"Στα μονοπάτια της φαντασίας μου"
Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025
ΧΑΪΚΟΥ #4 - συμμετοχή
Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025
Φθινοπώριασε στην καρδιά μου
Φέτος ήρθε ένα Φθινόπωρο
μέσα από την αχλή
μιας θολής πραγματικότητας,
χωρίς εκείνη τη γλύκα που αφήνει
το γλυκό σταφύλι,
χωρίς μυρωδιά από μούστο
και σιρόπι πετιμέζι,
χωρίς ροδοκόκκινους ουρανούς
και παιχνιδιάρικα σύννεφα.
Κοιτάζω από το παράθυρο
και μελαγχολώ.
Βλέπω τα φύλλα να πέφτουν
σαν έκπτωτοι άγγελοι
αφήνοντας γυμνά
τα κλαδιά των δέντρων
να μαστιγώνουν τα όνειρά μου.
Ε.Φ.
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025
Η Φωνή της Σιωπής (μέρος 4ο) "Μια ιδέα - Μια έμπνευση #4"
4. Ενδοσκόπηση
Δεν ήξερε πόσο καιρό βρισκόταν εκεί. Δεν υπήρχε ήχος, ούτε χρόνος. Μόνο εικόνες που έπλαθε το μυαλό του και γρίφοι. Είχε παραισθήσεις.
Ξαφνικά ο τοίχος του δωματίου ραγίζει και ανοίγει. Μπροστά του παρουσιάζεται ένας μαύρος διάδρομος. Μια πινακίδα φωτεινή τον προειδοποιεί.
"Αν θες να βγεις, πρέπει πρώτα να μπεις στον εαυτό σου".
"Μα δεν θέλω να βγω. Αποφάσισα να μείνω για πάντα εδώ. Δεν αξίζει να ζω, έκανα τόσο κακό με την σιωπή μου", ούρλιαξε.
Τότε ένιωσε δίπλα του το μικρό αγόρι να του πιάνει το χέρι και να του λέει:
"Κάντο για μένα". Ο μικρός του εαυτός τον κοιτά παρακλητικά. Τα μάτια του δείχνουν φόβο μα και μια αποφασιστικότητα για να πνίξει αυτόν το φόβο.
Μηχανικά ο Τζέιμς προχωρά. Στους τοίχους βλέπει να προβάλλεται η ζωή του μέσα από τις παιδικές ζωγραφιές του και από σκηνές της παιδικής ηλικίας. Βλέπει τον εαυτό του στο σχολείο του, πιο κει να παίζει με τους φίλους του, στις κούνιες με την μητέρα του, να παίζει μπάλα με τον πατέρα του... Ώσπου φτάνει στο τέρμα του διαδρόμου. Εκεί βλέπει ένα καθρέφτη.
Μια σκέψη έρχεται στο μυαλό του που την υπαγορεύει άλλος. "Μην σπάσεις τον καθρέφτη. Σπάσε αυτόν που τον κοιτάζει".
Το είδωλό του στον καθρέφτη τον κοιτάζει σαρκαστικά, με ένα ψεύτικο χαμόγελο και αρχίζει να του μιλά.
"Εγώ είμαι αυτό που έθαψες. Αυτό που δεν είχες το θάρρος να αντιμετωπίσεις. Αν με νικήσεις, ίσως και να βγεις. Αν φοβηθείς θα μείνεις εδώ, μαζί μου, για πάντα".
Ο Τζέιμς ένιωσε και πάλι το μικρό αγόρι δίπλα του και κατάλαβε πως έπρεπε να συνεχίσει, ήταν ένα σημάδι να αρχίσει να βλέπει όλα εκείνα που είχε θάψει μέσα του και για κάποιο λόγο ήρθε και πάλι στο νου του η φωνή της Εύας που του έλεγε:
"Σε έκλεισαν εδώ γιατί θυμώσουν. Δεν ήθελαν να θυμάσαι. Τώρα όμως πρέπει να θυμηθείς".
Ο Τζέιμς κοίταξε γύρω του. Μπροστά του ήταν μια πόρτα χωρίς κλειδαριά. Πάνω της ήταν κολλημένο ένα σημείωμα.
"Μόνο το τραγούδι της μνήμης μπορεί να την ανοίξει. Αλλά πρέπει να θυμηθείς ακριβώς τα λόγια. Δεν επιτρέπεται ούτε ένα λάθος".
Έπρεπε να ξεκινήσει πάλι από την αρχή να θυμηθεί αυτά που τον έκαναν ευτυχισμένο μικρό για να μπορέσει να προχωρήσει και να αντιμετωπίσει αυτά που του σημάδεψαν και του μαύρισαν τη ζωή.
Ο Τζέιμς θυμάται την μητέρα του να του τραγουδά ένα τραγουδάκι όταν ήταν μικρός που του άρεσε πολύ. Ήταν όμως στα ελληνικά, γιατί η καταγωγή της ήταν από Ελλάδα, ενώ ο πατέρας του ήταν Άγγλος. Είχε να μιλήσει ελληνικά εδώ και δέκα χρόνια από τότε δηλαδή που έφυγαν από τη ζωή ο παππούς και η γιαγιά που τον μεγάλωσαν.
Πρώτα θυμήθηκε τον ρυθμό και μετά σκόρπια λόγια. Έλεγε για έναν κακό βασιλιά που κλείδωνε στη σπηλιά στο κάστρο τα μικρά παιδιά (πόσο σημαδιακό τραγούδι αλήθεια). Δεν μπορούσε όμως να θυμηθεί την αρχή, αλλά ήταν σίγουρος πως στο τέλος έλεγε πως τον κακό τον βασιλιά τον κλείδωνε στη σπηλιά στο κάστρο, ο ήλιος. Όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να το θυμηθεί.
Η αγωνία του έφερε ταχυπαλμία. Σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του. Έκλεισε τα μάτια του πεισματικά και σαν σε όραμα είδε την μητέρα του να του χαμογελά και να τον εμψυχώνει.
Τραγούδα μαζί μου Τζέιμς:
Ένας ήλιος με γυαλιά, με γυαλιά
πορτοκαλιά και καπέλο άσπρο
Βγαίνει λίγο για να δει βλέπει
ένα μικρό παιδί στο παλιό το κάστρο
Βγαίνει ο ήλιος για να δει και του λέει
το παιδί στο παλιό το κάστρο
Έχουμε ένα βασιλιά, μας κλειδώνει
στη σπηλιά στο παλιό το κάστρο.
Παίρνει ο ήλιος το παιδί και του
δίνει ένα φιλί κι ένα ρόδο άσπρο.
Παίρνει και το βασιλιά τον κλειδώνει
στη σπηλιά στο παλιό το κάστρο.
Κάθε ένας από αυτούς του έλεγε και κάτι διαφορετικό.
-Δεν έφταιγες εσύ για ότι έγινε, του έλεγε ο ένας.
-Ήθελες να πεθάνει γιατί την ζήλευες, του έλεγε ο άλλος.
-Κρύφτηκες για να σωθείς, του έλεγε ένας τρίτος.
-Ήσουν ένα μικρό δεκάχρονο παιδί, λογικό να φοβηθείς.
-Χάρηκες που πέθανε...
-Όχι, προσπάθησες να την σώσεις, άκουσε κάποιον άλλο να λέει.
-Την αγαπούσες...
-Δεν ήθελες να πεθάνει...
Έπιασε το κεφάλι του. Σίγουρα θα τον τρέλαιναν όλοι αυτοί. Μια φωνή μέσα του, του έλεγε:
"Αν δεν βρεις ποιος είσαι, θα μείνεις ένας από αυτούς".
Ο Τζέιμς έπρεπε να διαλέξει. Ποιος από όλους ήταν όμως ο αληθινός εαυτός του; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε να βρει τον αληθινό. Κοίταξε γύρω του. Όλοι εξακολουθούσαν να του μιλούν. Άλλοι να τον δικαιολογούν και άλλοι να τον κατακρίνουν. Μόνο ένας δεν μιλούσε. Έστεκε ήσυχος με βλέμμα γεμάτο ενοχή. "Αυτός είμαι", σκέφτηκε και τον άγγιξε. Όλοι οι άλλοι εξαφανίστηκαν αμέσως.
