Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Παιχνίδια της μοίρας (Μια ιδέα - μια έμπνευση #2)





Κεντρική Ιδέα πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός/ μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανάβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του /της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και σας αναγκάζει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;

Η Μυρτώ ύστερα από άλλη μια κουραστική εφημερία στο νοσοκομείο επιτέλους έφτασε στο σπίτι της. Τώρα το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα χαλαρωτικό μπάνιο και να πέσει για ύπνο.

"Νομίζω μου χρειάζεται μια βδομαδούλα άδεια", σκέφτηκε καθώς έμπαινε στη μπανιέρα. Η αλήθεια είναι πως αυτές οι απανωτές εφημερίες την είχαν εξαντλήσει. Ωστόσο το χλιαρό νερό την αναζωογόνησε και της πήρε την κούραση της ημέρας. 

Καθώς έφτιαχνε κάτι πρόχειρο να φάει κτύπησε το τηλέφωνο.

-Έλα Μυρτούλα μου, τι κάνεις κορίτσι μου; ακούστηκε η φωνή του κυρ Μιχάλη. Ήταν ο άνθρωπος που μαζί με τη γυναίκα του πρόσεχαν το πατρικό της στο χωριό. Εκείνος, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο άνθρωπος που φρόντιζε τον κήπο και τα κτήματα και η γυναίκα του τώρα είχε την φροντίδα της καθαριότητας του σπιτιού, ενώ παλαιότερα φρόντιζε και  την μητέρα της μέχρι το τέλος της ζωής της, γιατί τα τελευταία χρόνια είχε πάθει άνοια.  Τον πατέρα της τον είχε χάσει πολλά χρόνια πριν.  Η ίδια όσο ζούσε η μητέρα της πήγαινε συχνά στο χωριό, κατόπιν μία φορά το χρόνο.

Ο κυρ Μιχάλης της εξήγησε πως είχαν σπάσει κάποιοι σωλήνες στο καλοριφέρ και χρειάζονταν άμεση επισκευή, αλλά το κόστος ήταν υψηλό γι' αυτό ζητούσε την έγκρισή της. Η Μυρτώ όσο ζούσε η μητέρα της είχε ανακαινίσει το σπίτι διατηρώντας ανέπαφη την εξωτερική πέτρινη όψη του, αλλά το εσωτερικό του το έκανε πιο λειτουργικό, φτιάχνοντας σύγχρονα μπάνια και βάζοντας κεντρική θέρμανση.

Ο πατέρας της, γιατρός και αυτός, είχε φτιάξει αυτό το σπίτι στο χωριό του, για να μεγαλώσει όπως έλεγε η μοναχοκόρη του μέσα στη φύση. Ήταν μεγάλο και επιβλητικό, αρχοντικό το έλεγαν οι ντόπιοι. Εκείνος κατέβαινε κάθε μέρα στη γειτονική κωμόπολη όπου δούλευε στο νοσοκομείο.

Η ιδέα της άδειας αμέσως πήρε σάρκα και οστά στο μυαλό της και είπε στον κυρ Μιχάλη πως θα πήγαινε η ίδια στο χωριό και θα το συζητούσαν από κοντά. 

Η Μυρτώ σ' αυτό το σπίτι μεγάλωσε και έμεινε εκεί μέχρι που τελείωσε το λύκειο. Όταν πέρασε στην ιατρική μετακόμισε στην Αθήνα και πήγαινε εκεί μόνο στις διακοπές του καλοκαιριού και μόνο επειδή ζούσαν οι γονείς της εκεί. Τώρα που εκείνοι είχαν φύγει από τη ζωή, ο πατέρας πάνω από δέκα χρόνια και η μητέρα της πριν από τρία, πήγαινε μόνο μια φορά το χρόνο για δυο τρεις ημέρες.

                                         ...................................

Ξεκίνησε νωρίς το άλλο πρωί για το χωριό. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Γενάρης μήνας, η καρδιά του Χειμώνα.  Έφτασε στο χωριό κατά το μεσημέρι. Την καλωσόρισαν ο κυρ Μιχάλης και η γυναίκα του η κυρά Μαρία.

-Καλώς την αρχοντοπούλα μας.

-Έλα κυρ Μιχάλη, αφού ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να με λες έτσι... καλά όλοι οι άλλοι στο χωριό, όχι και συ. Αρχοντοπούλα την φώναζαν όλοι στο χωριό, απ' όταν ήταν μικρή και άντε να τους κόψεις τη συνήθεια.

Μπήκαν στο σπίτι, αφού την βοήθησαν με τις αποσκευές της. Μια γλυκιά ζεστασιά την υποδέχτηκε από το τζάκι που είχε ανάψει ο κυρ Μιχάλης και η μυρωδιά της μακαρονάδας της κυρά Μαρίας της έσπασε τη μύτη.

Αφού έφαγαν ο κυρ Μιχάλης της είπε πως την άλλη μέρα θα ερχόταν ένας υδραυλικός να συζητήσουν για την επισκευή του καλοριφέρ και ύστερα  εκείνοι αποσύρθηκαν στο δικό τους σπιτικό για να την αφήσουν να ξεκουραστεί από το ταξίδι. 

Κοίταξε γύρω της. Το σπίτι ήταν σε άριστη κατάσταση, πεντακάθαρο και το ψυγείο πλήρως εφοδιασμένο.

Έφτιαξε ένα τσάι και με την κούπα στο χέρι πήγε προς το παράθυρο. Η θέα ήταν καταπληκτική. Το σπίτι κτισμένο σε ένα ύψωμα είχε πανοραμική θέα όλου του χωριού από τη μια και ενός παρθένου δάσους από την άλλη.  Στον κήπο  τα παρτέρια ήταν γεμάτα ζουμπούλια και μανουσάκια. Μ' αυτές τις εικόνες κάθισε στον καναπέ μπροστά από τζάκι και εκεί την πήρε ο ύπνος.

                                   ......................

Την άλλη μέρα το πρωί την ώρα που έπινε τον καφέ της κατέφτασε ο κυρ Μιχάλης μαζί με τον υδραυλικό, ένα παλικαράκι εικοσιπέντε περίπου χρονών. Μόλις τον είδε έπαθε ένα σοκ. Ήταν ίδιος εκείνος. Με δυσκολία έκρυψε την ταραχή της.

Μίλησαν για την βλάβη. Της είπε πως ήταν δουλειά τριών ημερών και αφού  συμφώνησαν την τιμή εκείνος έπιασε αμέσως δουλειά.

Πράγματι την τρίτη μέρα κατά το απόγευμα τελείωσε την δουλειά του, το καλοριφέρ τώρα δούλευε στο φουλ και όλο το σπίτι είχε ζεστάνει. Έτσι μάζεψε τα εργαλεία του και ετοιμάστηκε να φύγει. 

Από το πρωί ο καιρός είχε επιδεινωθεί και όταν άνοιξε την πόρτα για να φύγει είδαν ότι το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Ο δρόμος δεν διακρινόταν καθόλου και η ορατότητα λόγω ομίχλης ήταν μηδενική.

-Κυρία Μυρτώ πως θα φύγω τώρα; με την δουλειά ούτε που κατάλαβα ότι έριχνε τόσο χιόνι.

-Δεν έχεις παρά να μείνεις εδώ. Δόξα τω Θεώ το σπίτι είναι μεγάλο. 

Έφτιαξε καφέ και κάθισαν στο καθιστικό μιλώντας για τον καιρό.

-Τόσες μέρες δεν σε έχω ρωτήσει το όνομά σου, ως σήμερα τον φώναζε "μάστορα".

-Μιλτιάδη με λένε, αλλά όλοι με φωνάζουν Μίλτο.

Δεύτερο σοκ...για να μη φανεί η ταραχή της κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

-Πάω να φτιάξω τραχανά να φάμε για βράδυ. Εσύ Μιλτιάδη αν θέλεις μπορείς να αναλάβεις τα παϊδάκια, που είναι στο ψυγείο, νομίζω έχει αρκετά κάρβουνα στο τζάκι για να τα ψήσεις.

Αφού έφαγαν κάθισαν κοντά στο τζάκι  και συνέχισαν με λίγο κρασάκι ακόμη. Αμέσως η Μυρτώ άνοιξε την κουβέντα, έπρεπε να μάθει τα πάντα για τη ζωή του.

-Λοιπόν Μιλτιάδη μίλησέ μου για τη ζωή σου. 

-Τι να σας πω, δεν ξέρω και πολλά για τη ζωή μου, εννοώ ποιοι είναι οι βιολογικοί γονείς μου, ξέρετε είμαι υιοθετημένος, μεγάλωσα με  θετούς γονείς. Έμαθα ότι είμαι υιοθετημένος στην ηλικία των δεκαπέντε ετών περίπου και αυτό τυχαία από τρίτους, οι θετοί γονείς μου νόμιζαν πως αν το μάθαινα θα έπαυα να τους αγαπώ, γι' αυτό και δεν μου είχαν μιλήσει νωρίτερα. Η αλήθεια είναι ότι με αγαπούσαν πολύ. Μέχρι εκείνη την ηλικία είχαμε οικονομική άνεση και δεν μου έλειψε τίποτα, από εκείνη την εποχή και πέρα κάτι έγινε και αυτή η οικονομική άνεση πήγε περίπατο. Τον πατέρα μετά από δύο χρόνια τον έχασα από καρδιά και την τελευταία τάξη του λυκείου την έβγαλα στο νυχτερινό γιατί αναγκάστηκα να δουλέψω προκειμένου να ζήσουμε η μητέρα μου και εγώ. Την μητέρα μου την έχασα πέρσι.

-Έμαθες ποτέ ποιοι ήταν οι βιολογικοί σου γονείς; τον ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει το τρέμουλο στη φωνή της.

-Έμαθα από κάτι μισόλογα πως ο μεν πατέρας σκοτώθηκε σε τροχαίο και για την μητέρα μου οι απόψεις ήταν λίγο συγκεχυμένες, ως και ότι καταγόταν από τούτο το χωριό, μου είπαν, χωρίς ποτέ να μου αναφέρουν ονόματα.

Η Μυρτώ ένιωσε μια σκοτοδίνη...

-Κυρία Μυρτώ αισθάνεστε καλά; Να σας φέρω λίγο νερό;

-Όχι ευχαριστώ καλά είμαι, ίσως με πείραξε λίγο το κρασί, ξέρεις δεν έχω συνηθίσει να πίνω. Τα σχέδιά σου για το μέλλον ποια είναι;

-Και εδώ  λίγο άτυχος είμαι, αγαπώ μια κοπέλα και μ' αγαπά και κείνη, αλλά οι γονείς της δεν με θέλουν και με το δίκιο τους. Ένας μεροκαματιάρης είμαι. Γι' αυτό δουλεύω μέρα νύχτα για να φτιάξω την δική μου επιχείρηση και να μπορέσω να σταθώ άξια δίπλα της.

-Στο εύχομαι με όλη μου την καρδιά. Εγώ λέω να πάω για ύπνο. Στο ξενώνα σου έχω στρώσει να κοιμηθείς. Καληνύχτα.

-Καληνύχτα κυρία Μυρτώ.

Όταν έκλεισε την πόρτα πίσω της, ξέσπασε σε κλάματα που τόση ώρα προσπαθούσε να συγκρατήσει. Κλάματα που όμως δεν της έφεραν ανακούφιση, αλλά βαθύ πόνο και οι πληγές που νόμιζε πως είχε ξεχάσει βγήκαν ανελέητες στην επιφάνεια. 

Την άλλη μέρα πέρασαν τα εκχιονιστικά μηχανήματα και καθάρισαν τον δρόμο, οπότε ο Μιλτιάδης χαιρέτησε την Μυρτώ και έφυγε. Η Μυρτώ παρέμεινε στο χωριό για πέντε μέρες ακόμη να ηρεμήσει.

                                        ...............................

Είχε περάσει ένας μήνας από κείνη την ημέρα, όταν ο Μιλτιάδης έλαβε έναν φάκελο. Αποστολέας ήταν η Μυρτώ. Μέσα βρήκε κάποια συμβόλαια, ένα βιβλιάριο τραπέζης και μια επιστολή. 

Άνοιξε την επιστολή και διάβασε.

Μιλτιάδη μου

Θα παραξενεύεσαι με όλα αυτά που σου στέλνω. Το σπίτι στο χωριό είναι πλέον δικό σου, θα σου δώσει τα κλειδιά ο κυρ Μιχάλης, για να στεγάσεις την ευτυχία σου με την κοπέλα που αγαπάς και τα χρήματα στο βιβλιάριο είναι για να ανοίξεις τη δική σου επιχείρηση. Είσαι καλός τεχνίτης, θα προοδεύσεις και στο εύχομαι με όλη μου την καρδιά. 

Θα ήθελα να ξεκινήσω το γράμμα μου με την προσφώνηση "πολυαγαπημένο μου παιδί, θησαυρέ μου και άλλα όμορφα και τρυφερά, όμως δεν έχω αυτό το δικαίωμα αφού σε απαρνήθηκα δύο φορές. Ναι, δύο φορές! Την πρώτη όταν σε γέννησα και την δεύτερη πριν λίγες ημέρες όταν σε αντίκρυσα μπροστά μου στο χωριό, γιατί αμέσως κατάλαβα πως είσαι γιος μου, αφού μοιάζεις τόσο πολύ του πατέρα σου. Δεν βρήκα όμως το θάρρος, όταν είπες πως δεν ξέρεις τίποτα για την βιολογική σου μητέρα, να σου πω πως την είχες μπροστά σου. Τα κλάματα που έχυσα αφού έφυγες πάνω στο κρεβάτι του ξενώνα που κοιμήθηκες δεν απάλυναν τον πόνο μου. 

Τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις για τους βιολογικούς σου γονείς.

Με τον πατέρα σου, που τον έλεγαν και κείνον Μιλτιάδη (γι' αυτό σε λέω και εγώ έτσι και όχι Μίλτο), αγαπηθήκαμε πολύ. Κάναμε δεσμό όταν είμαστε μαθητές λυκείου, τα όνειρά μας ήταν κοινά. Περάσαμε και οι δυο στην ιατρική. Στα φοιτητικά μας χρόνια μέναμε μαζί στην Αθήνα. Αχώριστοι, αγαπημένοι, ερωτευμένοι, ώσπου...

Ήταν θυμάμαι η ημέρα της ορκωμοσίας. Με τα πτυχία στα χέρια αγκαλιάζαμε τους γονείς μας χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Ο πατέρας σου μας άφησε για λίγο να πεταχτεί απέναντι στο ανθοπωλείο για να μου πάρει λουλούδια. Δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ερχόταν με ταχύτητα. Σκοτώθηκε ακαριαία μπροστά στα μάτια μας. Έπαθα νευρικό κλονισμό. Επιχείρησα πολλές φορές να κάνω και εγώ κακό στον εαυτό μου, αλλά δεν τα κατάφερα, βλέπεις επειδή ήξεραν την κατάστασή μου όλο και κάποιος ήταν δίπλα μου να με προσέχει. Μετά έπεσα σε βαριά κατάθλιψη. 

Όταν κατάλαβα πως ήμουν έγκυος, δεν ήμουν σε θέση να το διαχειριστώ και όταν γεννήθηκες σε απαρνήθηκα. Είπα πως δεν σε ήθελα. Μάταια οι δικοί μου προσπαθούσαν να με πείσουν για το αντίθετο. Στην ίδια κατάσταση με μένα ήταν και οι γονείς του Μιλτιάδη, τους οποίους πήρε κοντά τους ο άλλος τους γιος και ζουν στην Αμερική, όπου εργάζεται αυτός. 

Πέρασαν περίπου πέντε χρόνια για να ξεπεράσω τον θάνατό του με την βοήθεια ψυχολόγων και των γονιών μου. Από κει και πέρα με απορρόφησε η δουλειά. Δούλευα ως και δεκάξι ώρες την ημέρα, μόνο και μόνο για να μην μου μένει ελεύθερος χρόνος να σκέφτομαι.

Η μητέρα μου έτρεχε συνεχώς με μένα στους γιατρούς και δεν μπορούσε να σε αναλάβει, έτσι ο πατέρας μου βρήκε μια καλή οικογένεια και σε έδωσε για υιοθεσία. Σου έδωσε το όνομα Μιλτιάδης, το όνομα του πατέρα σου και μέχρι το θάνατό του, τον πρόδωσε ξαφνικά η καρδιά του, ήταν αυτός που ενίσχυε οικονομικά την οικογένεια που σε υιοθέτησε, γι' αυτό υπήρχε και η οικονομική άνεση που ανέφερες. Υπολογίζω ότι ήταν μέχρι τότε που εσύ θα ήσουν δεκαπέντε χρονών. Αυτά τα έμαθα και εγώ πρόσφατα, όταν βρήκα ένα ημερολόγιο του πατέρα μου ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης του γραφείου του, που τόσα χρόνια δεν έτυχε να ανακαλύψω. Για να μάθεις και εσύ περισσότερες λεπτομέρειες για τα πρώτα χρόνια της ζωής σου μπορείς να το διαβάσεις, το έχω αφήσει πάνω στο κομοδίνο του ξενώνα. Εκεί έγραφε τα πάντα για σένα.

Τώρα θα μου πεις αφού συνήλθες κυρία μου, γιατί δεν ενδιαφέρθηκες να μάθεις για το παιδί σου. Σε σκεφτόμουν άπειρες φορές. Ένιωθα τύψεις απέναντι σε σένα και απέναντι στον πατέρα σου που από κει πάνω που είναι σίγουρα με κοιτούσε με παράπονο, αλλά από την άλλη σκεφτόμουν πως εσύ ζούσες με δυο άλλους γονείς που δεν ήξερα αν σου είχαν πει πως ήσουν υιοθετημένος. Δεν τολμούσα να χαλάσω πλέον την ζωή σου. Δεν ήξερα το όνομα της οικογένειας που σε είχε υιοθετήσει, ο πατέρας μου δεν μου το είπε ποτέ.

Ξέρω ότι είμαι ασυγχώρητη, σου στέρησα την αγάπη τη δική μου και των παππούδων σου. Ευγνωμονώ την θετή σου μητέρα που σε μεγάλωσε σωστά και έγινες ένα υπέροχο παιδί.

Αν ποτέ μπορέσεις, συγχώρησέ με παιδί μου. Αν έρθει  αυτή η μέρα θα είναι η ομορφότερη της ζωή μου.

                                                                  Σε φιλώ

                                                               Η μητέρα σου

                       

                    

Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #2" που διοργανώνει ο Γιάννης στο blog https://idipoton.blogspot.com/ . Η κεντρική ιδέα δική του.

 Γιάννη μου σ' ευχαριστώ για τις ιδέες που ρίχνεις στο τραπέζι και μας προτρέπεις να δημιουργήσουμε.

Οι υπόλοιπες συμμετοχές εδώ.

Υ.Γ  Η εικόνα είναι από το internet και ανήκει στον δημιουργό της.

Υ.Γ 1η σύμπτωση

Πριν καιρό όταν γράφαμε για την "φωτο-συγγραφική σκυτάλη" είχα γράψει ένα μικρό διήγημα που κατά σύμπτωση έμοιαζε με το ζητούμενο της κεντρικής ιδέας του Γιάννη. Την εικόνα μου την είχε στείλει η Μαρίνα και ήταν αυτή, το καθιστικό ενός παλιού σπιτιού και το διήγημά μου είχε τίτλο

"Ένας μελαχρινός άγγελος που τον λένε Αντιγόνη"


2η σύμπτωση

Όταν τελείωσα τούτο το μικρό διήγημα συνειδητοποίησα ότι στο διήγημα που ανέφερα πιο πάνω γράφω για μια μάνα που έκανε τα πάντα για να μεγαλώσει μόνη το παιδί της, ενώ σ' αυτό γράφω για μια μάνα που το απαρνήθηκε. Τυχαία έγινε αυτό , αλλά όπως λέμε το νόμισμα έχει δύο όψεις.