια.

Είχε αργήσει πολύ και εμείς ανησυχήσαμε. Παρά την απαγόρευσή της να μην

απομακρυνθούμε από την κρυψώνα μας, εμείς παρακούσαμε τη εντολή της

και αρχίσαμε να την ψάχνουμε.

Βάλαμε τη μουσουδίτσα μας στο χώμα και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε

την μυρουδιά της. Στην αρχή χωριστήκαμε προσπαθώντας να την

ανακαλύψουμε. Στους πρώτους κάδους εντόπισε την μυρουδιά της ο Ηρακλής

και άρχισε να γαβγίζει. Έτσι όλα μαζί ακολουθήσαμε τα ίχνη της μαμάς.

Όταν στρίψαμε στην οδό Πραξιτέλους, ακούσαμε τις απελπισμένες φωνές

της.

«Αφήστε με είμαι καλή σκυλίτσα», φώναζε!  «Δεν έχω πειράξει κανέναν».

Τρέξαμε προς το μέρος που ακούγαμε τις φωνές.

«Λυπηθείτε με», φώναζε η μαμά, «έχω τέσσερα  κουταβάκια που

με περιμένουν να γυρίσω».

Που όμως οι άνθρωποι  να καταλάβουν. Δεν καταλαβαίνετε λέει τη γλώσσα

μας.  Έχετε  όμως την απαίτηση εμείς να  καταλαβαίνουμε τη δική σας

και όλο διαταγές μας δίνετε.

Την ώρα που φτάναμε κοντά της, ένας της έδωσε μια κλωτσιά, ενώ ένας άλλος

της τραβούσε το σκοινί που ήταν περασμένο στο λαιμό της. Η μαμά ούρλιαξε

από τον πόνο. Όμως όταν είδε εμάς να ορμάμε εναντίων τους για να την

σώσουμε, οι κραυγές της έγιναν κραυγές απελπισίας.

«Φύγετε, να σωθείτε», μας φώναζε,  «φύγετε!...».

Όμως εμείς δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Κινδύνευε η αγαπημένη μας

μανούλα. Πως ήταν δυνατόν να φύγουμε!

Αφού παλέψαμε με νύχια και με δόντια και φάγαμε αρκετές κλωτσιές, μας

έπιασαν και μας. Μας έβαλαν τον καθένα μας σε διαφορετικά κλουβιά και

μας ανέβασαν στο αυτοκίνητο.

Η μαμά τους φώναζε να μας βάλουν στο δικό της κλουβί, αλλά ποιος την

άκουγε...

Η αδελφούλα μου άρχισε να κλαίει.


Από το ποδαράκι της έτρεχε αίμα και η μαμά δεν μπορούσε να της γλείψει

την πληγή. Μας έβλεπε κτυπημένα και νηστικά και δεν είχε το κουράγιο

να μας μαλώσει που παρακούσαμε την εντολή της και δεν μείναμε κρυμμένα.

Μόνο μας κοιτούσε με αγάπη και τα μάτια της βούρκωσαν από τα δάκρυα.

Μετά από αρκετή ώρα το αυτοκίνητο σταμάτησε. Μας κατέβασαν και

έβαλαν τα κλουβιά μας κάτω από ένα υπόστεγο και αφού μας  έβαλαν λίγο

νερό μας παράτησαν και έφυγαν.

Εκεί ήσαν και άλλα σκυλιά, γνωστά και άγνωστα. Όλα γάβγιζαν και γινόταν

πανζουρλισμός. Άλλα ζητούσαν φαγητό, άλλα νερό και  άλλα έκλαιγαν και

έλεγαν πως μας μάζεψαν για να μας θανατώσουν...


Εμείς είχαμε τρομοκρατηθεί. Ζαρώσαμε στη γωνιά του κλουβιού μας

και κοιτούσαμε διαρκώς τη μανούλα μας.

Ήμασταν πέντε μέρες σε αυτό το ξερό μέρος. Μία φορά την ημέρα οι 
άνθρωποι

μας έφερναν λίγο φαγητό και νερό και έφευγαν. Πόσο είχα πεθυμήσει λίγο από

το γάλα της μανούλας μου δε λέγεται. Εκείνη κάθε μέρα τους παρακαλούσε

 να μας βάλουν μαζί της, αλλά κανείς δεν την άκουγε.

