Η πόλη που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Τζέιμς ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη που απείχε περίπου εκατό χιλιόμετρα βόρεια του Κάρντιφ. Μια πόλη ανάμεσα σε βουνά και την κοιλάδα του ποταμού Ντι.
Μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις αποφάσισε να ακολουθήσει την συμβουλή του ψυχολόγου του και να κάνει το ταξίδι της επιστροφής. Το πατρικό του όπως το θυμόταν ήταν μια ευρύχωρη διώροφη κατοικία με πέτρινους τοίχους μέσα σε ένα μεγάλο φροντισμένο κήπο. Στο κήπο υπήρχαν δύο θεόρατα δέντρα και πολλά λουλούδια που άνθιζαν ανάλογα με την εποχή. Σε ένα από τα δέντρα ο πατέρας είχε φτιάξει μια κούνια. Ακόμα είχε το σημάδι στο γόνατο, από τότε που είχε πέσει απ' αυτήν. Πίσω από το σπίτι εκτεινόταν η τεράστια έκταση του κτήματός τους.
Ξεκίνησε νωρίς το πρωί με μια ομίχλη να έχει σκεπάσει τα πάντα, αλλά όσο έπαιρνε η μέρα διαλυόταν. Στα μισά της διαδρομής έπιασε κι ένα μονότονο ψιλόβροχο που ευτυχώς όταν έφτασε στην πόλη σταμάτησε.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα κεντρικό σημείο και προσπάθησε να βρει γνώριμα στέκια από το παρελθόν. Όπως διαπίστωσε όμως η πόλη είχε αλλάξει πολύ, δεν θύμιζε σε τίποτα τη μικρή κωμόπολη που είχε αφήσει πίσω του πριν από είκοσι χρόνια. Τώρα η πόλη είχε μεγαλώσει και είχε γίνει πολύβουη, εξ αιτίας της βιομηχανικής ανάπτυξης. Πολλά παραδοσιακά σπίτια είχαν δώσει τη θέση τους σε άλλα νεόκτιστα και γενικά είχε γίνει μια πόλη άχρωμη, δίχως την ιδιαίτερη ταυτότητα που είχε κάποτε. Ευτυχώς το ιστορικό της κέντρο είχε παραμείνει όπως το θυμόταν με τα παλιά κτίρια, και με την εκκλησία του st. Giles με το διάσημο καμπαναριό του, να στέκει αγέρωχη. Πήρε ένα καφέ στο χέρι και ξεκίνησε πάλι.
Το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στην βόρεια έξοδο της πόλης, εκεί που άρχιζαν τα αγροκτήματα. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Εδώ η αλλαγή δεν ήταν τόσο αισθητή, η περιοχή είχε κρατήσει κάτι από τον παλιό της χαρακτήρα. Μόνο λίγα καινούργια σπίτια είχαν γίνει και αυτά ήταν μονοκατοικίες.
Πήρε την τελευταία στροφή του δρόμου και το πατρικό του σπίτι ξεπρόβαλε μπροστά του. Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ήξερε πως δεν θα θύμιζε σε τίποτα την παλιά του αίγλη, αλλά αυτό που είδε δεν μπορούσε να το φανταστεί.
Μετά από είκοσι χρόνια το πατρικό του σπίτι έστεκε εκεί χωρίς ίχνος ζωής μέσα του, μισογκρεμισμένο σαν να περίμενε να τον δει πριν σωριαστεί τελείως από την αφροντισιά. Ο κήπος μια ζούγκλα. Αναρριχώμενα φυτά είχαν καταπιεί τους τοίχους του. Στο ανώι παράθυρα ξεχαρβαλωμένα άφηναν τους αέρηδες να μπαινοβγαίνουν και ο ήχος που ακουγόταν ήταν το κύκνειο άσμα του σπιτιού.
Η πρώτη του σκέψη ήταν να κάνει αναστροφή και να φύγει, όμως ήθελε να δει αν υπήρχε ακόμα εκεί αυτό που είχε κάποτε αφήσει. Ένα πολύτιμο γι' αυτόν αντικείμενο.
Παραμέρισε με κόπο τα χόρτα και έφτασε στην είσοδο. Μετά από αρκετή δυσκολία κατάφερε και άνοιξε την πόρτα που είχε σκεβρώσει. Αμέσως μια αηδιαστική μυρωδιά μούχλας έφτασε στα ρουθούνια του. Το χολ ήταν άδειο από έπιπλα, το ίδιο και το καθιστικό. Δεν υπήρχε τίποτα από τα άλλοτε καλόγουστα έπιπλα, ούτε οι όμορφοι πολυέλαιοι που κρέμονταν από τα ταβάνια του. Σίγουρα θα είχαν λεηλατηθεί από επιτήδειους. Τώρα το πάτωμα σαπισμένο σε πολλά σημεία, ήταν γεμάτο από υγρά μουχλιασμένα φύλλα και από πούπουλα και περιττώματα πουλιών και νυχτερίδων που μπαινόβγαιναν από τα σπασμένα παράθυρα. Ένα σμήνος μάλιστα από δαύτες πέταξαν τρομαγμένες από την παρουσία του. Ανατρίχιασε. Η κουζίνα ήταν και αυτή σε μαύρα χάλια. Εκεί υπήρχε μόνο ένα σπασμένο τραπέζι σε μια γωνιά, μερικά ραγισμένα πιατικά που μόλις διακρίνονταν από τη σκόνη σ' ένα άθλιο ντουλάπι και εκατοντάδες ιστοί αράχνης που κρέμονταν από τους τοίχους και το ταβάνι. Σφίχτηκε η καρδιά του.
