Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Παράλληλοι και τεμνόμενοι δρόμοι

 

pixabay

Η τηλεόραση έπαιζε την αμερικανική δραματική ιατρική σειρά Greys Anatomy. Η Λίζα ξαπλωμένη στον καναπέ την παρακολουθούσε και εδώ και δέκα λεπτά είχε πάρει την θέση της πρωταγωνίστριας μέσα στο χειρουργείο και έσωζε ζωές.  Δίπλα της ο μπαμπάς της διάβαζε την εφημερίδα του. Η μαμά ετοίμαζε το βραδινό φαγητό. Κάποια στιγμή η σειρά τελείωσε, η ονειροπόληση σταμάτησε και η Λίζα στράφηκε προς τον πατέρα της.

«Μπαμπά μου να σε ρωτήσω κάτι; Εσύ πότε κατάλαβες ποιο επάγγελμα ήθελες να κάνεις;»

«Θα σου πω» της είπε και δίπλωσε την εφημερίδα του. Από πολύ μικρός είχα αποφασίσει να γίνω γιατρός,  παρόλο που ο πατέρας μου ήθελε να ασχοληθώ με την οικογενειακή επιχείρηση που είχε.  Την απόφασή μου βέβαια  να αφοσιωθώ σ' αυτό που κάνω σήμερα την πήρα πολύ αργότερα από κάτι που είδα και με σημάδεψε. Πίστεψέ με όμως δεν το μετάνιωσα, απεναντίας χαίρομαι γι' αυτή μου την απόφαση».

«Αλήθεια; Τι σε έκανε να πάρεις μια τέτοια απόφαση; Πες μου!»

«Ω, είναι μεγάλη ιστορία που συνέβη πολλά χρόνια πριν.  Ώρες ώρες σκέφτομαι πως όλα τα πράγματα για κάποιο λόγο γίνονται, για κάποιο λόγο λαμβάνουν χώρα στη ζωή μας και μας κάνουν να παίρνουμε αποφάσεις που την αλλάζουν».

«Ήταν την εποχή που έκανα το αγροτικό μου σε κάποιο ορεινό κεφαλοχώρι του νομού Φθιώτιδας. Ωραίο μέρος, ωραίοι άνθρωποι, αλλά κάπως απομονωμένο. Ήμουν νεαρός τότε και μου έλειπαν οι παρέες μου. Εκεί δεν είχα να κάνω κάτι τις ελεύθερες ώρες μου. Έτσι κάθε Παρασκευή έπαιρνα το τρένο για να κατέβω Αθήνα να δω τους γονείς μου και τους φίλους μου, να διασκεδάσω λίγο και την Κυριακή γυρνούσα και πάλι στο χωριό. Μου άρεσε πολύ η διαδρομή με το τρένο. Κοιτούσα  έξω από το παράθυρο της εναλλαγές των εικόνων, καθώς περνούσαμε από δασωμένες εκτάσεις, γραφικά χωριουδάκια, πόλεις μεγάλες ή μικρές και πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους που περίμεναν σε κάθε σταθμό τους αγαπημένους τους».

«Κάποια Παρασκευή  καθώς το τρένο έμπαινε σε ένα σταθμό  από το παράθυρο του βαγονιού, αυτό που είδα μου άλλαξε τη ζωή και το συνειδητοποίησα λίγο καιρό αργότερα».

«Σ΄ ένα παγκάκι λοιπόν του σταθμού καθόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Κάθονταν αμίλητοι και κοιτούσαν το τρένο που  έμπαινε στο σταθμό. Μόλις το τρένο σταμάτησε, πιάστηκαν χέρι-χέρι ενώ με το άλλο στηρίχτηκαν στα μπαστούνια τους και προχώρησαν λίγα βήματα κοιτάζοντας τον κόσμο που κατέβαινε από το τρένο. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν η λαχτάρα στο βλέμμα τους για να δουν το άτομο που περίμεναν. Παρακολουθούσα και εγώ να δω ποιον περίμεναν, αλλά δεν τους πλησίασε κανείς.  Όλοι οι επιβάτες είχαν κατέβει, επιβιβάστηκαν και μερικοί στα πίσω βαγόνια και οι πόρτες έκλεισαν. Ο  σταθμάρχης  πλησίασε για να σφυρίξει την αναχώρηση του τρένου. Το ζευγάρι των ηλικιωμένων έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησαν να βγουν από το σταθμό με ζωγραφισμένη τη θλίψη στα μάτια τους. «Ίσως αύριο να έρθει» ψιθύρισε ο ηλικιωμένος στον σταθμάρχη. «Ίσως» του απάντησε με κατανόηση εκείνος και σφύριξε την αναχώρηση του τρένου».

«Δεν θα είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, αλλά το ίδιο συμβάν το έβλεπα κάθε φορά που έκανα αυτή την διαδρομή.  Το ηλικιωμένο ζευγάρι ήταν πάντα εκεί να περιμένει το τρένο και σίγουρα κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο, που όμως δεν ερχόταν. Ώσπου μια μέρα είδα μόνο τον άντρα να περιμένει στο παγκάκι».

«Μέχρι εκείνη την ημέρα δεν έτυχε να μάθω την ιστορία αυτού του ζευγαριού αν και ήμουν αρκετά περίεργος.  Έτσι όταν επιβιβάστηκε εκείνη τη στιγμή  στο τρένο ένας επιβάτης  και κάθισε απέναντι μου δεν έχασα την ευκαιρία και τον ρώτησα αν γνώριζε την ιστορία του ζευγαριού».

«Για τον  Στέλιο και τη Μάρθα λέτε;  την γνωρίζω την ιστορία τους» μου απάντησε «είναι μάλιστα και μακρινοί συγγενείς μου».

«Ξέρετε κάνω την ίδια διαδρομή περίπου τρεις μήνες τώρα και πάντα βλέπω το ζευγάρι να περιμένει κάποιον. Αλήθεια ποιον περιμένουν;"

«Τον γιο τους περιμένουν, το μοναχοπαίδι τους. Δυστυχώς η ιστορία τους είναι πολύ θλιβερή. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι,  είχαν παλιά ένα μπακαλικάκι σε ένα χωριό εδώ κοντά και ζούσαν ήρεμη ζωή. Κάποια στιγμή ο γιος τους έπιασε δουλειά στα μεταλλεία βωξίτη. Έμενε εκεί κοντά στο εργοτάξιο όλη την εβδομάδα, αλλά κάθε Παρασκευή ερχόταν και έβλεπε τους γονείς του. Δούλευε αρκετά χρόνια στα μεταλλεία, ώσπου μια μέρα μια στοά κατέρρευσε και το παιδί καταπλακώθηκε από τόνους πέτρες και χώμα. Στην κηδεία του ράγισαν και οι πέτρες από τον σπαραγμό των γονιών του».

«Σιγά σιγά τα γεροντάκια άρχισαν να απομονώνονται στη θλίψη τους. Εμείς οι συγγενείς τούς παρηγορούσαμε και τούς βοηθούσαμε όπως μπορούσαμε, αλλά αυτοί πλέον είχαν χάσει το νόημα της ζωής και κάποια στιγμή, δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν μόνοι τους. Ήταν φορές που δεν μας γνώριζαν, φορές που ακόμα και μεταξύ τους δεν γνωρίζονταν.  Αλτσχάιμερ, είπαν οι γιατροί. Έτσι η κοινωνική υπηρεσία του δήμου τους έβαλε στο ίδρυμα, που τυχαίνει να είναι απέναντι από τον σταθμό, για να έχουν μια καλλίτερη φροντίδα».

«Όταν πρωτοπήγαν στο ίδρυμα κάθονταν με τις ώρες και κοίταζαν τον σταθμό. Εκεί το μυαλό τους τούς έπαιξε περίεργο παιχνίδι. Μαζί με όλα τα άλλα που είχαν ξεχάσει, ξέχασαν και τον χαμό του παιδιού τους. Το μόνο που έμεινε ζωντανό στην μνήμη τους ήταν ότι ο γιος ερχόταν με το τρένο να τους δει και κατά ένα περίεργο τρόπο όταν ήταν  η ώρα που περνούσε το τρένο των τρεις και μισή, το τρένο με το οποίο ερχόταν ο γιος τους, αυτοί πιάνονταν χέρι- χέρι και ήθελαν να πάνε στο σταθμό. Στην αρχή δεν τους άφηναν, αλλά όταν είδαν ότι αυτό τους έκανε κακό, τους το επέτρεψαν, αφού πάντα κάποιος από το ίδρυμα τους παρακολουθεί διακριτικά μην πάθουν κανένα κακό».

«Πράγματι θλιβερή ιστορία. Σήμερα όμως είδα μόνο τον άντρα, η σύντροφός του είναι άρρωστη;» τον ρώτησα.

«Δυστυχώς πριν λίγες μέρες η σύντροφός του πέθανε και έτσι απέμεινε μόνος. Και αυτού η κατάσταση της υγείας του  δεν είναι καλή και έμαθα πως γρήγορα θα πάει και αυτός μάλλον να τους συναντήσει. Δεν θυμάται τίποτα από την προηγούμενη ζωή του, την συνήθεια όμως να έρχεται στο σταθμό δεν την ξέχασε».

«Όταν την άλλη εβδομάδα έκανα πάλι την διαδρομή με το τρένο, ο παππούς ήταν εκεί και περίμενε με την ίδια λαχτάρα στο βλέμμα του, αλλά φαινόταν φοβερά καταβεβλημένος. Δεν ξέρω τι με έσπρωξε και κατέβηκα από το τρένο, δευτερόλεπτα πριν ο σταθμάρχης σφυρίξει την αναχώρηση».

«Ο παππούς είχε καθίσει στο παγκάκι πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού για το ίδρυμα. Αυθόρμητα πήγα και κάθισα δίπλα του. Εκείνος με κοίταξε και σαν να ξανάνιωσε, μ’ αγκάλιασε και φώναξε. Ήρθες γιε μου; Μάρθα! που είσαι Μάρθα, ήρθε το παιδί, Μάρθα! Μάρθα!»

«Εγώ τα έχασα, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω.  Τότε με πλησίασε διακριτικά μια κοπέλα,  που μετά έμαθα ότι ήταν του ιδρύματος και μου είπε να προσποιηθώ ότι ήμουν ο γιος του».

«Αυτό έκανα. Τον πήρα από το χέρι και μαζί βαδίσαμε προς το ίδρυμα. Δίπλα μου βάδιζε η κοπελιά. Όταν φτάσαμε ο παππούς  κάθισε στο σαλόνι που ήταν και οι άλλοι ηλικιωμένοι και φάνηκε να βυθίζεται και πάλι στον κόσμο του».

«Ευχαριστούμε πολύ» μου είπε η κοπέλα από το ίδρυμα, «αυτό που κάνατε ήταν πολύ ευγενικό και δώσατε χαρά σ’ αυτόν τον βασανισμένο παππού».

«Χαρά μου» απάντησα και αμέσως με αιχμαλώτισαν δύο κατάμαυρα μάτια. 

«Να σας συστηθώ, Αλέξης Αντωνίου, γιατρός. Κάνω το αγροτικό μου σε μια μικρή κωμόπολη. Ταξιδεύω πάντα με το τρένο και δεν σου κρύβω πως είμαι γνώστης της ιστορίας του παππού έτσι όπως μου την είχε διηγηθεί κάποιος συνεπιβάτης μου».

«Χαίρω πολύ. Μίνα Καλογήρου, τριτοετής φοιτήτρια ιατρικής. Εδώ γεννήθηκα και εδώ ζουν οι γονείς μου, οπότε έρχομαι συχνά να τους δω και συγχρόνως προσφέρω εθελοντική εργασία στο ίδρυμα».

«Ήπιαμε καφέ, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και από τότε είμαστε αχώριστοι».

«Ξέρω, ξέρω» είπε  η Λίζα «ότι τη μαμά την γνώρισες όταν εκείνη ήταν φοιτήτρια, αλλά όλη την υπόλοιπη ιστορία δεν την ήξερα».

«Τώρα λοιπόν έμαθες ότι εκείνο που είδα κάποτε από το παράθυρο ενός τρένου ήταν η αιτία  να αποφασίσω για την καριέρα μου. Ήθελα να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους που λες και κάποιος πήρε ένα σφουγγάρι και έσβησε όλα τα βιώματά τους, όλη τη ζωή τους. Ήθελα πλέον να ασχοληθώ με την έρευνα ανίατων ασθενειών και ειδικότερα με την χρόνια  νευροεκφυλιστική νόσο Αλτσχάιμερ. Τώρα μαζί με την ομάδα μου και σε συνεργασία με ερευνητικές ομάδες του εξωτερικού προσπαθούμε να βελτιώσουμε την υγεία αυτών των ασθενών.  Η επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ σ' αυτόν τον τομέα, αλλά διαρκώς πρέπει να ερευνούμε μέχρι να καταφέρουμε να παρατείνουμε το προσδόκιμο ζωής. 

«Φυσικά εκείνο το γεγονός στάθηκε η αιτία να γνωρίσω και την γυναίκα της ζωής μου, την μητέρα σου».

«Για μένα λέτε εσείς οι δυο;»

Αυτή  ήταν η συμμετοχή μου στο καινούργιο δρώμενο της Μαίρης  "Εικόνα και φράση". Στο blog της Γήινη ματιά  θα διαβάσετε και για τις υπόλοιπες συμμετοχές.