Η Άννα έπινε το καφεδάκι της στην αυλή του πατρικού της σπιτιού μαζί με τους γονείς της.
Μια μελαγχολία την είχε κυριεύσει. Κοίταξε γύρω της. Η θάλασσα αργοσάλευε λίγα μέτρα μπροστά τους, χαϊδεύοντας τα μικρά βραχάκια της ακτής. Τα γλαροπούλια και οι πελεκάνοι ήταν τα μόνα που απολάμβαναν τη δροσιά της τούτη την εποχή. Είχε φθινοπωριάσει για τα καλά.
-Ξέρω τι σκέφτεσαι, της είπε ο πατέρας της, όμως θα έπρεπε να είσαι χαρούμενη. Πέρασες στη σχολή που ήθελες και από αύριο σαν φοιτήτρια πλέον θα αρχίσεις να υλοποιείς τα όνειρά σου.
-Είμαι χαρούμενη πατέρα , αλλά θα μου λείψει τούτη η θάλασσα, θα μου λείψετε εσύ και μαμά και περισσότερο εσύ που σε λίγες μέρες θα μπαρκάρεις ξανά και θα κάνουμε χρόνο να σε δούμε.
-Αννούλα μου τους βλέπεις εκεί τους δυο πελεκάνους, πως έχει απλώσει ο ένας την φτερούγα του σαν να προστατεύει τον άλλο, έτσι σε είχαμε και εμείς ως τώρα. Όμως ό,τι ήταν να σου δώσουμε εμείς το έχεις ήδη στο μυαλό και στην καρδιά σου. Γνώσεις, ιδανικά και απέραντη αγάπη. Τώρα ήρθε η ώρα να πετάξεις, να σαν τους γλάρους. Να ανοίξεις τα φτερά σου και να κατακτήσεις τα όνειρά σου. Και να θυμάσαι πως τούτη εδώ η γωνιά θα είναι η φωλιά σου, το καταφύγιό σου και πως εδώ μια ζεστή αγκαλιά θα σε περιμένει. Πήγαινε λοιπόν να ετοιμαστείς και να θυμάσαι αυτό που λέγαμε πάντα:
-Ξέρω, ξέρω...
"Δώσε σ' αυτούς που αγαπάς φτερά για να πετάξουν
Ρίζες για να επιστρέψουν
και λόγους για να μείνουν", είπε η Άννα.
-Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Μην ξεχάσεις την αγκαλιά που θα σε περιμένει εδώ όταν θα αισθανθείς μια τέτοια ανάγκη. Μου το υπόσχεσαι;
-Ναι μπαμπά μου, του είπε και δίνοντάς τους από ένα φιλί έτρεξε για να ετοιμάσει την βαλίτσα της για το αυριανό ταξίδι.
...
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε σ' ένα επιπλωμένο δυαράκι που ήταν κοντά στη σχολή της. Πήγε στη σχολή ενθουσιασμένη, είδε το πρόγραμμά της και άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα. Από τις πρώτες μέρες προσπάθησε να πιάσει φιλίες, καθώς δεν γνώριζε κανέναν. Βλέπεις κανένα άλλο παιδί από το νησί της δεν είχε περάσει στη δική της σχολή. Οι προσπάθειες της απέβαιναν άκαρπες και οι κουβέντες της έμεναν πάντα στις καλημέρες και σε λίγα λόγια για τα μαθήματα. Όταν μάλιστα άκουσε έναν φοιτητή να λέει στην παρέα του "Κοιτάξτε ένα μπάζο που περνάει δίπλα μας" και να γελούν όλοι, τότε εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια για φιλίες.
Η αλήθεια είναι πως τον τελευταίο χρόνο είχε πάρει αρκετά κιλά, γιατί με το διάβασμα δεν της έμενε χρόνος για άθληση. Έτσι μετά από αυτό κλείστηκε στο καβούκι της. Μόνο στη σχολή πήγαινε και μετά σπίτι. Παρηγοριά της το διάβασμα. Στην πρώτη εξεταστική αρίστευσε και μερικά παιδιά άρχισαν να την πλησιάζουν μόνο και μόνο για να αντιγράφουν απ' αυτήν. Έστω και έτσι της άρεσε.