Στο διπλανό κλουβί από μας ήταν φυλακισμένο ένα λυκόσκυλο που

προσπαθούσε να μας παρηγορήσει.



Πως να μας παρηγορήσει όμως, αφού και αυτό ήταν φυλακισμένο.

Την έκτη μέρα μετά την φυλάκισή μας, όταν είχαν φύγει οι φύλακες,

είδαμε ένα αγόρι  πάνω σε ένα ποδήλατο να πλησιάζει το υπόστεγο.

«Έλα!» φώναξε και αμέσως παρουσιάστηκε και ένα κοριτσάκι,

«εδώ τα έχουν!»

Τα παιδιά πλησίασαν και άρχισαν να κοιτάνε ένα-ένα τα κλουβιά.

Εμείς όλα μαζί αρχίσαμε να γαβγίζουμε. Γινότανε ένας χαμός...

Τα παιδιά έφτασαν στο κλουβί του λυκόσκυλου που ήταν δίπλα μας

και του άνοιξαν το κλουβί. Εκείνο έδειξε να τα γνωρίζει και άρχισε

να τα γλείφει παντού και να χοροπηδάει γύρω τους.

«Έλα!» του φώναξαν τα παιδιά,  «πάμε να φύγουμε... Έλα πριν

έρθουν οι φύλακες...».

Τα άλλα σκυλιά γύρω συνέχιζαν να γαβγίζουν και να παρακαλάνε τα

παιδιά να ανοίξουν και τα δικά τους κλουβιά.

Εκείνα όμως ξεκίνησαν να φύγουν φωνάζοντας στο λυκόσκυλο να

πάει μαζί τους. Η αγωνία μας είχε φτάσει στο ζενίθ!

Το λυκόσκυλο έκανε δυο- τρία βήματα  μα κοντοστάθηκε και γάβγισε

στα παιδιά.




«Μην αργείς!»  του φώναξαν εκείνα.

Το λυκόσκυλο έτρεξε προς τα παιδιά...

Απόλυτη σιωπή έπεσε... κρατήσαμε ως και την αναπνοή μας... η τελευταία

μας ελπίδα να ελευθερωθούμε... μόλις χανόταν...

Και τότε είδαμε το λυκόσκυλο να φτάνει στα παιδιά, να τους γαβγίζει και

να πηγαίνει μία μπρος και μία πίσω, για να τους δώσει να καταλάβουν,

πως έπρεπε να μας ελευθερώσουν όλα.

Τα παιδιά γύρισαν πίσω και άρχισαν να ανοίγουν ένα ένα τα κλουβιά.

Εκεί να δείτε χαρές. Εμείς τρέξαμε στην αγκαλιά της μανούλας μας και

εκείνη δεν ήξερε ποιο να πρωτοχαϊδέψει!

Τα άλλα σκυλιά έφυγαν τρέχοντας προς διαφορετική κατεύθυνση το καθένα.

Το λυκόσκυλο ήρθε γρήγορα κοντά μας και μας είπε να τρέξουμε για

να απομακρυνθούμε από εκεί, γιατί ήταν επικίνδυνο να μας ξαναπιάσουν.

«Ακολουθήστε με», μας είπε «ξέρω ένα ασφαλές μέρος».

Αρχίσαμε να τρέχουμε, από κοντά και τα παιδιά με τα ποδήλατα.

Αφού τρέξαμε για αρκετή ώρα φτάσαμε σε μια κρυψώνα.

Εκεί μας είπε ο Άρης, Άρη έλεγαν το λυκόσκυλο, ότι τα παιδιά τα γνώριζε.

Πριν τον πιάσουν κάθε μέρα  έπαιζαν μαζί  στο πάρκο της γειτονιά τους.

Τα πρόσεχε και τον πρόσεχαν.

Τα παιδιά τότε μας είπαν πως όταν δεν τον βρήκαν στο πάρκο όπως

κάθε μέρα, τον αναζήτησαν και   έμαθαν πως τον είχαν μαζέψει και αυτόν

 μαζί με τα άλλα  αδέσποτα και πως τον είχαν φέρει σε αυτό το μέρος.

