|
Η φωτογραφία είναι από το internet |
Η Κατερίνα χάιδεψε τρυφερά την φθαρμένη βαλίτσα που βρήκε
καθώς τακτοποιούσε τη σοφίτα και τα ανεκπλήρωτα όνειρά της ήρθαν σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα στο μυαλό της. Θυμάται σαν χθες τα γεγονότα που χάραξαν το σενάριο
της ζωής της πενήντα χρόνια πριν.
Μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο και ετοιμαζόταν να δώσει
εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, ήθελε πολύ να γίνει δικηγόρος. Την πρόλαβε όμως το
προξενιό. Με συνοπτικές διαδικασίες την
πάντρεψαν με τον Στέλιο έναν άντρα
δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της που είχε έρθει στην Ελλάδα για να παντρευτεί
«κορίτσι από τον τόπο του», όπως έλεγε. Μετανάστης και αυτός από δεκαεφτά χρονών παιδάκι στην
Αμερική, δούλευε στα εστιατόρια του θείου του που μετά από χρόνια έγιναν δικά
του και που πέρα από δουλειά δεν ήξερε
τίποτε άλλο.
Τα παρακάλια της Κατερίνας να μην δεχτούν το προξενιό, αλλά
να την αφήσουν να σπουδάσει δεν εισακούστηκαν ούτε από τον πατέρα της ούτε από
τους τέσσερις αδελφούς της που θεώρησαν τούτο τον γάμο μοναδική ευκαιρία. Μόνο
η μάνα κρυφόκλαιγε τα βράδια που θα έχανε τη μοναχοκόρη της. «Ποιος άλλος θα
την έπαιρνε χωρίς προίκα» της έλεγαν και ενδόμυχα σκέφτονταν ας την
«κουκουλώσουμε» τώρα που είναι νωρίς μην πάει και παραστρατήσει, γιατί είχαν
δει τους νεαρούς που την τριγύριζαν. Ίσως ο Γιώργος ο πρωτοετής της Νομικής, σκεφτόταν
η ίδια που εκείνο το καλοκαίρι της είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του και σαν
προίκα θα είχε τις σπουδές της.
Η φτώχια τους βέβαια
δεν είχε προηγούμενο. Έμεναν σε ένα σπίτι, τι σπίτι δηλαδή μια πλινθόκτιστη καλύβα ήταν, χωρίς δωμάτια, με μόνα έπιπλα τα κρεβάτια
τους και ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι. Σε μια γωνιά η μάνα είχε
φτιάξει κουζίνα με τα τεντζερέδια να κρέμονται στον τοίχο και ένα τζάκι που όταν
το άναβαν για να ζεσταθούν έτσουζαν τα
μάτια τους από τον καπνό.
Έτσι τον Ιανουάριο του 1964 βρέθηκε μόνη στο αεροδρόμιο της Ν. Υόρκης να περιμένει τον Στέλιο να την παραλάβει. Εκείνος
είχε φύγει αμέσως μετά το γάμο, ενώ εκείνη παρέμεινε μέχρι να βγει το
διαβατήριο της. Στα χέρια της κρατούσε τούτη τη φθαρμένη βαλίτσα με λίγα
φορέματα μέσα που τα είχε αγοράσει με τα δολάρια που άφησε ο Στέλιος, ξοδεύοντας όσο το δυνατόν πιο λίγα αφήνοντας
τα υπόλοιπα στη μάνα για να περάσουν τον χειμώνα. Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα
δέμα με δύο μαξιλαροθήκες γεμάτες
χυλοπίτες η μία και τραχανά η άλλη, «μην πας με άδεια χέρια» είχε πει η μάνα και κείνη
ντρεπόταν και ήθελε να το πετάξει.
Ο αποχαιρετισμός έγινε με μερικές αφιερώσεις στο τοπικό
ραδιόφωνο με τα σουξέ της εποχής. Στην πολυαγαπημένη
μας κόρη που φεύγει για τα ξένα αφιερώνουμε με αγάπη «τα τραίνα που φύγαν αγάπες μου πήρανε»,
ή στην αγαπημένη μας αδελφή αφιερώνουμε
«το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα».
Άνοιξε την βαλίτσα. Μέσα βρήκε διπλωμένες τις δύο
μαξιλαροθήκες και ένα τεύχος του «Ρομάντζο» με την φωτογραφία της Ζωής Λάσκαρη
στο εξώφυλλο να της εύχεται «Ευτυχισμένο το 1964». Το είχε αγοράσει στο
αεροδρόμιο της Αθήνας λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο και το κράτησε για να της
θυμίζει το ρομάντζο που δεν έζησε.
|
η φωτογραφία είναι από το internet |
Οι λέξεις που έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε οπωσδήποτε ήταν : καλύβα, τζάκι, θάλασσα, σενάριο και μετανάστης.
Μαρία μου σε ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία και επίσης ευχαριστώ όσους επέλεξαν την δική μου ιστορία κατά την βαθμολογία.
Να είστε όλοι καλά.
Φιλάκια!