Τότε άλλη μια πόρτα άνοιξε. Το μικρό παιδί ήταν εκεί. Τώρα φαινόταν πιο δυνατό. Δεν έκλαιγε, δεν φοβόταν, του έπιασε το χέρι με αυτοπεποίθηση, του χαμογέλασε και του είπε:
"Η έξοδος υπάρχει. Είσαι σίγουρος πως θέλεις να βγεις;"
Ο Τζέιμς το κοίταξε και του είπε με σιγουριά:
"Ναι μικρέ μου εαυτέ τώρα είμαι έτοιμος, είμαι δυνατός, μείνε μαζί μου, μην κρύβεσαι άλλο πια".
Και η πόρτα άνοιξε.
................................................................................................
Ο Τζέιμς ξύπνησε στη ΜΕΘ κάποιου νοσοκομείου. Μια νοσοκόμα τον πλησίασε και του είπε: "Ήσασταν σε κώμα δύο εβδομάδες. Σας βρήκαν στο ερημωμένο ψυχιατρείο".
Αρχίζει να τα θυμάται όλα και ξέρει πως εκείνο το παιδί μέσα του έχει πάψει να φοβάται πια.
Την άλλη μέρα τον μετέφεραν σε κανονικό θάλαμο. Το βράδυ στην τηλεόραση του θαλάμου άκουσε στο δελτίο ειδήσεων πως σε λίγες ημέρες θα άρχιζε η δίκη του περιβόητου παιδεραστή.
"Ό 54τετράχρονος άνδρας, έλεγε η παρουσιάστρια, κατηγορείται για σωρεία βιασμών μικρών παιδιών και για τον θάνατο δύο εξ αυτών, ενώ ερευνάται μήπως ευθύνεται και για άλλες περιπτώσεις που πιθανότατα έχουν γίνει στο παρελθόν".
Ανατρίχιασε καθώς είδε στην οθόνη τον δολοφόνο της μικρής Εύας.
Το μικρό παιδί μέσα του φώναξε:
"Αυτή τη φορά δεν θα φοβηθώ Εύα. Θα είμαι εκεί για να ακουστεί και η δική σου τραγική ιστορία αδερφούλα μου".
Τέλος
Αφορμή για τούτο το διήγημα ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο του Γιάννη Μια ιδέα-μια έμπνευση #4.
Γιάννη σ' ευχαριστώ για την όμορφη ιδέα που έριξες στο τραπέζι.
Υ.Γ. Το ανάρτησα σε συνέχειες, γιατί το καλοκαιράκι συνεχίζεται και που καιρός για πολύωρη ανάγνωση, σας καταλαβαίνω.
Υ.Γ. Όλες οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους, όπως και το τραγούδι "Ένας ήλιος με γυαλιά" που το έχει γράψει ο Χριστόδουλος Χάλαρης και ο Γιάννης Λογοθέτης και το τραγουδά η Δήμητρα Γαλάνη.
Φιλάκια πολλά!
Σάββατο 30 Αυγούστου 2025
Η Φωνή της Σιωπής (μέρος 3ο) "Μια ιδέα - μια έμπνευση #4"
Η Φωνή της Σιωπής
(μέρος 3ο)
Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ
Το δεύτερο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ
3. Στο δωμάτιο "21"
Κοίταξε γύρω του. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και δεν έβλεπε καλά. Και τότε τράβηξε την προσοχή του ένα κόκκινο φωτάκι που αναβόσβηνε. Γεμάτος περιέργεια πλησίασε προς τα εκεί. Πάνω σ' ένα σκουριασμένο μεταλλικό τραπέζι βρήκε ένα ακόμη κασετόφωνο πανομοιότυπο μ' εκείνο που είχε εκσφενδονίσει από το μπαλκόνι του. Ήταν αυτό που αναβόσβηνε. Πάτησε το play και η ίδια γυναικεία φωνή ακούστηκε.
"Σε έκλεισαν εδώ γιατί θυμώσουν. Δεν έπρεπε να θυμάσαι. Τώρα όμως πρέπει να θυμηθείς Τζέιμς".
Είχε την αίσθηση πως αυτή η φωνή ήταν της Εύας, όχι παιδική όπως την θυμόταν, αλλά σαν φωνή ώριμης γυναίκας, με έναν υπόγειο ήχο, σαν δεύτερη φωνή βγαλμένη από κάτι ανείπωτο.
Ο Τζέιμς έπιασε το κεφάλι του και κάθισε ανακούρκουδα στηρίζοντας την πλάτη του στον βρώμικο τοίχο. Στην αρχή χιλιάδες κραυγές ακούγονταν μέσα του. Όλα γύρω του φάνταζαν αλλόκοτα. Οι τοίχοι άρχισαν να γεμίζουν ζωντανές σκιές.
Το κασετόφωνο συνέχισε να παίζει. Η ηχογράφηση επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Η φωνή κάθε φορά παραμορφωνόταν και σε κάθε επανάληψη ακουγόταν και κάτι νέο. Στο τρίτο άκουσμα τράβηξε την προσοχή του ένας ψίθυρος. Επικεντρώθηκε σ' αυτό και τελικά κατάλαβε πως η φωνή έλεγε κάτι για το δωμάτιο "21".
Ο Τζέιμς κοίταξε γύρω του. Στην άλλη άκρη του διαδρόμου είδε μια μισάνοιχτη πόρτα. Πάνω της με δυσκολία διέκρινε τον ξεθωριασμένο αριθμό "21".
Το δωμάτιο κολαστήριο για κείνον. Μπερδεμένες κραυγές μνήμης κατέκλισαν το μυαλό του και σε μια αναλαμπή θυμήθηκε τον εαυτόν του πεταμένο στο δάπεδο, πάνω σε ένα βρώμικο στρώμα, εξαντλημένο από τις πολύωρες "θεραπείες", να τρέμει από το κρύο.
Πλησίασε, έσπρωξε την πόρτα και μπήξε μέσα. Το δωμάτιο ήταν άδειο εκτός από ένα άλλο κασετόφωνο που ήταν τοποθετημένο στο δάπεδο. Πάτησε το play. Η φωνή τώρα ήταν πιο καθαρή, σχεδόν τρυφερή.
Οι κραυγές άρχισαν να καταλαγιάζουν μέσα στο κεφάλι του και έγιναν λέξεις πιο ήσυχες και τότε κατάλαβε πως η φωνή στις κασέτες δεν έκρυβε απειλή, αλλά ήταν ένα κάλεσμα και κείνος έπρεπε να ακολουθήσει.
Ησυχία έπεσε ξαφνικά και σκέπασε τα πάντα σαν πέπλο. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν, ούτε καν τα περιστέρια που γουργούριζαν πριν λίγο κάπου ψηλά στη στέγη. Ο κόσμος έσβησε. Ούτε την ανάσα του δεν άκουγε, ούτε τους κτύπους της καρδιάς του. Μόνο ένιωθε μια πίεση στα μελίγγια του. Ήταν λες και είχε εισέλθει σ' ένα χώρο χωρίς ήχο, αλλά ένιωθε μια παρουσία. Κάτι ήταν εκεί μαζί του.
Μέσα στον απόλυτο βουβό τρόμο η μαυροφορεμένη γυναίκα-σκιά πήρε την μορφή της Εύας. Ήταν γυναίκα στο σώμα, αλλά το πρόσωπό της είχε εκείνη την παιδική μορφή που θυμόταν με τα καταγάλανα ματάκια και τα ξανθά μαλλιά. Δεν του μίλησε μόνο του έδειξε έναν καθρέφτη.
Ο Τζέιμς πλησίασε τον καθρέφτη και είδε το είδωλό του και δίπλα του φανερώθηκε ένα αγόρι, φοβισμένο να κλαίει σιωπηλά. Το βλέμμα του, του είναι οικείο.