Έτσι ήρθαν για να τον ελευθερώσουν.

Τα παιδιά μετά από λίγο έφυγαν για να μην ανησυχήσουν οι γονείς τους

και εμείς αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο, ξεκινήσαμε για κάποιο

καλύτερο τόπο υπό την προστασία της μαμάς μας και του Άρη...

Όμως το παράπονό μου θα το πω! Μερικοί άνθρωποι είστε πολύ κακοί

και θέλω να  το πεις να το μάθουν όλοι!

Αυτά είπε ο Ορφέας και αφού με χαιρέτησε έφυγε να πάει να παίξει με τα αδελφάκια του.



Έτσι σας έγραψα και εγώ την ιστορία του...
Είναι λίγο μεγάλη, ελπίζω να μην σας κούρασα...

Υ.Γ. Όλες οι φωτογραφίες είναι από το internet.
Υ.Γ. Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια που μου αφήνετε και συγνώμη που πολλές φορές δεν προλαβαίνω να σας απαντήσω, όμως να ξέρετε πως σας αγαπώ.

Φιλάκια!

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Η ιστορία μιας πέτρας



Τούτη η πέτρα έχει μεγάλη ιστορία. Κάποτε βρισκόταν σε ένα ψηλό βουνό, δέντρα δεν ήσαν γύρω της και από εκεί πάνω είχε απεριόριστη θέα.
Αγνάντευε τους λουλουδισμένους κάμπους, παρακολουθούσε την πορεία του ήλιου, από την ανατολή του έως ότου να βυθιστεί μακριά στο γαλάζιο της θάλασσας και το βράδυ τα αστέρια και το φεγγάρι της κρατούσαν συντροφιά.
Μία μέρα που ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρα σύννεφα ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα. Ένας χείμαρρος σχηματίστηκε πιο ψηλά. Στο διάβα του άρχισε να παρασέρνει πέτρες και χώματα. Όσο και αν προσπάθησε να γαντζωθεί από κάπου η πέτρα μας δεν τα κατάφερε και άρχισε να κατρακυλάει. Καθώς κατρακυλούσε άλλαζε και η σιλουέτα της, λειάνθηκαν οι άκρες της και έγινε πιο φωτεινή η επιδερμίδα της. Της άρεσε η καινούργια της εμφάνιση.
Ο χείμαρρος πιο κάτω ενώθηκε με ένα μεγάλο ποτάμι και η πέτρα μας βρέθηκε εκεί...
Η καταιγίδα σταμάτησε και όταν ξεθόλωσε το νερό του ποταμού, η πέτρα μας είδε καινούργια πράγματα.
Μικρές πέστροφες κολυμπούσαν γύρω της, βατράχια πηδούσαν πάνω της και πουλιά έπαιζαν κρυφτό στις φυλλωσιές των δέντρων, που έγερναν τα κλαδιά τους πάνω από το ποτάμι.
 Έτσι κυλούσαν τώρα οι μέρες της και ήταν πολύ χαρούμενη στο καινούργιο της περιβάλλον.
Ώσπου μια μέρα δυο απαλά χέρια την σήκωσαν από το νερό και την χάιδεψαν.
Η πέτρα μας είδε μια κυρία να της χαμογελά.
"Θα σε κάνω πιο όμορφη απ' ότι είσαι" της είπε και την έβαλε σε ένα καλάθι που είχε και άλλες πέτρες μέσα.

  
decoupage  με χαρτοπετσέτα

Μετά από λίγες ημέρες η πέτρα μας είχε πάνω της ένα όμορφο καράβι, σαν εκείνα 
που  όταν βρισκόταν ψηλά στο βουνό, αγνάντευε πέρα στην μακρινή θάλασσα ... 



Μαζί της στολίστηκαν και οι άλλες πέτρες με άλλα καραβάκια



Και μία είχε πάνω της ένα ολόκληρο ψαροχώρι.


Της πέτρα μας της άρεσε και αυτή η εμφάνιση και αναρωτιόνταν τι άλλο της επιφύλασσε η μοίρα της...

Καλό μήνα φίλοι μου!
Φιλάκια!