Άγγιξε με το βλέμμα του όλους τους χώρους του σπιτιού. Στο βάθος ήταν η σκάλα για το ανώι του σπιτιού. Σαν λάμψη αστραπής ήρθε η ανάμνηση. Αυτός κουτρουβαλώντας τη σκάλα να κυνηγά τη μικρή του αδερφή που του είχε αρπάξει το κασετοφωνάκι που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του τα περασμένα Χριστούγεννα και κείνη να κρύβεται πίσω από κάποιο έπιπλο για να μην την πιάσει. Και τώρα σκέφτηκε πόσο έμοιαζε με κείνο που του είχαν στείλει ανώνυμα. Ανέβηκε την ξύλινη σκάλα με προσοχή. Κανα δυο σκαλοπάτια της έλειπαν. Σε κάθε του βήμα φαινόταν έτοιμη να σωριαστεί.
Προχώρησε στο διάδρομο και μπήκε στο δωμάτιο που άλλοτε ήταν δικό του. Και εδώ η ίδια εικόνα. Σαπισμένες ταπετσαρίες είχαν γίνει καταφύγιο σε πάσης φύσεως ζωύφια. Σε πολλά σημεία η στέγη άφηνε την βροχή να περνάει και ήταν θέμα χρόνου να σωριαστεί το ταβάνι. Το βλέμμα του έπεσε στη σκοροφαγωμένη ντουλάπα που ήταν πεταμένη στο πάτωμα. Ευτυχώς η ντουλάπα ήταν εκεί. Η πόρτα της έχασκε στο πλάι και ο καθρέφτης της ήταν σπασμένος με τα γυαλιά του να είναι σκορπισμένα μέσα και έξω από τη ντουλάπα. Παραμέρισε με προσοχή τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη και άρχισε να ψηλαφίζει τον πάτο της. Γρήγορα μια σανίδα υποχώρησε και στο άνοιγμα φάνηκε μια μικρή κρύπτη που είχε μέσα ένα μεταλλικό κουτί. Εκεί έκρυβε τους θησαυρούς του όταν ήταν παιδί.
Ακούμπησε το κουτί στο πρεβάζι του παραθύρου και με τρεμάμενα χέρια και βουρκωμένα μάτια το άνοιξε. Πάνω πάνω μία φωτογραφία της μητέρας του. Την πήρε στα χέρια του, εκείνη του χαμογελούσε μέσα από την ασημένια κορνίζα. Την έφερε στα χείλη του ενώ δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του. Τριάντα χρονών άντρας, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν μικρό απροστάτευτο παιδί.
"Γιατί με άφησες μαμά, ψιθύρισε με παράπονο. Μου είχες υποσχεθεί πως θα ήσουν διαρκώς κοντά μου". Ήταν πέντε χρονών όταν την έχασε.
Άγγιξε το χτενάκι των μαλλιών της που είχε φυλάξει στο κουτί και άρχισε να κοιτάζει και άλλες φωτογραφίες από την εποχή που ήταν ακόμη μια ευτυχισμένη οικογένεια. Η μητέρα του, ο πατέρας του και αυτός ανάμεσά τους χαρούμενος. Όταν εκείνη πέθανε, άλλαξαν όλα.
Στο κάτω μέρος του κουτιού ήταν οι βώλοι με τους οποίους έπαιζε όταν ήταν μικρός και μία σφεντόνα που του είχε χαρίσει ένας φίλος του. Τελευταίο άγγιξε το ημερολόγιο του πατέρα του, ήταν το μόνο πράγμα που είχε από κείνον.
Το πήρε στα χέρια του και άρχισε να διαβάζει γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωή τους συγκινημένος. Στην τελευταία σελίδα ο πατέρας του είχε γράψει πως θα έβαζε τέλος στη ζωή του για να ακολουθήσει τα δυο παιδιά του που νόμιζε πως είχε χάσει. Δεν μπορούσε, έγραφε, να ζήσει χωρίς αυτά ήθελε να είναι μαζί τους στην άλλη ζωή.
Ένα ουρλιαχτό βγήκε από τα χείλη του, με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.