Και τότε η φωνή επέστρεψε μέσα στο κεφάλι του, αυτή τη φορά ήταν σαν να του μιλούσε το μικρό αγόρι.
"Αυτό ήσουν πριν με σβήσεις και πριν αφήσεις εκείνη πίσω. Επέστρεψα για να θυμηθείς".
Το αγόρι είναι αυτός. Ένα κομμάτι της ψυχής του που έκλεισε βαθιά μέσα του για να επιβιώσει. Και η Εύα είναι η φωνή του παιδιού που άφησε πίσω.
Ξαφνικά σαν αστραπή άστραψε μια κραυγή μέσα στο κεφάλι του: "Άνοιξέ μου".
Ο Τζέιμς κατέρρευσε στο πάτωμα. Η ανάμνηση τον διαπέρασε σαν μαχαίρι. Θυμάται...
Θυμάται μια αποθήκη, μικρή, σκοτεινή απόμερη στην άκρη του κτήματος και τη σκιά ενός άνδρα που κρατούσε με το ένα του χέρι σφιχτά στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι και με το άλλο να του κλείνει το στόμα. Εκείνο κουνούσε απεγνωσμένα τα αδύναμα ποδαράκια του. Μπήκαν στην αποθήκη. Το κοριτσάκι ήταν η Εύα και ήταν μόλις οκτώ χρονών.
Ο άνδρας μετά από λίγο βγήκε, κλείδωσε την αποθήκη και έφυγε. Ο Τζέιμς ήταν εκεί και τα είδε όλα. Πλησίασε την αποθήκη και άκουσε το κλάμα της Εύας.
"Εύα!'
"Τζέιμς άνοιξέ μου, του φώναξε, θα γυρίσει και θα μου κάνει κακό. Άνοιξέ μου".
Για μια στιγμή ο Τζέιμς αμφιταλαντεύτηκε. Ας έμενε εκεί, σκέφτηκε, είναι αυτή που μου στέρησε τον πατέρα μου. Ήξερε πως δεν είχα μαμά και όμως μονοπωλούσε και τον πατέρα μου.
Αμέσως το μετάνιωσε, κατά βάθος την αγαπούσε. Ήταν η μικρή του αδερφή. Έψαξε να βρει τρόπο να της ανοίξει. Κλειδί δεν υπήρχε στην κλειδαριά. Κοίταξε γύρω γύρω από την αποθήκη. Δεν υπήρχαν παράθυρα, μόνο ένας πολύ μικρός φεγγίτης αρκετά ψηλά. Κάπου εκεί δίπλα σε ένα σωρό από ξύλα βρήκε ένα τσεκούρι, βαρύ για τα παιδικά του χέρια. Το σήκωσε με δυσκολία και άρχισε να κτυπάει την κλειδαριά της ξύλινης πόρτας. Μετά από πολλή προσπάθεια και την ώρα που είχε σχεδόν καταφέρει να κάνει την κλειδαριά να υποχωρήσει εμφανίστηκε μπροστά του η σκιά του άνδρα. Πελώριος του φάνηκε. Τον γνώρισε. Ήταν ο επιστάτης που είχε ο πατέρας τους στα κτήματα. Του άρπαξε το τσεκούρι από τα χέρια και ήταν έτοιμος να του ανοίξει το κεφάλι στα δύο.
Ο Τζέιμς με όση δύναμη είχε, άρχισε να τρέχει. Για κάμποση ώρα άκουγε τον επιστάτη να τρέχει πίσω του, αλλά τελικά κατάφερε να του ξεφύγει. Εκείνος όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τον πιάσει, του φώναξε πως αν πει το οτιδήποτε σε κάποιον θα τον σκότωνε. Φοβήθηκε, δεν το είπε πουθενά.
Ο μικρός Τζέιμς δεν γύρισε στο σπίτι του εκείνο το βράδυ, ούτε και τις επόμενες ημέρες. Κρυβόταν σε εγκαταλελειμμένες καλύβες και δεν συνάντησε άνθρωπο στην περιπλάνησή του. Έτρωγε μόνο φρούτα.
Το νεκρό κορμάκι της Εύας βρέθηκε μετά από ψάξιμο τριών ημερών πρόχειρα σκεπασμένο με κλαδιά σε ένα δασάκι πολύ κοντά στην αποθήκη, ήταν σεξουαλικά κακοποιημένη.
Ο μικρός Τζέιμς γύρισε σπίτι του μετά από είκοσι ημέρες. Την ημέρα που γύρισε, είδε ένα φέρετρο να βγαίνει από το σπίτι του. Μέσα ήταν ο πατέρας του, που νομίζοντας πως και ο Τζέιμς είχε την ίδια τύχη με την Εύα, αυτοκτόνησε.
Ο μικρός Τζέιμς ακολούθησε την πομπή μέχρι το νεκροταφείο. Δίπλα στον ανοιχτό τάφο του πατέρα του είδε ένα φρεσκοσκαμμένο τάφο με το όνομα της Εύας στη μαρμάρινη πλάκα. Και τότε κατάλαβε πως η Εύα δεν είχε γλυτώσει από τα χέρια του επιστάτη. Η καρδιά του έσπασε.
Όταν σκέπασε και τον πατέρα του το χώμα, έπεσε πάνω στους δύο τάφους και άρχισε να ουρλιάζει, να λέει λόγια ακατάληπτα. Κανένας δεν πρόσεξε ότι ανάμεσα στις κραυγές του ονόμαζε σαν δολοφόνο τον επιστάτη. Όλοι έλεγαν πως ο πόνος έκανε το παιδί να χάσει τα λογικά του. Μόνο ο επιστάτης το κατάλαβε που στεκόταν πιο κοντά του, έσκυψε τον σήκωσε από κάτω και του έσφιξε το χέρι σαν μέγγενη, ενώ συγχρόνως του ψιθύριζε "Πρόσεξε γιατί σύντομα θα τους ακολουθήσεις στον τάφο".
Οι ημέρες που ακολούθησαν ήταν η συνέχεια του εφιάλτη που ζούσε. Η μητριά του ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και τον είχε εγκαταλείψει στη μοίρα του. Το μόνο καλό ήταν ότι ο επιστάτης είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης την ίδια μέρα της κηδείας του πατέρα του και έτσι μπόρεσε επιτέλους να πει στη μητριά του ότι ο επιστάτης ήταν αυτός που είχε κάνει κακό στην Εύα. Όσο όμως και αν τον έψαξε η αστυνομία δεν τον εντόπισαν πουθενά.
Η μητριά του μην αντέχοντας να ζει άλλο στο σπίτι που της θύμιζε την Εύα και τον πατέρα του, αφού τον εγκατέλειψε σε κάποιο ορφανοτροφείο της περιοχής, έφυγε και δεν την ξαναείδε ποτέ.
Στο ορφανοτροφείο κάθισε λίγους μήνες. Η κατάστασή του χειροτέρευε, από την μια οι τύψεις που δεν μίλησε όταν έπρεπε και από την άλλη ο φόβος του επιστάτη, αφού κυκλοφορούσε ελεύθερος και θα μπορούσε να του κάνει κακό ανά πάσα στιγμή, τον έφεραν στα πρόθυρα της τρέλας. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, φώναζε, ούρλιαζε, είχε εφιάλτες, αυτοτραυματιζόταν και έτσι τον έστειλαν στο ψυχιατρείο. Ήταν μόλις δέκα χρονών.
Το δωμάτιο "21" στο ψυχιατρείο παραλίγο να γίνει ο τάφος του. Τον έσωσε μία νοσοκόμα που ήταν φίλη με την μητέρα του όσο εκείνη ζούσε. Με την βοήθεια της ένα βράδυ τον βοήθησε να δραπετεύσει. Αυτή φρόντισε να τον στείλει στον παππού και την γιαγιά του, από την μεριά της μητέρας του, που ζούσαν μακριά σε άλλη πόλη.
