Κεντρική ιδέα πλοκής:
Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
(Μέρος 1ο)
1. Εύθραυστη ηρεμία
Ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η καταιγίδα που για ώρες μαστίγωνε τα δυτικά προάστια του Κάρντιφ μόλις είχε σταματήσει, όμως μέσα σε τούτη την αφέγγαρη νυχτιά, ο κατάμαυρος ουρανός υποσχόταν πως σε λίγο θα άρχιζε πάλι. Ο δυνατός αέρας συνέχιζε αμείωτος την έντασή του και έκανε τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν έναν αλλόκοτο χορό.
Ο Τζέιμς βγήκε στο μικρό μπαλκόνι του διαμερίσματός του και μια ριπή παγωμένου αέρα τον κτύπησε καταπρόσωπο. Δεν πτοήθηκε, την ήθελε αυτή την αναμέτρηση απόψε μαζί του, για να καταλαγιάσει λίγο την πάλη που γινόταν μέσα του.
Κοίταξε γύρω του, η πόλη κοιμόταν. Ως και ο γείτονας στο απέναντι διαμέρισμα που κάθε βράδυ έβλεπε τηλεόραση μέχρι τις πρωινές ώρες, απόψε έλειπε. Μόνο τα στοιχεία της φύσεως ξαγρυπνούσαν. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και η βροντή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική.
Ελάχιστα φώτα υπήρχαν αναμμένα διάσπαρτα σ' όλη την πόλη και μέσα στη σκοτεινιά φάνταζαν σαν μάτια μικρών δράκων. Αγρυπνούσαν άραγε για καλό ή για κακό;
Ο Τζέιμς σε δύο μήνες έκλεινε τα τριάντα του χρόνια και η αλήθεια είναι πως είχε πολλά σκαμπανεβάσματα στη ζωή του και στην παιδική του ηλικία είχαν συμβεί κάποια τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή του για πάντα. Είχε καταφέρει όμως με πείσμα και επιμονή και αρκετή ψυχανάλυση να τα αφήσει όλα πίσω και να γίνει ένας από τους καλύτερους επαγγελματίες στο χώρο των υπολογιστών. Πρόσφατα μάλιστα το πανεπιστήμιο του Κάρντιφ του είχε αναθέσει ένα project, που αφορούσε την αποκατάσταση παλιών αρχείων ήχου για λογαριασμό του αρχαιολογικού του τμήματος. Είχε ενθουσιαστεί.
Τον ενθουσιασμό και τη χαρά του ήρθε να ταράξει κάτι απρόσμενο, κάτι σκοτεινό από τα παλιά. Μια φωνή που δεν ακούστηκε, όταν έπρεπε.
Και τώρα αν και είχε μεγάλο περιθώριο χρόνου μέχρι να παραδώσει το project εντούτοις το δούλευε εδώ και δώδεκα ώρες σκυμμένος μπροστά στον υπολογιστή του, χωρίς σταματημό σαν να ήθελε να κρυφτεί πίσω από μία οθόνη με το μυαλό του απασχολημένο.
Ήθελε να ξεφύγει απ' αυτό που την προηγούμενη ημέρα είχε ταράξει την μέχρι τώρα εύθραυστη ηρεμία του.
Έξω στο μπαλκόνι ένιωσε την παγωνιά να τον περονιάζει, αλλά δεν ήθελε να μπει ακόμα μέσα. Η αποψινή νύχτα έμοιαζε με την φουρτουνιασμένη ψυχή του.
Άλλη μία αστραπή έσκισε τον ουρανό πιο κοντά του αυτή τη φορά και η βροντή που ακολούθησε ήρθε μαζί με τη θύμηση της κασέτας. Όσο και αν προσπάθησε να διώξει τη θύμησή της το βλέμμα του έπεσε στο τραπεζάκι του σαλονιού, εκεί όπου είχε αφήσει τον κίτρινο φάκελο που είχε παραλάβει την προηγούμενη μέρα. Ο αποστολέας του φακέλου ήταν ανώνυμος. Μέσα στο φάκελο είχε βρει ένα κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Δεν άντεξε, σαν ρομπότ κατευθύνθηκε προς τα κει και έβαλε πάλι την κασέτα να παίξει. Από την ανοιχτή πόρτα του μπαλκονιού άλλη μια βροντή ακούστηκε.
