Καλοκαίρι και στο δάσος γλυκοχαράζει μια καινούργια μέρα.
Αυτήν την ώρα η φύση ξυπνά και το δάσος ζωντανεύει.
Τα πουλιά σηκώνουν τα κεφαλάκια τους, τεντώνουν τις φτερούγες τους
για να ξεμουδιάσουν και πετάνε κελαηδώντας. Οι νεράιδες που κολυμπούσαν
και οι δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν πάνω στις πευκοβελόνες σαν μικρά
διαμάντια καθώς αντικρίζουν τις πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου.
Η όμορφη ελαφίνα ξύπνησε και κείνη και κοίταξε τρυφερά το σύντροφό της,
που κοιμόταν δίπλα της.
"Ξύπνα Γοργοπόδαρε", του ψιθύρισε και τον σκούντηξε απαλά με τη
μουσούδα της. "Άρχισε να χαράζει και είναι προτιμότερο να βοσκήσουμε
τώρα το χορταράκι μας, παρά μετά που θα κάνει αφόρητη ζέστη".
Ο Γοργοπόδαρος άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί του.
Τα δυο ελάφια είχαν κοιμηθεί αγκαλιασμένα κάτω από ένα μεγάλο έλατο
στη καρδιά του πανέμορφου δάσους.
"Δίκιο έχεις Λυγερή, πάμε να βοσκήσουμε", είπε ο Γοργοπόδαρος και
άρχισαν να κατηφορίζουν την πλαγιά τσιμπολογώντας μερικά τρυφερά
κλαδάκια από δω και λίγο χορτάρι από κει.
Καλημέρισαν δυο σκίουρους που κουβαλούσαν βελανίδια στη φωλιά τους
και μια αρκούδα που έγλειφε τα δάχτυλά της, καθώς τα είχε πασαλείψει με
το μέλι που είχε βρει σε μια κυψέλη που κρεμόταν από ένα δέντρο.
Αποφύγανε δυο λύκους που είδαν από μακριά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσο
πεινασμένοι μπορεί να είναι
και κατηφόρισαν προς το ποτάμι.
Τα νερά του έτρεχαν ήρεμα, κελαρυστά και καθαρά σαν κρύσταλλο.
Κόντευαν να φτάσουν, όταν ο Γοργοπόδαρος σήκωσε το κεφάλι του και
μύρισε τον αέρα.
"Με τρομάζεις, μίλησέ μου!"
"Δεν μυρίζεις κάτι Λυγερή, μια μυρωδιά περίεργη;"
Τώρα και η Λυγερή οσμιζόταν τον αέρα.
"Καπνός! Μυρίζει καπνός! " φώναξε.
"Ναι αυτό είναι, τρέξε, πάμε προς την κορυφή του βουνού να δούμε τι
συμβαίνει", είπε ο Γοργοπόδαρος και άρχισαν να τρέχουν προς την
κορυφή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Στο δρόμο τους συναντούσαν
και άλλα ζώα που προσπαθούσαν να καταλάβουν και κείνα τι συμβαίνει.
Κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή όταν είδαν πάνω τους να πετάει
ένας αετός.
"Τι συμβαίνει αετέ, έχει πιάσει φωτιά το δάσος;" ρώτησε
λαχανιασμένα ο Γοργοπόδαρος.
"Ναι, έχει πιάσει φωτιά το απέναντι βουνό", είπε ο αετός, "από εκεί
έρχομαι. Η φωτιά κατατρώει πανύψηλα δέντρα και πολλά ζώα κινδυνεύουν.
Όσα πρόλαβαν να απομακρυνθούν έρχονται προς τα εδώ, αλλά πολλά
εγκλωβίστηκαν στις φλόγες και βρήκαν φρικτό θάνατο...
Είναι μια κόλαση εκεί. Ούτε εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω. Οι καπνοί έχουν
κρύψει τον ήλιο... Δεν μπορείς να αναπνεύσεις..."
Εν τω μεταξύ τα δυο ελάφια έφτασαν στην κορυφή του βουνού και μπορούσαν
να δουν και μόνα τους την καταστροφή. Το απέναντι βουνό καιγόταν.
Οι πύρινες γλώσσες που έβγαιναν μέσα από τον πυκνό μαύρο καπνό ήταν λες
και ήθελαν να αγγίξουν τον ουρανό.
"Γοργοπόδαρε κινδυνεύουμε;" ρώτησε η Λυγερή.
"Προς το παρόν όχι, γιατί ο αέρας έχει αντίθετη κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε
πως θα συνεχίσει έτσι", είπε ο Γοργοπόδαρος.