Όταν είχε πεθάνει η μητέρα του και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, οι παππούδες είχαν κόψει κάθε επαφή μαζί τους. Αλλά τώρα που έμαθαν για την τύχη του αγαπημένου τους εγγονιού τον πήραν υπό την προστασία τους.
Εκείνοι με παιδοψυχολόγους και με την αγάπη που τον τύλιξαν κατάφεραν να τον κάνουν να ξεχάσει το δωμάτιο "21" και όλα τα άλλα.
Τώρα όμως καθώς η μνήμη του επανήλθε, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα έμενε στο δωμάτιο "21" μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή. Σκέφτηκε πως δεν άξιζε να συνεχίσει να ζει. Η σιωπή του είχε φέρει το θάνατο στην Εύα και στον πατέρα του. Τώρα στο δωμάτιο "21" θα περίμενε και τον δικό του θάνατο.
Η πόρτα έκλεισε. Όμως δεν ήταν μόνος. Κοντά του είχε μείνει η οπτασία της Εύας και του μικρού αγοριού. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος.
Έξω από το ψυχιατρείο ξημέρωνε. Η πόλη συνέχιζε να ζει, να ξεχνά.
(συνεχίζεται)
Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025
Η Φωνή της Σιωπής (μέρος 2ο) "Μια ιδέα - μια έμπνευση #4"
Η πόλη που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Τζέιμς ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη που απείχε περίπου εκατό χιλιόμετρα βόρεια του Κάρντιφ. Μια πόλη ανάμεσα σε βουνά και την κοιλάδα του ποταμού Ντι.
Μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις αποφάσισε να ακολουθήσει την συμβουλή του ψυχολόγου του και να κάνει το ταξίδι της επιστροφής. Το πατρικό του όπως το θυμόταν ήταν μια ευρύχωρη διώροφη κατοικία με πέτρινους τοίχους μέσα σε ένα μεγάλο φροντισμένο κήπο. Στο κήπο υπήρχαν δύο θεόρατα δέντρα και πολλά λουλούδια που άνθιζαν ανάλογα με την εποχή. Σε ένα από τα δέντρα ο πατέρας είχε φτιάξει μια κούνια. Ακόμα είχε το σημάδι στο γόνατο, από τότε που είχε πέσει απ' αυτήν. Πίσω από το σπίτι εκτεινόταν η τεράστια έκταση του κτήματός τους.
Ξεκίνησε νωρίς το πρωί με μια ομίχλη να έχει σκεπάσει τα πάντα, αλλά όσο έπαιρνε η μέρα διαλυόταν. Στα μισά της διαδρομής έπιασε κι ένα μονότονο ψιλόβροχο που ευτυχώς όταν έφτασε στην πόλη σταμάτησε.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα κεντρικό σημείο και προσπάθησε να βρει γνώριμα στέκια από το παρελθόν. Όπως διαπίστωσε όμως η πόλη είχε αλλάξει πολύ, δεν θύμιζε σε τίποτα τη μικρή κωμόπολη που είχε αφήσει πίσω του πριν από είκοσι χρόνια. Τώρα η πόλη είχε μεγαλώσει και είχε γίνει πολύβουη, εξ αιτίας της βιομηχανικής ανάπτυξης. Πολλά παραδοσιακά σπίτια είχαν δώσει τη θέση τους σε άλλα νεόκτιστα και γενικά είχε γίνει μια πόλη άχρωμη, δίχως την ιδιαίτερη ταυτότητα που είχε κάποτε. Ευτυχώς το ιστορικό της κέντρο είχε παραμείνει όπως το θυμόταν με τα παλιά κτίρια, και με την εκκλησία του st. Giles με το διάσημο καμπαναριό του, να στέκει αγέρωχη. Πήρε ένα καφέ στο χέρι και ξεκίνησε πάλι.
Το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στην βόρεια έξοδο της πόλης, εκεί που άρχιζαν τα αγροκτήματα. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Εδώ η αλλαγή δεν ήταν τόσο αισθητή, η περιοχή είχε κρατήσει κάτι από τον παλιό της χαρακτήρα. Μόνο λίγα καινούργια σπίτια είχαν γίνει και αυτά ήταν μονοκατοικίες.
Πήρε την τελευταία στροφή του δρόμου και το πατρικό του σπίτι ξεπρόβαλε μπροστά του. Η πρώτη εντύπωση ήταν ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ήξερε πως δεν θα θύμιζε σε τίποτα την παλιά του αίγλη, αλλά αυτό που είδε δεν μπορούσε να το φανταστεί.
Μετά από είκοσι χρόνια το πατρικό του σπίτι έστεκε εκεί χωρίς ίχνος ζωής μέσα του, μισογκρεμισμένο σαν να περίμενε να τον δει πριν σωριαστεί τελείως από την αφροντισιά. Ο κήπος μια ζούγκλα. Αναρριχώμενα φυτά είχαν καταπιεί τους τοίχους του. Στο ανώι παράθυρα ξεχαρβαλωμένα άφηναν τους αέρηδες να μπαινοβγαίνουν και ο ήχος που ακουγόταν ήταν το κύκνειο άσμα του σπιτιού.
Η πρώτη του σκέψη ήταν να κάνει αναστροφή και να φύγει, όμως ήθελε να δει αν υπήρχε ακόμα εκεί αυτό που είχε κάποτε αφήσει. Ένα πολύτιμο γι' αυτόν αντικείμενο.
Παραμέρισε με κόπο τα χόρτα και έφτασε στην είσοδο. Μετά από αρκετή δυσκολία κατάφερε και άνοιξε την πόρτα που είχε σκεβρώσει. Αμέσως μια αηδιαστική μυρωδιά μούχλας έφτασε στα ρουθούνια του. Το χολ ήταν άδειο από έπιπλα, το ίδιο και το καθιστικό. Δεν υπήρχε τίποτα από τα άλλοτε καλόγουστα έπιπλα, ούτε οι όμορφοι πολυέλαιοι που κρέμονταν από τα ταβάνια του. Σίγουρα θα είχαν λεηλατηθεί από επιτήδειους. Τώρα το πάτωμα σαπισμένο σε πολλά σημεία, ήταν γεμάτο από υγρά μουχλιασμένα φύλλα και από πούπουλα και περιττώματα πουλιών και νυχτερίδων που μπαινόβγαιναν από τα σπασμένα παράθυρα. Ένα σμήνος μάλιστα από δαύτες πέταξαν τρομαγμένες από την παρουσία του. Ανατρίχιασε. Η κουζίνα ήταν και αυτή σε μαύρα χάλια. Εκεί υπήρχε μόνο ένα σπασμένο τραπέζι σε μια γωνιά, μερικά ραγισμένα πιατικά που μόλις διακρίνονταν από τη σκόνη σ' ένα άθλιο ντουλάπι και εκατοντάδες ιστοί αράχνης που κρέμονταν από τους τοίχους και το ταβάνι. Σφίχτηκε η καρδιά του.
Άγγιξε με το βλέμμα του όλους τους χώρους του σπιτιού. Στο βάθος ήταν η σκάλα για το ανώι του σπιτιού. Σαν λάμψη αστραπής ήρθε η ανάμνηση. Αυτός κουτρουβαλώντας τη σκάλα να κυνηγά τη μικρή του αδερφή που του είχε αρπάξει το κασετοφωνάκι που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του τα περασμένα Χριστούγεννα και κείνη να κρύβεται πίσω από κάποιο έπιπλο για να μην την πιάσει. Και τώρα σκέφτηκε πόσο έμοιαζε με κείνο που του είχαν στείλει ανώνυμα. Ανέβηκε την ξύλινη σκάλα με προσοχή. Κανα δυο σκαλοπάτια της έλειπαν. Σε κάθε του βήμα φαινόταν έτοιμη να σωριαστεί.
Προχώρησε στο διάδρομο και μπήκε στο δωμάτιο που άλλοτε ήταν δικό του. Και εδώ η ίδια εικόνα. Σαπισμένες ταπετσαρίες είχαν γίνει καταφύγιο σε πάσης φύσεως ζωύφια. Σε πολλά σημεία η στέγη άφηνε την βροχή να περνάει και ήταν θέμα χρόνου να σωριαστεί το ταβάνι. Το βλέμμα του έπεσε στη σκοροφαγωμένη ντουλάπα που ήταν πεταμένη στο πάτωμα. Ευτυχώς η ντουλάπα ήταν εκεί. Η πόρτα της έχασκε στο πλάι και ο καθρέφτης της ήταν σπασμένος με τα γυαλιά του να είναι σκορπισμένα μέσα και έξω από τη ντουλάπα. Παραμέρισε με προσοχή τα κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη και άρχισε να ψηλαφίζει τον πάτο της. Γρήγορα μια σανίδα υποχώρησε και στο άνοιγμα φάνηκε μια μικρή κρύπτη που είχε μέσα ένα μεταλλικό κουτί. Εκεί έκρυβε τους θησαυρούς του όταν ήταν παιδί.
Ακούμπησε το κουτί στο πρεβάζι του παραθύρου και με τρεμάμενα χέρια και βουρκωμένα μάτια το άνοιξε. Πάνω πάνω μία φωτογραφία της μητέρας του. Την πήρε στα χέρια του, εκείνη του χαμογελούσε μέσα από την ασημένια κορνίζα. Την έφερε στα χείλη του ενώ δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του. Τριάντα χρονών άντρας, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν μικρό απροστάτευτο παιδί.
"Γιατί με άφησες μαμά, ψιθύρισε με παράπονο. Μου είχες υποσχεθεί πως θα ήσουν διαρκώς κοντά μου". Ήταν πέντε χρονών όταν την έχασε.
Άγγιξε το χτενάκι των μαλλιών της που είχε φυλάξει στο κουτί και άρχισε να κοιτάζει και άλλες φωτογραφίες από την εποχή που ήταν ακόμη μια ευτυχισμένη οικογένεια. Η μητέρα του, ο πατέρας του και αυτός ανάμεσά τους χαρούμενος. Όταν εκείνη πέθανε, άλλαξαν όλα.
Στο κάτω μέρος του κουτιού ήταν οι βώλοι με τους οποίους έπαιζε όταν ήταν μικρός και μία σφεντόνα που του είχε χαρίσει ένας φίλος του. Τελευταίο άγγιξε το ημερολόγιο του πατέρα του, ήταν το μόνο πράγμα που είχε από κείνον.
Το πήρε στα χέρια του και άρχισε να διαβάζει γνωστές και άγνωστες πτυχές της ζωή τους συγκινημένος. Στην τελευταία σελίδα ο πατέρας του είχε γράψει πως θα έβαζε τέλος στη ζωή του για να ακολουθήσει τα δυο παιδιά του που νόμιζε πως είχε χάσει. Δεν μπορούσε, έγραφε, να ζήσει χωρίς αυτά ήθελε να είναι μαζί τους στην άλλη ζωή.
Ένα ουρλιαχτό βγήκε από τα χείλη του, με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.
"Πατέραααα! η κραυγή του έσκισε τον αέρα σαν κοφτερό μαχαίρι.
Δεκάδες πουλιά που είχαν κουρνιάσει στα γυμνά κλαδιά των δέντρων της αυλής πέταξαν τρομαγμένα προς τον ουρανό. Έμεινε να τα κοιτάει, ενώ συγχρόνως έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί γιατί ο πατέρας του τον είχε θεωρήσει νεκρό.
Ξαφνικά το ημερολόγιο που κρατούσε στα χέρια του άρχισε να δονείται και εμβρόντητος είδε σε μια άγραφη σελίδα του να χαράσσονται λέξεις από μόνες τους.
"Τζέιμς αγαπημένο μου αγόρι δεν ξέρεις πόσο χάρηκα όταν κατάλαβα ότι εσύ ζούσες. Αν το ήξερα τότε δεν θα έβαζα τέλος στη ζωή μου, θα έμενα πίσω να σε προστατέψω. Τώρα όμως πρόσεξέ με αν ακούσεις την φωνή, αγνόησέ τη. Μην κοιτάξεις πίσω. Συνέχισε την ζωή σου. Η Εύα θα προσπαθήσει να σου μιλήσει. Μην την ακούσεις αγόρι μου, ότι έγινε, έγινε! Θέλω να ξεχάσεις και εσύ τουλάχιστον να ζήσεις ευτυχισμένος".
Είχε φρικάρει τελείως, κοιτούσε τις λέξεις που γράφονταν από μόνες τους και άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά, σκέφτηκε, έχω παραισθήσεις.
Θυμόταν πως η Εύα ήταν η ετεροθαλής αδερφή του, που είχε χαθεί το ίδιο καλοκαίρι με τον πατέρα του. Μια ιστορία που δεν ήθελε να θυμάται. Όχι δεν ήθελε να θυμάται!
Κάπου στο κήπο άκουσε ένα σκυλί να αλυχτά. Ήταν ώρα να φύγει, δεν ωφελούσε να μείνει άλλο εκεί. Πήρε το κουτί που έκρυβε τους θησαυρούς του με τρεμάμενα χέρια και έκανε να βγει από το δωμάτιο.
Και τότε την είδε... Μία γυναίκα με μαύρα ρούχα σαν σκιά να βγαίνει μέσα από τον τοίχο. Δεν του μίλησε, μόνο βάδιζε προς το μέρος του.
Θεέ μου τρελαίνομαι, σκέφτηκε. Τρομοκρατημένος βγήκε από το σπίτι και τρέχοντας μπήκε στο αυτοκίνητο προσπαθώντας να συνέλθει. Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο χέρια και το ακούμπησε στο τιμόνι.
Ποια ήταν η οπτασία αυτής της γυναίκας που είχε δει πρώτα στο όνειρό του και τώρα εδώ σαν φάντασμα. Συλλογίστηκε πως αν ζούσε η Εύα θα ήταν περίπου στην ηλικία της.
Η Εύα ήταν δύο χρόνια μικρότερη από αυτόν και γεννήθηκε όταν ο πατέρας του παντρεύτηκε την μητέρα της λίγο μετά το θάνατο της δικής του.
Η γέννησή της έκανε τον ίδιο αόρατο, τόσο στα μάτια της μητριάς του όσο και στα μάτια του πατέρα του. Τα πάντα είχαν επικεντρωθεί γύρω από την Εύα και ο ίδιος μεγάλωνε στο παρασκήνιο. Η ζήλεια άρχισε να φωλιάζει στη καρδιά του. Ναι ζήλευε εκείνο το μικρό χαριτωμένο πλασματάκι που του είχε κλέψει τον πατέρα του τον μοναδικό άνθρωπο που του είχε απομείνει.
Έδιωξε τούτες τις σκέψεις γρήγορα από το μυαλό του. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και περιπλανήθηκε στην πόλη.
Γρήγορα έφτασε στα περίχωρα και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σε ένα μακρόστενο κτίριο. Ήταν το ίδιο που είχε δει στη φωτογραφία που του είχαν στείλει. Σταμάτησε το αμάξι και κατέβηκε.
Το κτίριο ήταν εγκαταλελειμμένο και η οργιώδης βλάστηση προσπαθούσε να ντύσει με λήθη τους τοίχους του. Ο άνεμος που φυσούσε και περνούσε μέσα από τα παράθυρα που ήταν σαν μάτια που κοιτούσαν το κενό, έφερνε ήχους που θύμιζαν κραυγές. Πλησίασε. Πάνω από την ξεχαρβαλωμένη πόρτα διάβασε μια ξεθωριασμένη επιγραφή με κεφαλαία γράμματα "ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ". Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του. Καθώς το κοιτούσε κάτι τον τράβηξε να μπει στο εσωτερικό του κτιρίου.
(Συνεχίζεται)
Υ.Γ. Όλες οι εικόνες είναι αλιευμένες από το internet και ανήκουν στους δημιουργούς τους
Σάββατο 23 Αυγούστου 2025
Η Φωνή της Σιωπής (Μέρος 1ο) "Μια ιδέα- μια έμπνευση #4"
Κεντρική ιδέα πλοκής:
Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
(Μέρος 1ο)
1. Εύθραυστη ηρεμία
Ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η καταιγίδα που για ώρες μαστίγωνε τα δυτικά προάστια του Κάρντιφ μόλις είχε σταματήσει, όμως μέσα σε τούτη την αφέγγαρη νυχτιά, ο κατάμαυρος ουρανός υποσχόταν πως σε λίγο θα άρχιζε πάλι. Ο δυνατός αέρας συνέχιζε αμείωτος την έντασή του και έκανε τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν έναν αλλόκοτο χορό.
Ο Τζέιμς βγήκε στο μικρό μπαλκόνι του διαμερίσματός του και μια ριπή παγωμένου αέρα τον κτύπησε καταπρόσωπο. Δεν πτοήθηκε, την ήθελε αυτή την αναμέτρηση απόψε μαζί του, για να καταλαγιάσει λίγο την πάλη που γινόταν μέσα του.
Κοίταξε γύρω του, η πόλη κοιμόταν. Ως και ο γείτονας στο απέναντι διαμέρισμα που κάθε βράδυ έβλεπε τηλεόραση μέχρι τις πρωινές ώρες, απόψε έλειπε. Μόνο τα στοιχεία της φύσεως ξαγρυπνούσαν. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και η βροντή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική.
Ελάχιστα φώτα υπήρχαν αναμμένα διάσπαρτα σ' όλη την πόλη και μέσα στη σκοτεινιά φάνταζαν σαν μάτια μικρών δράκων. Αγρυπνούσαν άραγε για καλό ή για κακό;
Ο Τζέιμς σε δύο μήνες έκλεινε τα τριάντα του χρόνια και η αλήθεια είναι πως είχε πολλά σκαμπανεβάσματα στη ζωή του και στην παιδική του ηλικία είχαν συμβεί κάποια τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή του για πάντα. Είχε καταφέρει όμως με πείσμα και επιμονή και αρκετή ψυχανάλυση να τα αφήσει όλα πίσω και να γίνει ένας από τους καλύτερους επαγγελματίες στο χώρο των υπολογιστών. Πρόσφατα μάλιστα το πανεπιστήμιο του Κάρντιφ του είχε αναθέσει ένα project, που αφορούσε την αποκατάσταση παλιών αρχείων ήχου για λογαριασμό του αρχαιολογικού του τμήματος. Είχε ενθουσιαστεί.
Τον ενθουσιασμό και τη χαρά του ήρθε να ταράξει κάτι απρόσμενο, κάτι σκοτεινό από τα παλιά. Μια φωνή που δεν ακούστηκε, όταν έπρεπε.
Και τώρα αν και είχε μεγάλο περιθώριο χρόνου μέχρι να παραδώσει το project εντούτοις το δούλευε εδώ και δώδεκα ώρες σκυμμένος μπροστά στον υπολογιστή του, χωρίς σταματημό σαν να ήθελε να κρυφτεί πίσω από μία οθόνη με το μυαλό του απασχολημένο.
Ήθελε να ξεφύγει απ' αυτό που την προηγούμενη ημέρα είχε ταράξει την μέχρι τώρα εύθραυστη ηρεμία του.
Έξω στο μπαλκόνι ένιωσε την παγωνιά να τον περονιάζει, αλλά δεν ήθελε να μπει ακόμα μέσα. Η αποψινή νύχτα έμοιαζε με την φουρτουνιασμένη ψυχή του.
Άλλη μία αστραπή έσκισε τον ουρανό πιο κοντά του αυτή τη φορά και η βροντή που ακολούθησε ήρθε μαζί με τη θύμηση της κασέτας. Όσο και αν προσπάθησε να διώξει τη θύμησή της το βλέμμα του έπεσε στο τραπεζάκι του σαλονιού, εκεί όπου είχε αφήσει τον κίτρινο φάκελο που είχε παραλάβει την προηγούμενη μέρα. Ο αποστολέας του φακέλου ήταν ανώνυμος. Μέσα στο φάκελο είχε βρει ένα κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Δεν άντεξε, σαν ρομπότ κατευθύνθηκε προς τα κει και έβαλε πάλι την κασέτα να παίξει. Από την ανοιχτή πόρτα του μπαλκονιού άλλη μια βροντή ακούστηκε.
Η κασέτα άρχισε να παίζει. Η φωνή που ακουγόταν ήταν γυναικεία, απαλή κρύβοντας ταυτόχρονα κάτι απειλητικό, ίσως μια ηχώ από το παρελθόν που δεν μπορούσε κανείς να αγνοήσει.
" Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες".
Αν και δεν αναγνώρισε τη φωνή κατάλαβε πως είχε να κάνει με το παρελθόν του. Ένα παρελθόν από το οποίο είχε κρατήσει μόνο τα καλά στη μνήμη του και τα άσχημα τα είχε καταχωνιάσει στα σκοτεινά στρώματα του μυαλό του, για να μην ξαναβγούν ποτέ πια στο φως.
Φόβος τον κυρίευσε. Τι ήθελε να πει το μήνυμα; Ήταν μια απειλή για τη ζωή του ή ένα κάλεσμα για κάτι σημαντικό; Άκουσε το μήνυμα ξανά και ξανά σαν να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τιμωρήσει τον εαυτόν του. Τελικά άρπαξε την κασέτα νευριασμένος και την εκσφενδόνισε προς το μπαλκόνι και εκείνη κατέληξε κάτω στην αυλή χίλια κομμάτια. Ακολούθησε και το κασετόφωνο που είχε την ίδια τύχη. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ακολουθήσει και αυτός την ίδια πορεία, καθώς θραύσματα άσχημων αναμνήσεων μπήκαν στο μυαλό του, αλλά συγκρατήθηκε. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα την ώρα που το δεύτερο κύμα καταιγίδας ξέσπασε με μανία πάνω στην πόλη.
"Είκοσι χρόνια ψυχοθεραπείας", σκέφτηκε, "είχαν πάει στα χαμένα".
Έβαλε ένα ουίσκι και ξάπλωσε στον καναπέ. Μετά από τόση δουλειά και αρκετή κατανάλωση αλκοόλ τον πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησε το πρωί με τη θύμηση ενός περίεργου ονείρου - μια φιγούρα στο σκοτάδι, μια γυναίκα σαν σκιά, χωρίς να ξεχωρίζουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, με μαύρα ρούχα ήταν εκεί μαζί του και του έλεγε ξανά και ξανά την ίδια φράση, σαν ξόρκι - "θυμήσου το λάθος σου".
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Για μια στιγμή κοίταξε γύρω του, έχοντας την εντύπωση ότι η περίεργη φιγούρα της γυναίκας ήταν εκεί μαζί του. Όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος αναρωτήθηκε τι να σήμαινε το όνειρο και ποιο ήταν το λάθος που έπρεπε να θυμηθεί; Αρχίζω να τρελαίνομαι, μουρμούρισε.
Σηκώθηκε και έβαλε την καφετιέρα σε λειτουργία να φτιάξει καφέ. Με την πρώτη γουλιά, είδε ένα κίτρινο φάκελο περασμένο κάτω από την πόρτα του.
"Τι διάολο επιδημία κίτρινων φακέλων έπεσε;". Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, άφησε το φλιτζάνι στο τραπεζάκι του σαλονιού και προχώρησε προς την πόρτα. Σήκωσε τον φάκελο από κάτω και είδε ότι ήταν και αυτός ανώνυμος, όπως και ο προηγούμενος που περιείχε το κασετόφωνο.
Άνοιξε τον φάκελο. Μέσα υπήρχε μόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ήταν εκείνος μικρό παιδί με φόντο κάποιο παλιό μακρόστενο κτίριο που είχε λίγα μικρά παράθυρα στην πρόσοψη. Στη θέα του κτιρίου ένιωσε μια ανεξήγητη αναστάτωση, αλλά δεν θυμόταν αν το είχε ξαναδεί, ούτε αν έζησε κάποτε εκεί. Το τρέμουλο στα χέρια του επανήλθε και πάλι.
Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας διάβασε κάτι που ήταν σημειωμένο:
"Ξέρεις ποια είμαι και τι έκανες τότε. Πρέπει να θυμηθείς, απομένουν μόνο λίγες ημέρες".
Τον έπιασε ταχυπαλμία. Οι πρώτες ενδείξεις για κρίση πανικού είχαν εμφανιστεί. Σκέψεις, εικόνες, φωνές που τα είχε καταχωνιασμένα στο πίσω μέρος του μυαλού του για χρόνια, τώρα προσπαθούσαν να βγουν στο προσκήνιο.
Με τρεμάμενα χέρια πήρε τηλέφωνο τον ψυχολόγο του.
"Γιατρέ μου τρελαίνομαι. Μνήμες από το παρελθόν έρχονται με μορφή χιονοστιβάδας. Δεν ξέρω τι είναι πραγματικό και τι στη φαντασία μου".
"Έγινε αυτό που φοβόμουν, του απάντησε εκείνος. Όταν ήρθες σε μένα δέκα χρονών παιδάκι το μόνο που ήθελες ήταν να ξεχάσεις το παρελθόν σου, να καθησυχάσεις την συνείδησή σου και τα κατάφερες. Μεγαλώνοντας αφέθηκες σ' αυτή την κατάσταση, αλλά σε είχα προειδοποιήσει πως μια σπίθα αρκούσε να γίνουν όλα εφιαλτικά και πάλι. Έλα από το ιατρείο μου να αναλύσουμε την κατάσταση και να βρούμε μια ισορροπία".
Οι καθημερινές επισκέψεις στον ψυχολόγο του, γέμισαν τις επόμενες ημέρες του. Όσο όμως και αν προσπάθησε εκείνος να τον κάνει να ανατρέξει στο παρελθόν, η μνήμη του Τζέιμς πεισματικά αρνιόταν. Ωστόσο δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει, ούτε να κοιμηθεί, δεν μπορούσε με τίποτα να ακολουθήσει την καθημερινότητά του.
Τελικά ο ψυχολόγος του σύστησε να επισκεφτεί το μέρος που έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ίσως εκεί να έβρισκε την χαμένη ισορροπία του.
(Συνεχίζεται)
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο αγαπημένο Δρώμενο " Μια ιδέα - μια έμπνευση που διοργανώνει
Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025
Το δικαστήριο των Ζώων
Καλοκαίρι και στο δάσος γλυκοχαράζει μια καινούργια μέρα.
Αυτήν την ώρα η φύση ξυπνά και το δάσος ζωντανεύει.
Τα πουλιά σηκώνουν τα κεφαλάκια τους, τεντώνουν τις φτερούγες τους
για να ξεμουδιάσουν και πετάνε κελαηδώντας. Οι νεράιδες που κολυμπούσαν
και οι δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν πάνω στις πευκοβελόνες σαν μικρά
διαμάντια καθώς αντικρίζουν τις πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου.
Η όμορφη ελαφίνα ξύπνησε και κείνη και κοίταξε τρυφερά το σύντροφό της,
που κοιμόταν δίπλα της.
"Ξύπνα Γοργοπόδαρε", του ψιθύρισε και τον σκούντηξε απαλά με τη
μουσούδα της. "Άρχισε να χαράζει και είναι προτιμότερο να βοσκήσουμε
τώρα το χορταράκι μας, παρά μετά που θα κάνει αφόρητη ζέστη".
Ο Γοργοπόδαρος άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί του.
Τα δυο ελάφια είχαν κοιμηθεί αγκαλιασμένα κάτω από ένα μεγάλο έλατο
στη καρδιά του πανέμορφου δάσους.
"Δίκιο έχεις Λυγερή, πάμε να βοσκήσουμε", είπε ο Γοργοπόδαρος και
άρχισαν να κατηφορίζουν την πλαγιά τσιμπολογώντας μερικά τρυφερά
κλαδάκια από δω και λίγο χορτάρι από κει.
Καλημέρισαν δυο σκίουρους που κουβαλούσαν βελανίδια στη φωλιά τους
και μια αρκούδα που έγλειφε τα δάχτυλά της, καθώς τα είχε πασαλείψει με
το μέλι που είχε βρει σε μια κυψέλη που κρεμόταν από ένα δέντρο.
Αποφύγανε δυο λύκους που είδαν από μακριά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσο
πεινασμένοι μπορεί να είναι
και κατηφόρισαν προς το ποτάμι.
Τα νερά του έτρεχαν ήρεμα, κελαρυστά και καθαρά σαν κρύσταλλο.
Κόντευαν να φτάσουν, όταν ο Γοργοπόδαρος σήκωσε το κεφάλι του και
μύρισε τον αέρα.
"Με τρομάζεις, μίλησέ μου!"
"Δεν μυρίζεις κάτι Λυγερή, μια μυρωδιά περίεργη;"
Τώρα και η Λυγερή οσμιζόταν τον αέρα.
"Καπνός! Μυρίζει καπνός! " φώναξε.
"Ναι αυτό είναι, τρέξε, πάμε προς την κορυφή του βουνού να δούμε τι
συμβαίνει", είπε ο Γοργοπόδαρος και άρχισαν να τρέχουν προς την
κορυφή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Στο δρόμο τους συναντούσαν
και άλλα ζώα που προσπαθούσαν να καταλάβουν και κείνα τι συμβαίνει.
Κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή όταν είδαν πάνω τους να πετάει
ένας αετός.
"Τι συμβαίνει αετέ, έχει πιάσει φωτιά το δάσος;" ρώτησε
λαχανιασμένα ο Γοργοπόδαρος.
"Ναι, έχει πιάσει φωτιά το απέναντι βουνό", είπε ο αετός, "από εκεί
έρχομαι. Η φωτιά κατατρώει πανύψηλα δέντρα και πολλά ζώα κινδυνεύουν.
Όσα πρόλαβαν να απομακρυνθούν έρχονται προς τα εδώ, αλλά πολλά
εγκλωβίστηκαν στις φλόγες και βρήκαν φρικτό θάνατο...
Είναι μια κόλαση εκεί. Ούτε εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω. Οι καπνοί έχουν
κρύψει τον ήλιο... Δεν μπορείς να αναπνεύσεις..."
Εν τω μεταξύ τα δυο ελάφια έφτασαν στην κορυφή του βουνού και μπορούσαν
να δουν και μόνα τους την καταστροφή. Το απέναντι βουνό καιγόταν.
Οι πύρινες γλώσσες που έβγαιναν μέσα από τον πυκνό μαύρο καπνό ήταν λες
και ήθελαν να αγγίξουν τον ουρανό.
"Γοργοπόδαρε κινδυνεύουμε;" ρώτησε η Λυγερή.
"Προς το παρόν όχι, γιατί ο αέρας έχει αντίθετη κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε
πως θα συνεχίσει έτσι", είπε ο Γοργοπόδαρος.
Τώρα είχαν φτάσει και άλλα ζώα γύρω τους, όλα ανήσυχα για ότι συνέβαινε.
"Φίλοι μου, είπε ο Γοργοπόδαρος, απευθυνόμενος προς τα άλλα ζώα,
πρέπει να οργανωθούμε για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Πρέπει να
είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που αλλάξει κατεύθυνση ο αέρας και στείλει
την φωτιά προς τα δω. Πρώτα πρώτα πρέπει να ειδοποιήσουμε τα αργοκίνητα
ζώα για τον κίνδυνο και να τους πούμε να κατευθυνθούν προς το ποτάμι.
Εκεί στο μεγάλο ξέφωτο που είναι δίπλα στο ποτάμι, εκεί να πάνε, μόνο εκεί
μπορεί να σωθούν".
Αυτή τη δουλειά την ανέθεσε στους σκίουρους που γρήγορα γρήγορα
εξαπλώθηκαν στο δάσος για να ειδοποιήσουν τις χελώνες, τους ασβούς,
τα σκαθάρια και τα υπόλοιπα ζωάκια να αρχίσουν να κατευθύνονται προς
το ποτάμι και να παραμείνουν εκεί μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
"Εσύ αετέ μαζί με τα γεράκια πρέπει να κάνετε περιπολίες και να μας
ειδοποιήσετε εγκαίρως σε περίπτωση που η φωτιά αλλάξει κατεύθυνση.
Εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να βοηθήσουμε τα ζώα που κατάφεραν να σωθούν
από την πύρινη κόλαση και να περιποιηθούμε αυτά που είναι τραυματισμένα".
Όλα τα ζώα συμφώνησαν. Στα μάτια τους ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος και
η αγωνία.
Σε λίγο είδαν τα πρώτα ζώα που γλύτωσαν από τη φωτιά να διασχίζουν την
χαράδρα. Έτρεξαν όλα μαζί να βοηθήσουν. Τα μικρότερα και τα τραυματισμένα
ζώα τα ανέβασαν στις πλάτες τους. Ο Γοργοπόδαρος πήρε στην πλάτη του
τρεις λαγούς και η Λυγερή δύο σκιουράκια, μία αρκούδα πήρε ένα μικρό
λυκόπουλο που κούτσαινε και η μαμά του με κόπο το κουβαλούσε. Όλα ήταν
κατατρομαγμένα. Δυο τρεις αλεπούδες είχαν τσουρουφλισμένη την όμορφη
γούνα τους από τη φωτιά. Μία μάλιστα κρατούσε στο στόμα της το μικρό
αλεπουδάκι της, που δυστυχώς είχε από ώρα πεθάνει από τους καπνούς που
είχε εισπνεύσει, αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Με το ζόρι της το πήραν
Τα τραυματισμένα ζώα τα πήγαν στο ποτάμι και άρχισαν να περιποιούνται
τις πληγές τους. Τα περισσότερα είχαν πάθει εγκαύματα και πονούσαν πολύ.
Τα ζώα που είχαν αναλάβει καθήκοντα γιατρών και νοσοκόμων, αφού
καθάρισαν τις πληγές έτρεξαν να βρουν βότανα. Τα μασούλησαν και τα
έβαλαν πάνω στα εγκαύματα και απάλυναν λίγο τον πόνο τους.
Ο Γοργοπόδαρος, η Λυγερή και μερικά άλλα γοργοπόδαρα ζώα ανέβηκαν
πάλι στην κορυφή του βουνού και παρακολουθούσαν την εξέλιξη της φωτιάς.
Προς το παρόν δεν κινδύνευαν.
Σε λίγο πέρασε από πάνω τους και ο αετός. Γύριζε από την περιπολία του.
"Έλα, αετέ, πες μας τι είδες;" ρώτησε ο Γοργοπόδαρος όλο ανυπομονησία.
"Η καταστροφή είναι μεγάλη. Η φωτιά κατατρώει όλη την πίσω πλευρά
του βουνού και έχει φτάσει στα πρώτα σπίτια τριών χωριών.
Οι χωρικοί τα εγκαταλείπουν και τρέχουν να σωθούν. Πολλά ζώα που ζούσαν
μαζί με τους ανθρώπους έχουν καεί. Είναι φρικτό. Είδα ένα στάβλο γεμάτο
πρόβατα να έχει τυλιχτεί στις φλόγες. Πιο κει κότες, κατσίκες, γουρούνια
όλα καμένα", είπε ο αετός φανερά στενοχωρημένος.
"Μα καλά οι άνθρωποι δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να σβήσουν τη
φωτιά;" ρώτησε η Λυγερή.
"Και βέβαια κάνουν. Έχουν έρθει πυροσβεστικά αυτοκίνητα και οι
πυροσβέστες ρίχνουν νερό.
Τον κυνηγήσαμε, αλλά αυτός τρύπωσε σε μια στενή σπηλιά. Δεν χωρούσαμε να μπούμε
και επειδή υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστούμε από τη φωτιά, φύγαμε. Έτσι μας ξέφυγε.
μια εγκαταλελειμμένη καλύβα ενός ξυλοκόπου. Εκεί θα μείνεις και εκεί
θα βρεις αξίνες, κασμάδες, φτυάρια και ότι άλλο χρειάζεσαι που θα σου
χρησιμεύσουν στην αναδάσωση. Κάθε μέρα θα βγάζεις μικρά δεντράκια
από το δικό μας δάσος και θα τα φυτεύεις εκεί στο καμμένο βουνό. Έπειτα
θα κουβαλάς νερό από το ποτάμι να τα ποτίζεις μέχρι να έρθει το
φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές. Πάντα θα έχεις δίπλα σου μια φρουρά
από εμάς για να σε προσέχει μην το σκάσεις... Άντε να προλάβουμε τους
οικοπεδοφάγους πριν αρχίσουν να καταπατούν το βουνό", είπε ο
Γοργοπόδαρος.
Από την επόμενη κιόλας μέρα ο εμπρηστής έπιασε δουλειά. Βέβαια τον
πρώτο μήνα πήγε να το σκάσει τρεις φορές και τον δεύτερο άλλη μία,
αλλά η φρουρά των ζώων πάντα τον γυρνούσε πίσω.
Έτσι πέρασαν κάμποσα χρόνια. Το καμμένο βουνό πρασίνισε και πάλι.
Στην αναδάσωση τον βοήθησαν και τα ζώα. Οι λύκοι και τα τσακάλια
άνοιγαν λάκκους με τα πόδια τους, οι αρκούδες κουβαλούσαν κουβάδες
με νερό και οι σκίουροι και τα πουλιά του συγκέντρωναν σπόρους.
Ο εμπρηστής δεν επιχείρησε να ξαναφύγει. Τώρα δεν χρειαζόταν να τον
επιτηρούν.
Μια μέρα η Λυγερή, βλέποντας τον εμπρηστή να δουλεύει ασταμάτητα,
είπε στον Γοργοπόδαρο.
"Νομίζω ότι αρκετά τιμωρήθηκε ο εμπρηστής τόσα χρόνια. Μήπως
να του χαρίσουμε το υπόλοιπο της ποινής και να τον αφήσουμε να φύγει;"
"Ίσως έχεις δίκιο, ας δούμε τι θα πουν και τα άλλα ζώα", είπε ο
Γοργοπόδαρος και κοιτάζοντας ψηλά είπε σε μία καρακάξα που καθόταν
σε ένα ψηλό κλαδί ενός δέντρου, να ειδοποιήσει όλα τα ζώα του δάσους
σε γενική συνέλευση.
Όταν μαζεύτηκαν όλοι ο Γοργοπόδαρος πήρε το λόγο και τους είπε:
"Φίλοι μου! όπως βλέπετε το βουνό απέναντι πρασίνισε και πάλι. Ο
εμπρηστής όλα αυτά τα χρόνια έκανε καλή δουλειά. Νομίζω όμως ότι
τιμωρήθηκε αρκετά. Μήπως ήρθε η ώρα να τον αφήσουμε να φύγει;"
Τα ζώα αφού το σκέφτηκαν για λίγο συμφώνησαν και πήγαν όλα μαζί
να του το ανακοινώσουν.
Ο εμπρηστής αφού άκουσε την απόφασή τους, τους είπε.
"Σας ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω να φύγω από κοντά σας...δεν με
περιμένει κανείς πουθενά. Εσείς γίνατε η οικογένεια που δεν είχα και
κοντά σας έμαθα να εκτιμώ πολλά πράγματα. Θα μείνω εδώ και θα
συνεχίσω να φροντίζω το δάσος. Άλλωστε πρέπει κάποιος να προσέχει
μην έρθουν και άλλοι κακοί άνθρωποι, όπως εγώ και το κάψουν. Μόνο
μια χάρη θέλω να σας ζητήσω.
"Τι θέλεις;" τον ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.
"Ε...να... να μην με ξαναφωνάξετε εμπρηστή", είπε.
"Αλήθεια πως σε λένε;" τον ρώτησε η Λυγερή.
"Πολύκαρπο με λένε και έτσι θέλω να με φωνάζετε!"