Κάποια μέρα την πλησίασε μια συμφοιτήτριά της και την κάλεσε σ' ένα πάρτι που θα έκανε στο σπίτι της. Δέχτηκε να πάει, ίσως σκέφτηκε είχε έρθει η ώρα να ενταχτεί και αυτή στις παρέες τους .
Όταν έφτασε στο σπίτι της κοπέλας, το πάρτι είχε αρχίσει για τα καλά, η μουσική ήταν στη διαπασών, καπνοί από τσιγάρα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα, το ποτό έρρεε άφθονο και μερικοί ήταν ήδη μεθυσμένοι.
Ήταν έτοιμη να φύγει όταν την πλησίασε η συμφοιτήτρια της με δυο ποτά στο χέρι. Της πρότεινε το ένα. Ήπιε μια γουλιά και ένιωσε το αλκοόλ να της καίει τα σωθικά. Έκανε να το αφήσει σ' ένα τραπεζάκι δίπλα, αλλά η "φίλη" της, της είπε:
-Έλα μην είσαι ξενέρωτη, λίγο ποτό θα σου φτιάξει την διάθεση. Πήρε πάλι το ποτήρι και έπινε σιγά σιγά, όμως σε λίγο της το ξαναγέμισε ένα αγόρι.
-Στην υγειά σου, της είπε, άσπρο πάτο. Το ήπιε σχεδόν μονορούφι για να μην φανεί ξενέρωτη στα μάτια του. Το μόνο που θυμόταν μετά ήταν το σαρδόνιο χαμόγελό του, έκτοτε δεν θυμόταν τίποτα.
Όταν συνήλθε είχε ξημερώσει. Βρισκόταν ακόμη στο σπίτι της συμφοιτήτριας της σχεδόν ημίγυμνη. Κοίταξε γύρω της. Ένα κορίτσι και ένα αγόρι κοιμόντουσαν ακόμη πάνω σ' έναν καναπέ και παντού υπήρχαν αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί. Όπως όπως ντύθηκε, πήρε ταξί και πήγε σπίτι της. Αφού πλύθηκε, έφτιαξε καφέ και προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Μάταιος κόπος, δεν θυμόταν τίποτα.
Η απορία της δεν άργησε να λυθεί όταν την άλλη μέρα πηγαίνοντας στη σχολή είδε τους συμφοιτητές της να είναι μαζεμένοι παρέες παρέες, να κοιτάζουν κάτι στα κινητά τους και να χασκογελάνε.
-Τι βλέπετε; ρώτησε ένα κορίτσι.
-Εσένα, της απάντησε αυτή γελώντας. Περίμενε στο στέλνω να το δεις και συ.
Αυτό που είδε θα την στοιχειώνει μια ζωή. Είδε τον εαυτό της να χορεύει τρεκλίζοντας, οι γύρω της να της φωνάζουν κάνε "στριπ τιζ" και αυτή να αρχίσει να βγάζει τα ρούχα της και να τα πετάει ένα ένα στο πάτωμα. Όταν έμεινε με τα εσώρουχα δύο νεαροί όρμησαν πάνω της ποιος θα την πρωτοβιάσει, Το έκαναν και οι δυο. Τα πρόσωπά τους δεν φαίνονταν μόνο η πλάτη τους, το δικό της όμως φαινόταν ολοκάθαρα.
Μετά από αυτό λιποθύμησε και ξύπνησε στο νοσοκομείο. Από το νοσοκομείο βγήκε με μια αγωγή αντικαταθλιπτικών χαπιών. Δεν άργησε να εθιστεί σ' αυτά και να αναζητά όλο και κάτι πιο δυνατό για να ξεχνάει λίγο τους εφιάλτες της. Ώσπου μπήκε στα σκληρά ναρκωτικά και ο κόσμος της έγινε ακόμα πιο εφιαλτικός.