Τώρα είχαν φτάσει και άλλα ζώα γύρω τους, όλα ανήσυχα για ότι συνέβαινε.
"Φίλοι μου, είπε ο Γοργοπόδαρος, απευθυνόμενος προς τα άλλα ζώα,
πρέπει να οργανωθούμε για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Πρέπει να
είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που αλλάξει κατεύθυνση ο αέρας και στείλει
την φωτιά προς τα δω. Πρώτα πρώτα πρέπει να ειδοποιήσουμε τα αργοκίνητα
ζώα για τον κίνδυνο και να τους πούμε να κατευθυνθούν προς το ποτάμι.
Εκεί στο μεγάλο ξέφωτο που είναι δίπλα στο ποτάμι, εκεί να πάνε, μόνο εκεί
μπορεί να σωθούν".
Αυτή τη δουλειά την ανέθεσε στους σκίουρους που γρήγορα γρήγορα
εξαπλώθηκαν στο δάσος για να ειδοποιήσουν τις χελώνες, τους ασβούς,
τα σκαθάρια και τα υπόλοιπα ζωάκια να αρχίσουν να κατευθύνονται προς
το ποτάμι και να παραμείνουν εκεί μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
"Εσύ αετέ μαζί με τα γεράκια πρέπει να κάνετε περιπολίες και να μας
ειδοποιήσετε εγκαίρως σε περίπτωση που η φωτιά αλλάξει κατεύθυνση.
Εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να βοηθήσουμε τα ζώα που κατάφεραν να σωθούν
από την πύρινη κόλαση και να περιποιηθούμε αυτά που είναι τραυματισμένα".
Όλα τα ζώα συμφώνησαν. Στα μάτια τους ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος και
η αγωνία.
Σε λίγο είδαν τα πρώτα ζώα που γλύτωσαν από τη φωτιά να διασχίζουν την
χαράδρα. Έτρεξαν όλα μαζί να βοηθήσουν. Τα μικρότερα και τα τραυματισμένα
ζώα τα ανέβασαν στις πλάτες τους. Ο Γοργοπόδαρος πήρε στην πλάτη του
τρεις λαγούς και η Λυγερή δύο σκιουράκια, μία αρκούδα πήρε ένα μικρό
λυκόπουλο που κούτσαινε και η μαμά του με κόπο το κουβαλούσε. Όλα ήταν
κατατρομαγμένα. Δυο τρεις αλεπούδες είχαν τσουρουφλισμένη την όμορφη
γούνα τους από τη φωτιά. Μία μάλιστα κρατούσε στο στόμα της το μικρό
αλεπουδάκι της, που δυστυχώς είχε από ώρα πεθάνει από τους καπνούς που
είχε εισπνεύσει, αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Με το ζόρι της το πήραν
Τα τραυματισμένα ζώα τα πήγαν στο ποτάμι και άρχισαν να περιποιούνται
τις πληγές τους. Τα περισσότερα είχαν πάθει εγκαύματα και πονούσαν πολύ.
Τα ζώα που είχαν αναλάβει καθήκοντα γιατρών και νοσοκόμων, αφού
καθάρισαν τις πληγές έτρεξαν να βρουν βότανα. Τα μασούλησαν και τα
έβαλαν πάνω στα εγκαύματα και απάλυναν λίγο τον πόνο τους.
Ο Γοργοπόδαρος, η Λυγερή και μερικά άλλα γοργοπόδαρα ζώα ανέβηκαν
πάλι στην κορυφή του βουνού και παρακολουθούσαν την εξέλιξη της φωτιάς.
Προς το παρόν δεν κινδύνευαν.
Σε λίγο πέρασε από πάνω τους και ο αετός. Γύριζε από την περιπολία του.
"Έλα, αετέ, πες μας τι είδες;" ρώτησε ο Γοργοπόδαρος όλο ανυπομονησία.
"Η καταστροφή είναι μεγάλη. Η φωτιά κατατρώει όλη την πίσω πλευρά
του βουνού και έχει φτάσει στα πρώτα σπίτια τριών χωριών.
Οι χωρικοί τα εγκαταλείπουν και τρέχουν να σωθούν. Πολλά ζώα που ζούσαν
μαζί με τους ανθρώπους έχουν καεί. Είναι φρικτό. Είδα ένα στάβλο γεμάτο
πρόβατα να έχει τυλιχτεί στις φλόγες. Πιο κει κότες, κατσίκες, γουρούνια
όλα καμένα", είπε ο αετός φανερά στενοχωρημένος.
"Μα καλά οι άνθρωποι δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να σβήσουν τη
φωτιά;" ρώτησε η Λυγερή.
"Και βέβαια κάνουν. Έχουν έρθει πυροσβεστικά αυτοκίνητα και οι
πυροσβέστες ρίχνουν νερό.
Τον κυνηγήσαμε, αλλά αυτός τρύπωσε σε μια στενή σπηλιά. Δεν χωρούσαμε να μπούμε
και επειδή υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστούμε από τη φωτιά, φύγαμε. Έτσι μας ξέφυγε.
μια εγκαταλελειμμένη καλύβα ενός ξυλοκόπου. Εκεί θα μείνεις και εκεί
θα βρεις αξίνες, κασμάδες, φτυάρια και ότι άλλο χρειάζεσαι που θα σου
χρησιμεύσουν στην αναδάσωση. Κάθε μέρα θα βγάζεις μικρά δεντράκια
από το δικό μας δάσος και θα τα φυτεύεις εκεί στο καμμένο βουνό. Έπειτα
θα κουβαλάς νερό από το ποτάμι να τα ποτίζεις μέχρι να έρθει το
φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές. Πάντα θα έχεις δίπλα σου μια φρουρά
από εμάς για να σε προσέχει μην το σκάσεις... Άντε να προλάβουμε τους
οικοπεδοφάγους πριν αρχίσουν να καταπατούν το βουνό", είπε ο
Γοργοπόδαρος.
Από την επόμενη κιόλας μέρα ο εμπρηστής έπιασε δουλειά. Βέβαια τον
πρώτο μήνα πήγε να το σκάσει τρεις φορές και τον δεύτερο άλλη μία,
αλλά η φρουρά των ζώων πάντα τον γυρνούσε πίσω.
Έτσι πέρασαν κάμποσα χρόνια. Το καμμένο βουνό πρασίνισε και πάλι.
Στην αναδάσωση τον βοήθησαν και τα ζώα. Οι λύκοι και τα τσακάλια
άνοιγαν λάκκους με τα πόδια τους, οι αρκούδες κουβαλούσαν κουβάδες
με νερό και οι σκίουροι και τα πουλιά του συγκέντρωναν σπόρους.
Ο εμπρηστής δεν επιχείρησε να ξαναφύγει. Τώρα δεν χρειαζόταν να τον
επιτηρούν.
Μια μέρα η Λυγερή, βλέποντας τον εμπρηστή να δουλεύει ασταμάτητα,
είπε στον Γοργοπόδαρο.
"Νομίζω ότι αρκετά τιμωρήθηκε ο εμπρηστής τόσα χρόνια. Μήπως
να του χαρίσουμε το υπόλοιπο της ποινής και να τον αφήσουμε να φύγει;"
"Ίσως έχεις δίκιο, ας δούμε τι θα πουν και τα άλλα ζώα", είπε ο
Γοργοπόδαρος και κοιτάζοντας ψηλά είπε σε μία καρακάξα που καθόταν
σε ένα ψηλό κλαδί ενός δέντρου, να ειδοποιήσει όλα τα ζώα του δάσους
σε γενική συνέλευση.
Όταν μαζεύτηκαν όλοι ο Γοργοπόδαρος πήρε το λόγο και τους είπε:
"Φίλοι μου! όπως βλέπετε το βουνό απέναντι πρασίνισε και πάλι. Ο
εμπρηστής όλα αυτά τα χρόνια έκανε καλή δουλειά. Νομίζω όμως ότι
τιμωρήθηκε αρκετά. Μήπως ήρθε η ώρα να τον αφήσουμε να φύγει;"
Τα ζώα αφού το σκέφτηκαν για λίγο συμφώνησαν και πήγαν όλα μαζί
να του το ανακοινώσουν.
Ο εμπρηστής αφού άκουσε την απόφασή τους, τους είπε.
"Σας ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω να φύγω από κοντά σας...δεν με
περιμένει κανείς πουθενά. Εσείς γίνατε η οικογένεια που δεν είχα και
κοντά σας έμαθα να εκτιμώ πολλά πράγματα. Θα μείνω εδώ και θα
συνεχίσω να φροντίζω το δάσος. Άλλωστε πρέπει κάποιος να προσέχει
μην έρθουν και άλλοι κακοί άνθρωποι, όπως εγώ και το κάψουν. Μόνο
μια χάρη θέλω να σας ζητήσω.
"Τι θέλεις;" τον ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.
"Ε...να... να μην με ξαναφωνάξετε εμπρηστή", είπε.
"Αλήθεια πως σε λένε;" τον ρώτησε η Λυγερή.
"Πολύκαρπο με λένε και έτσι θέλω να με φωνάζετε!"