Η κασέτα άρχισε να παίζει. Η φωνή που ακουγόταν ήταν γυναικεία, απαλή κρύβοντας ταυτόχρονα κάτι απειλητικό, ίσως μια ηχώ από το παρελθόν που δεν μπορούσε κανείς να αγνοήσει.
" Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες".
Αν και δεν αναγνώρισε τη φωνή κατάλαβε πως είχε να κάνει με το παρελθόν του. Ένα παρελθόν από το οποίο είχε κρατήσει μόνο τα καλά στη μνήμη του και τα άσχημα τα είχε καταχωνιάσει στα σκοτεινά στρώματα του μυαλό του, για να μην ξαναβγούν ποτέ πια στο φως.
Φόβος τον κυρίευσε. Τι ήθελε να πει το μήνυμα; Ήταν μια απειλή για τη ζωή του ή ένα κάλεσμα για κάτι σημαντικό; Άκουσε το μήνυμα ξανά και ξανά σαν να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τιμωρήσει τον εαυτόν του. Τελικά άρπαξε την κασέτα νευριασμένος και την εκσφενδόνισε προς το μπαλκόνι και εκείνη κατέληξε κάτω στην αυλή χίλια κομμάτια. Ακολούθησε και το κασετόφωνο που είχε την ίδια τύχη. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ακολουθήσει και αυτός την ίδια πορεία, καθώς θραύσματα άσχημων αναμνήσεων μπήκαν στο μυαλό του, αλλά συγκρατήθηκε. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα την ώρα που το δεύτερο κύμα καταιγίδας ξέσπασε με μανία πάνω στην πόλη.
"Είκοσι χρόνια ψυχοθεραπείας", σκέφτηκε, "είχαν πάει στα χαμένα".
Έβαλε ένα ουίσκι και ξάπλωσε στον καναπέ. Μετά από τόση δουλειά και αρκετή κατανάλωση αλκοόλ τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε το πρωί με τη θύμηση ενός περίεργου ονείρου - μια φιγούρα στο σκοτάδι, μια γυναίκα σαν σκιά, χωρίς να ξεχωρίζουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, με μαύρα ρούχα ήταν εκεί μαζί του και του έλεγε ξανά και ξανά την ίδια φράση, σαν ξόρκι - "θυμήσου το λάθος σου".
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Για μια στιγμή κοίταξε γύρω του, έχοντας την εντύπωση ότι η περίεργη φιγούρα της γυναίκας ήταν εκεί μαζί του. Όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος αναρωτήθηκε τι να σήμαινε το όνειρο και ποιο ήταν το λάθος που έπρεπε να θυμηθεί; Αρχίζω να τρελαίνομαι, μουρμούρισε.
Σηκώθηκε και έβαλε την καφετιέρα σε λειτουργία να φτιάξει καφέ. Με την πρώτη γουλιά, είδε ένα κίτρινο φάκελο περασμένο κάτω από την πόρτα του.
"Τι διάολο επιδημία κίτρινων φακέλων έπεσε;". Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, άφησε το φλιτζάνι στο τραπεζάκι του σαλονιού και προχώρησε προς την πόρτα. Σήκωσε τον φάκελο από κάτω και είδε ότι ήταν και αυτός ανώνυμος, όπως και ο προηγούμενος που περιείχε το κασετόφωνο.
Άνοιξε τον φάκελο. Μέσα υπήρχε μόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ήταν εκείνος μικρό παιδί με φόντο κάποιο παλιό μακρόστενο κτίριο που είχε λίγα μικρά παράθυρα στην πρόσοψη. Στη θέα του κτιρίου ένιωσε μια ανεξήγητη αναστάτωση, αλλά δεν θυμόταν αν το είχε ξαναδεί, ούτε αν έζησε κάποτε εκεί. Το τρέμουλο στα χέρια του επανήλθε και πάλι.
Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας διάβασε κάτι που ήταν σημειωμένο:
"Ξέρεις ποια είμαι και τι έκανες τότε. Πρέπει να θυμηθείς, απομένουν μόνο λίγες ημέρες".
Τον έπιασε ταχυπαλμία. Οι πρώτες ενδείξεις για κρίση πανικού είχαν εμφανιστεί. Σκέψεις, εικόνες, φωνές που τα είχε καταχωνιασμένα στο πίσω μέρος του μυαλού του για χρόνια, τώρα προσπαθούσαν να βγουν στο προσκήνιο.
Με τρεμάμενα χέρια πήρε τηλέφωνο τον ψυχολόγο του.
"Γιατρέ μου τρελαίνομαι. Μνήμες από το παρελθόν έρχονται με μορφή χιονοστιβάδας. Δεν ξέρω τι είναι πραγματικό και τι στη φαντασία μου".
"Έγινε αυτό που φοβόμουν, του απάντησε εκείνος. Όταν ήρθες σε μένα δέκα χρονών παιδάκι το μόνο που ήθελες ήταν να ξεχάσεις το παρελθόν σου, να καθησυχάσεις την συνείδησή σου και τα κατάφερες. Μεγαλώνοντας αφέθηκες σ' αυτή την κατάσταση, αλλά σε είχα προειδοποιήσει πως μια σπίθα αρκούσε να γίνουν όλα εφιαλτικά και πάλι. Έλα από το ιατρείο μου να αναλύσουμε την κατάσταση και να βρούμε μια ισορροπία".
Οι καθημερινές επισκέψεις στον ψυχολόγο του, γέμισαν τις επόμενες ημέρες του. Όσο όμως και αν προσπάθησε εκείνος να τον κάνει να ανατρέξει στο παρελθόν, η μνήμη του Τζέιμς πεισματικά αρνιόταν. Ωστόσο δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει, ούτε να κοιμηθεί, δεν μπορούσε με τίποτα να ακολουθήσει την καθημερινότητά του.
Τελικά ο ψυχολόγος του σύστησε να επισκεφτεί το μέρος που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ίσως εκεί να έβρισκε την χαμένη ισορροπία του.
(Συνεχίζεται)
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο αγαπημένο Δρώμενο " Μια ιδέα - μια έμπνευση που διοργανώνει
Ατμόσφαιρα καταιγίδας! Μια πόλη ντυμένη στο σκοτάδι της νύχτας και των ριπών του παγωμένου αέρα. Και κάπου εκεί ο Τζέημς. Μια καταιγίδα, που δεν έχει μόνο τη μορφή του κλασικού φυσικού φαινομένου αλλά πίσω της κρύβεται μια απόλυτα πιο οδυνηρή. Μια καταιγίδα από αναμνήσεις, που μπλέκονται ανάμεσα στον πραγματικό και ονειρικό κόσμο του νεαρού Τζέημς και που όλα φωτογραφίζουν τον παιδικό του κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλένη μου, το πρώτο μέρος του έργου σου ξεκινάει ως χαστούκι στα συναισθήματα. Μας κινητοποιεί, μας ξεσηκώνει, μας γεμίζει αγωνία και μας βάζει άμεσα στα "βαθιά" του σκοτεινού ψυχολογικού κόσμου του νεαρού σου πρωταγωνιστή.
Αγαπημένη μου φίλη. Μένω καθηλωμένος, φοράω τις πνευματικές "ζώνες ασφαλείας" γιατί είμαι σίγουρος ότι ακολουθεί κάτι πολύ δυνατό έως και απρόβλεπτο.
Σε ευχαριστώ πολύ για μια ακόμα έξοχη συμμετοχή σου, Ελένη μου.