Στη σχολή δεν ξαναπάτησε. Το μόνο που την ένοιαζε τώρα ήταν η δόση της. Ό,τι χρήματα της έστελναν οι δικοί της πήγαιναν για τα ναρκωτικά. Άρχισε να χρωστάει ενοίκια. Στους γονείς της δεν τόλμησε να πει κάτι, ντρεπόταν, ντρεπόταν πολύ δεν ήθελε να τους ποτίσει τέτοια πίκρα, δεν θα μπορούσε να τους κοιτάξει στα μάτια και μόνο που το σκεφτόταν ανέβαζε πυρετό. Από το τηλέφωνο τους έλεγε πως περνούσε καλά.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού της ζητούσε επιτακτικά τα ενοίκια και την προειδοποίησε πως θα της έκανε έξωση. Έτσι ένα βράδυ μάζεψε τα ρούχα της σε μια βαλίτσα και τα βιβλία της σ' ένα χαρτόκουτο και εγκατέλειψε το δυαράκι. Στον ιδιοκτήτη έγραψε ένα γράμμα, πως κάποια στιγμή θα του πλήρωνε τα ενοίκια, έβαλε μέσα και το τελευταίο της πενηντάρικο και το πέταξε κάτω από την πόρτα του.
Την κατάπιε η νύχτα. Απάγκιασε στην είσοδο ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου. Κατά τις πρωινές ώρες την πήρε ο ύπνος, όταν ξύπνησε η βαλίτσα της είχε κάνει φτερά και τα βιβλία της ήταν σκορπισμένα γύρω από το σκισμένο χαρτόκουτο. Τα μάζεψε και τα πέταξε στον κάδο ανακύκλωσης που ήταν εκεί κοντά. Καλύτερα έτσι σκέφτηκε.
Άρχισε να συχνάζει σε στέκια ναρκομανών και να κοιμάται σε εγκαταλελειμμένα κτίρια. Υποσιτιζόταν με αποτέλεσμα να έχει μείνει η μισή.
...
Οι γονείς της κάποια στιγμή έπαψαν να έχουν νέα της. Βλέπεται μέσα σ' όλα τα άλλα της έκλεψαν και το κινητό. Ανήσυχοι, ο πατέρας διέκοψε το μπάρκο και μαζί με τη μητέρα της ήρθαν στην Αθήνα να δουν τι συμβαίνει.
Πρώτα πήγαν στο σπίτι που της είχαν νοικιάσει και εκεί ο ιδιοκτήτης τους πληροφόρησε πως η κόρη τους το είχε εγκαταλείψει αφήνοντας του απλήρωτα ενοίκια. Ανήσυχοι πλέον έτρεξαν στη σχολή της και εκεί έμαθαν πως είχε να πατήσει το πόδι της μήνες. Κρίμα τους είπαν γιατί ήταν άριστη.
Άρχισαν να δείχνουν την φωτογραφία της σε φοιτητές μήπως κάποιος ήξερε κάτι. Όλοι έριχναν μια ματιά και απαντούσαν αρνητικά. Απογοητευμένοι κίνησαν να φύγουν. Τότε τους πλησίασε μια φοιτήτρια και τους είπε: "Καταλαβαίνω την αγωνία σας, δεν ξέρω που μπορείτε να βρείτε την κόρη σας, όμως ψάξτε να την βρείτε πριν είναι αργά. Δεν θέλω να σας πικράνω όμως πρέπει να μάθετε, ίσως αυτό σας βοηθήσει να καταλάβετε γιατί η Άννα εξαφανίστηκε. Τους διηγήθηκε ότι αφού της έριξαν κάτι στο ποτό της σ' εκείνο το μοιραίο πάρτι, έγιναν ακατανόμαστα πράγματα και τους έδειξε το βίντεο. Η μητέρα ξέσπασε σε λυγμούς.
Με όση δύναμη είχαν πήγαν στην αστυνομία. Εκεί τους καθησύχασαν πως με κάποιο φίλο θα ήταν και δεν ασχολήθηκαν και πολύ. Κηρύχτηκε αγνοούμενη και κράτησαν μερικές φωτογραφίες της. Ως και σε τηλεοπτική εκπομπή πήγαν για να την αναζητήσουν. Οι έρευνες άκαρπες. Βλέπετε οι φωτογραφίες που είχαν έδειχναν την Άννα σαν ένα κορίτσι γεμάτο ζωντάνια, με λίγο παραπάνω κιλά, χαμογελαστό και με σπινθηροβόλο βλέμμα. Πως να αναγνωρίσουν αυτή την Άννα στο τωρινό κορίτσι με τα μισά κιλά, το ατημέλητο με το θολό βλέμμα. Απογοητευμένοι γύρισαν στο νησί να πάρουν δυνάμεις για να συνεχίσουν την αναζήτηση.
...
Μια μέρα η Άννα μέσα στα σκοτάδια της πεθύμησε να δει την θάλασσα, έτσι πήρε τον ηλεκτρικό και κατέβηκε Πειραιά. Μπήκε στο λιμάνι και κάθισε σ' ένα παγκάκι. Στη θωριά της θάλασσας γαλήνεψε η ψυχή της.
Πάνω της πετούσαν γλάροι. Παρακολουθούσε τα φτερουγίσματά τους και τις βουτιές τους στο νερό. Χαμογέλασε. Τότε κάτι φτερούγισε και στη δική της την καρδιά. Ήρθε στο νου της το σλόγκαν τους "Δώσε σ' αυτούς που αγαπάς φτερά για να πετάξουν και ρίζες για να επιστρέψουν..." . Πως μπόρεσα να ξεχάσω την υπόσχεση που έδωσα στον πατέρα μου;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, μήπως το μετάνιωνε την τελευταία στιγμή, έβγαλε εισιτήριο και με το πρώτο καράβι ταξίδεψε για το νησί της. Έφτασε στο πατρικό της αργά το απόγευμα. Έκανε να ανοίξει την αυλόπορτα, αλλά οι εφιάλτες της την ξανακυρίευσαν. Ο φόβος και η ντροπή την παρέλυσαν. Σωριάστηκε εκεί αγκαλιάζοντας την αυλόπορτα.
Η μητέρα της την είδε από το παράθυρο.
-Αριστείδη τρέξε ήρθε το παιδί, τρέξε σου λέω. Πετάχτηκαν και οι δυο έξω, έφτασαν στην Άννα με μια δρασκελιά, την σήκωσαν και την έκλεισαν στην αγκαλιά τους. Για αρκετά λεπτά έμειναν σφιχταγκαλιασμένοι χωρίς να λένε τίποτα. Μόνο από τα μάτια τους έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
-Έλα παιδί μου, είπε κάποια στιγμή ο πατέρας, πάμε μέσα.
Τότε η Άννα σήκωσε το χέρι της και έδειξε τα γλαροπούλια.
-Αυτά τα πουλιά με έκαναν να θυμηθώ την υπόσχεση που σου είχα δώσει πατέρα εδώ σε τούτη την αυλή μια μέρα πριν φύγω. Πως άφησα τον φόβο να με κάνει να την ξεχάσω; Θα με συγχωρέσετε ποτέ;
-Καλώς ήρθες καρδούλα μου στη φωλιά σου και στην αγκαλιά μας και πάλι. Από δω θα ξαναγεννηθείς και θα κάνεις ένα νέο ξεκίνημα.
Υ.Γ. Η Άννα μετά από ένα χρόνο ξαναγύρισε στη σχολή, πήρε το πτυχίο της με άριστα και σήμερα έχει δικό της δικηγορικό γραφείο κάπου στην Αθήνα υπερασπιζόμενη μεταξύ άλλων και γυναίκες με παρόμοιες ιστορίες με την δική της.
Υ.Γ. Το παρόν κείμενο ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας μου και ουδεμία σχέση έχει με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα.
...
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο της Μαίρης Στείλε μήνυμα . Την ιστορία αυτή την εμπνεύστηκα από την εικόνα με τους πελεκάνους. Είναι μία από τις εικόνες που μας έδωσε η Μαίρη για να γράψουμε μια ιστορία, στέλνοντας μέσω αυτής κάποια μηνύματα.