"Πατέραααα! η κραυγή του έσκισε τον αέρα σαν κοφτερό μαχαίρι.
Δεκάδες πουλιά που είχαν κουρνιάσει στα γυμνά κλαδιά των δέντρων της αυλής πέταξαν τρομαγμένα προς τον ουρανό. Έμεινε να τα κοιτάει, ενώ συγχρόνως έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί γιατί ο πατέρας του τον είχε θεωρήσει νεκρό.
Ξαφνικά το ημερολόγιο που κρατούσε στα χέρια του άρχισε να δονείται και εμβρόντητος είδε σε μια άγραφη σελίδα του να χαράσσονται λέξεις από μόνες τους.
"Τζέιμς αγαπημένο μου αγόρι δεν ξέρεις πόσο χάρηκα όταν κατάλαβα ότι εσύ ζούσες. Αν το ήξερα τότε δεν θα έβαζα τέλος στη ζωή μου, θα έμενα πίσω να σε προστατέψω. Τώρα όμως πρόσεξέ με αν ακούσεις την φωνή, αγνόησέ τη. Μην κοιτάξεις πίσω. Συνέχισε την ζωή σου. Η Εύα θα προσπαθήσει να σου μιλήσει. Μην την ακούσεις αγόρι μου, ότι έγινε, έγινε! Θέλω να ξεχάσεις και εσύ τουλάχιστον να ζήσεις ευτυχισμένος".
Είχε φρικάρει τελείως, κοιτούσε τις λέξεις που γράφονταν από μόνες τους και άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά, σκέφτηκε, έχω παραισθήσεις.
Θυμόταν πως η Εύα ήταν η ετεροθαλής αδερφή του, που είχε χαθεί το ίδιο καλοκαίρι με τον πατέρα του. Μια ιστορία που δεν ήθελε να θυμάται. Όχι δεν ήθελε να θυμάται!
Κάπου στο κήπο άκουσε ένα σκυλί να αλυχτά. Ήταν ώρα να φύγει, δεν ωφελούσε να μείνει άλλο εκεί. Πήρε το κουτί που έκρυβε τους θησαυρούς του με τρεμάμενα χέρια και έκανε να βγει από το δωμάτιο.
Και τότε την είδε... Μία γυναίκα με μαύρα ρούχα σαν σκιά να βγαίνει μέσα από τον τοίχο. Δεν του μίλησε, μόνο βάδιζε προς το μέρος του.
Θεέ μου τρελαίνομαι, σκέφτηκε. Τρομοκρατημένος βγήκε από το σπίτι και τρέχοντας μπήκε στο αυτοκίνητο προσπαθώντας να συνέλθει. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο χέρια και το ακούμπησε στο τιμόνι.
Ποια ήταν η οπτασία αυτής της γυναίκας που είχε δει πρώτα στο όνειρό του και τώρα εδώ σαν φάντασμα. Συλλογίστηκε πως αν ζούσε η Εύα θα ήταν περίπου στην ηλικία της.
Η Εύα ήταν δύο χρόνια μικρότερη από αυτόν και γεννήθηκε όταν ο πατέρας του παντρεύτηκε την μητέρα της λίγο μετά το θάνατο της δικής του.
Η γέννησή της έκανε τον ίδιο αόρατο, τόσο στα μάτια της μητριάς του όσο και στα μάτια του πατέρα του. Τα πάντα είχαν επικεντρωθεί γύρω από την Εύα και ο ίδιος μεγάλωνε στο παρασκήνιο. Η ζήλεια άρχισε να φωλιάζει στη καρδιά του. Ναι ζήλευε εκείνο το μικρό χαριτωμένο πλασματάκι που του είχε κλέψει τον πατέρα του τον μοναδικό άνθρωπο που του είχε απομείνει.
Έδιωξε τούτες τις σκέψεις γρήγορα από το μυαλό του. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και περιπλανήθηκε στην πόλη.
Γρήγορα έφτασε στα περίχωρα και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε ένα μακρόστενο κτίριο. Ήταν το ίδιο που είχε δει στη φωτογραφία που του είχαν στείλει. Σταμάτησε το αμάξι και κατέβηκε.
Το κτίριο ήταν εγκαταλελειμμένο και η οργιώδης βλάστηση προσπαθούσε να ντύσει με λήθη τους τοίχους του. Ο άνεμος που φυσούσε και περνούσε μέσα από τα παράθυρα που ήταν σαν μάτια που κοιτούσαν το κενό, έφερνε ήχους που θύμιζαν κραυγές. Πλησίασε. Πάνω από την ξεχαρβαλωμένη πόρτα διάβασε μια ξεθωριασμένη επιγραφή με κεφαλαία γράμματα "ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ". Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του. Καθώς το κοιτούσε κάτι τον τράβηξε να μπει στο εσωτερικό του κτιρίου.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου