Τέσσερα παιδιά ένα ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη μπήκαν γελώντας στο μοναδικό καφενείο του μικρού χωριού. Κάθισαν και έριξαν μια ματιά γύρω τους. Μοναδικοί πελάτες εκείνη την στιγμή εφτά ηλικιωμένοι που έπιναν το καφεδάκι τους και τους κοιτούσαν με περιέργεια.
«Από
πού ξεφυτρώσατε εσείς;» τους ρώτησε ο καφετζής.
«Περαστικοί
είμαστε. Μας έπιασε λάστιχο λίγο πιο
κάτω από εδώ και πριν το αλλάξουμε για να συνεχίσουμε το δρόμο μας, είπαμε να
πιούμε ένα καφεδάκι».
«Παιδιά
μου μόνο ελληνικό σερβίρω».
«Και
εμείς ελληνικό θέλουμε, δύο μέτριους για εμάς και
δύο γλυκούς για τα κορίτσια μας», έδωσε
την παραγγελία τους ο Κώστας. «Βλέπω ότι
έχετε τζουκ μποξ… δουλεύει;»
Η
Μυρτώ σηκώθηκε για να διαλέξει τραγούδια, όταν άκουσε κάποιον από την παρέα των
ηλικιωμένων να λέει σιγανά.
«Πάει
θα μας τρελάνουν με τα ντάμπα ντούμπα
που θα βάλουν!»
Η
Μυρτώ κρυφογέλασε και αφού διάλεξε τραγούδια γύρισε στην παρέα της.
«Παιδιά
μην απορήσετε με τα τραγούδια που διάλεξα, το έκανα για τους παππούδες από κει.
Όταν
άκουσαν το πρώτο τραγούδι η παρέα των
ηλικιωμένων δεν πίστευε στα αυτιά της, καθώς ο ήχος του κλαρίνου γέμισε τον
χώρο. Το δεύτερο τραγούδι ήταν ένα τσάμικο.
«Παιδιά
πάμε να χορέψουμε!» πρότεινε η Δώρα.
Τα
παιδιά σηκώθηκαν και η Μυρτώ πήγε προς την παρέα των ηλικιωμένων.
«Με
λένε Μυρτώ, εσάς πως σας λένε; ρώτησε έναν παππού που βαστούσε μια μαγκούρα και πρέπει να ήταν ο πιο μεγάλος στην ηλικία.
«Φώτη
με λένε κόρη μου».
«Θα θέλατε να σύρετε πρώτος το χορό;»
«Θα
το ήθελα, αλλά δεν με βοηθούν τα πόδια μου. Είμαι ενενήντα χρονών τώρα πια, αλλά στα νιάτα μου έτριζε ο τόπος σαν χόρευα!» της απάντησε ο κυρ Φώτης.
«Ελάτε
μια στροφή μόνο! Σιγά-σιγά!» του είπε η Μυρτώ και του πρότεινε το χέρι της.
Ο
κυρ Φώτης κρατώντας την Μυρτώ με το ένα χέρι και την μαγκούρα του στο άλλο
βρέθηκε να χορεύει σαν παλικαράκι. Σε
λίγο ο ένας μετά τον άλλο οι ηλικιωμένοι έμπαιναν στο χορό.
«Μάρθα!»
φώναξε ο κυρ Στέφανος ο καφετζής την γυναίκα του που έκανε τη λάντζα, «για
βάλε το τηγάνι και φτιάξε κανένα λουκάνικο και ότι άλλο έχουμε γιατί κάτι μου
λέει πως θα το κάψουμε σήμερα. Πάω να φέρω κρασί. Τούτα τα παιδιά είναι χαρά Θεού».
Τα "όπα" και ο χορός συνεχίστηκαν και σε λίγο ήρθαν και τα ταίρια των παππούδων για
να δουν από πού ακούγονταν τα τραγούδια.
Η
γυναίκα του καφετζή έτρεξε να τις ενημερώσει και τους είπε να φέρουν ότι είχαν
και κείνες μαγειρέψει για μεσημεριανό και να φάνε μαζί με τους φιλοξενούμενους
στο καφενείο. Σιγά σιγά άρχισε να στήνετε ένα τραπέζι με όλα του κόσμου τα καλά.
Πιάστηκαν
και οι γιαγιάδες στο χορό και όταν κουράστηκαν κάθισαν όλοι μαζί έφαγαν, ήπιαν
και τραγούδησαν με την ψυχή τους. Οι παππούδες θυμήθηκαν και διηγήθηκαν ιστορίες από τα νιάτα τους.
Στο
τέλος ο καφετζής έριξε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο και τα παιδιά στο «πίνω και μεθώ»
σηκώθηκαν και χόρεψαν έναν απτάλικο και απέσπασαν το χειροκρότημα όλων.
Όταν
ήρθε το απόγευμα τα παιδιά αφού τους ευχαρίστησαν σηκώθηκαν να φύγουν.
«Παιδιά
μου, πήρε το λόγο ο κυρ Φώτης, αυτή την ημέρα δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ, μας
κάνατε να νιώσουμε πως γίναμε πάλι παιδιά. Να πάτε στο καλό μα θέλω να μας
υποσχεθείτε πως θα ξανάρθετε».
«Στο
υποσχόμαστε, του χρόνου τέτοια μέρα θα ξανάρθουμε, να μας περιμένετε!»
Και
ο χρόνος πέρασε γρήγορα...
«Παίδες
ξέρετε τι έχουμε σε δύο μέρες;» φώναξε η Δώρα μπαίνοντας φουριόζα στο κυλικείο
της σχολής τους.
«Όχι
ρε Δώρα τι το ιδιαίτερο είναι σε δυο μέρες» της είπε ο Δημήτρης.
«Και
όμως για θυμηθείτε που ήμασταν πέρσι τέτοια μέρα, την υπόσχεση που δώσαμε!»
«Α!
τότε στο χωριό, που το θυμήθηκες, σιγά τώρα μην πάμε πάλι εκεί, ωραία ήταν
τότε, αλλά σιγά μην ξαναπάμε.
«Πρέπει
να ξαναπάμε, θα μας περιμένουν! Δώσαμε το λόγο μας! Θα ξαναπάμεεε!»
Με
τα πολλά η Δώρα τους έπεισε και σε δύο μέρες ξεκίνησαν για το χωριό. Η Δώρα με
τη Μυρτώ είχαν φτιάξει κομπολόγια για τους παππούδες και είχαν πλέξει
κασκολάκια για τις γιαγιάδες.
Έφτασαν
στο χωριό και κατευθύνθηκαν στο καφενείο. Ήταν όλοι εκεί, τους περίμεναν φορώντας
τα γιορτινά τους, αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα και πολλή συγκίνηση. Ένα τραπέζι ήταν
ήδη στρωμένο γεμάτο με υπέροχες λιχουδιές.
Αφού
καταλάγιασαν λίγο τα καλωσορίσματα η Μυρτώ αντιλήφτηκε πρώτη την απουσία του.
«Ο
παππούς ο Φώτης που είναι;»
«Συγχωρέθηκε
πριν τρεις μήνες κόρη μου», της είπε ο κυρ Στέφανος ο καφετζής και της έδειξε
την φωτογραφία που είχαν βάλει στο τραπέζι στη θέση που καθόταν την προηγούμενη φορά.
«Συχνά σας θυμόταν και περίμενε την ημέρα τη σημερινή. Ένα βράδυ έπεσε για ύπνο και το πρωί η κυρά του κατάλαβε πως είχε ξεκινήσει το μακρινό του ταξίδι».
Η
Μυρτώ κατευθύνθηκε στο τζουκ μποξ και έβαλε πάλι εκείνο το τσάμικο που είχε
χορέψει ο κυρ Φώτης.
Όλοι
άκουσαν το τραγούδι με συγκίνηση και είδαν τον κυρ Φώτη να σέρνει πάλι πρώτος
το χορό και άκουσαν την μαγκούρα του να χτυπά στο μωσαϊκό του καφενείου σύμφωνα με το ρυθμό του τραγουδιού…Αυτή είναι η συμμετοχή μου στις Ιστορίες του καφενέ#2. Μια ιδέα της Μαρίας (Το απάγκιο) που πραγματοποιεί η Αριστέα( Η ζωή είναι ωραία).
Φίλοι μου επειδή εκεί που μένω αυτή την περίοδο έχω περιορισμένο internet ίσως να μην μπορέσω να απαντήσω στα σχόλιά σας. Ζητώ την κατανόησή σας.
Να περνάτε καλά!
Φιλάκια!