Βρίσκομαι πριν χρόνια μαζί με τον Κ. στην Ζάκυνθο και συγκεκριμένα στον Αγ. Νικόλαο, ένα γραφικό λιμανάκι, στις Βολίμες. Μόλις είχαμε κάνει το μπάνιο μας και απολαμβάναμε ένα ουζάκι δίπλα στη θάλασσα, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο του Ιονίου. Ο ήλιος έκαιγε(ήταν τρεις το μεσημέρι).
"Άλλος με την βάρκα μααας" "άλλος για το "Ναυάγιο!"φώναζε ένα 17χρονο αγόρι λίγο πιο πέρα.
"Πάμε;" μου λέει ο Κ. "Τόσα χρόνια ερχόμαστε στη Ζάκυνθο και μια φορά μέχρι το "Ναυάγιο" δεν έχουμε πάει". (κάθε επισκέπτης που πάει στη Ζάκυνθο και σέβεται τον εαυτό του, πρέπει οπωσδήποτε να πάει στο "Ναυάγιο" χιχι).
"Ναυάγιο" στη Ζάκυνθο(φώτο από internet) |
"Πάμε!" του λέω και μαζεύοντας τα πράγματά μας μπήκαμε από τους τελευταίους στο μικρό σκαρί με ρότα το "Ναυάγιο".
Επάνω στο μικρό σκάφος είμαστε καμιά τριανταριά άτομα, δύο-τρία ζευγάρια Έλληνες, μια παρέα τεσσάρων Άγγλων και όλοι οι άλλοι ένα γκρουπ Ιταλών, ο καπετάνιος και το 17χρονο αγόρι, που ήταν για όλες τις δουλειές.
Γίναμε γρήγορα όλοι μια παρέα, καθώς οι Ιταλοί είχαν και μια κιθάρα μαζί τους και πιάσαμε το τραγούδι.
Πέρασε έτσι το πρώτο τέταρτο και φτάσαμε στις "Γαλάζιες Σπηλιές". Εκεί υπάρχουν θολωτοί βράχοι που σχηματίζουν σπηλιές και καμάρες, ενώ τα νερά μέσα και γύρω από τις σπηλιές είναι πρασινογάλανα απίστευτης ομορφιάς σε αντίθεση με το βαθύ μπλε της υπόλοιπης θάλασσας.
"Γαλάζιες Σπηλιές"(φώτο από internet) |
Κάναμε στάση και αρχίσαμε τις βουτιές. Απόλαυση!
Μετά ξεκινήσαμε πάλι για το "Ναυάγιο". Περάσαμε το ακρωτήρι και από εκεί και πέρα μας περίμενε η μεγάλη έκπληξη. Ο Ποσειδώνας είχε τα μπουρίνια του, είχε σηκώσει αντάρα και τα 7 με 8 μποφόρ ανεβοκατέβαζαν την βάρκα μας σαν καρυδότσουφλο.
Δεν πιστεύαμε τα μάτια μας. Τέτοια διαφορά από την μια στιγμή στην άλλη;
Ο καπετάνιος μας είπε πως τον Αύγουστο μετά το μεσημέρι ο καιρός "γυρνάει" και σηκώνει λίγο θάλασσα(και εμείς να αναλογιζόμαστε:λίγο το έλεγε τούτο το πράμα;). Μην ανησυχείτε δεν είναι τίποτα, έλεγε...
Συνεχίσαμε...αλλά η θάλασσα αγρίευε όλο και πιο πολύ και αρχίσαμε να ανησυχούμε, μέχρι και τον ψύχραιμο καπετάνιο τον είχαν ζώσει τα φίδια. Είδαμε από μακριά το "Ναυάγιο" ήταν αδύνατον να πλησιάσουμε, η παραλία με την άσπρη άμμο γύρω από το ναυαγισμένο καράβι δεν υπήρχε, είχε καλυφτεί από την θάλασσα. Τα κύματα έσκαγαν πάνω στο καΐκι μας και εν συνεχεία πάνω στα πρόσωπά μας.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο καπετάνιος με κόπο τώρα πια κρατούσε την ρότα του καϊκιού. Πλέαμε παράλληλα σε κάτι θεόρατα κοφτερά βράχια και δεν ήταν λίγες οι στιγμές που τα πλησιάσαμε επικίνδυνα.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο καπετάνιος με κόπο τώρα πια κρατούσε την ρότα του καϊκιού. Πλέαμε παράλληλα σε κάτι θεόρατα κοφτερά βράχια και δεν ήταν λίγες οι στιγμές που τα πλησιάσαμε επικίνδυνα.
Πολλοί ζήτησαν σωσίβια. Υπήρχαν μόνο καμιά δεκαριά, δεν υπήρχαν άλλα....
(Ο μουσακάς και τα σουβλάκια που είχαν φάει λίγο πριν οι Ιταλοί τους βγήκαν ξινά....)
(Ο μουσακάς και τα σουβλάκια που είχαν φάει λίγο πριν οι Ιταλοί τους βγήκαν ξινά....)
Αν ναυαγούσαμε δεν υπήρχε περίπτωση να γλίτωνε κανένας, ούτε αυτοί που φορούσαν σωσίβια, ούτε αυτοί που ήσαν δεινοί κολυμβητές. Τα κύματα θα μας έριχναν πάνω στα κοφτερά βράχια.
Ήταν σαν να βρισκόμαστε ανάμεσα στην Σκύλα και την Χάρυβδη. Παλεύαμε με τα κύματα κάνα μισάωρο ακόμα...και εκεί που κοιτάζαμε με τρόμο τα βράχια, είδαμε ένα κάτασπρο εκκλησάκι ψηλά και τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν εκεί.
Ο Θεός εκείνη τη στιγμή πρέπει να άκουσε την ίδια προσευχή σε τρεις διαφορετικές γλώσσες. Και πρέπει να εισακούστηκαν οι προσευχές, γιατί μετά από τα πολλά καταφέραμε και φτάσαμε στο ακρωτήρι όπου η θάλασσα εκεί άρχισε να καλμάρει, ώσπου φτάσαμε στις "Γαλάζιες Σπηλιές" που ήταν ήρεμη όπως την είχαμε αφήσει.
Κάναμε στάση εκεί πάλι(τώρα μας είχε κοπεί η όρεξη για βουτιές). Καθίσαμε εκεί μέχρι να συνέλθουμε και μετά συνεχίσαμε μέχρι το λιμανάκι του Αγ. Νικόλα. Εκατό μέτρα πριν φτάσουμε στο λιμανάκι έσβησαν οι μηχανές του καϊκιού, παθαίνοντας black out και δεν μπορούσαμε να μπούμε στο λιμάνι. Εκεί το αίμα μας πάγωσε πάλι, όχι γιατί κινδυνεύαμε, αλλά γιατί σκεφτήκαμε πως αν αυτό μας είχε συμβεί εκεί έξω στην ανταριασμένη θάλασσα, θα είχαμε γίνει χαλκομανίες πάνω στα κοφτερά βράχια.
Τελικά ένα ρυμουλκό μας τράβηξε και δέσαμε στο λιμάνι.
Πιάσαμε στεριά και όλοι λέγαμε "Ευτυχώς που ο Θεός ήξερε ξένες γλώσσες και άκουσε τις προσευχές όλων μας..."
Αυτά τα απρόοπτα φίλοι μου, είναι το αλατοπίπερο της ζωής που μας προσθέτουν εμπειρίες αλλά και σε μένα αφορμή να γράψω τούτο το κείμενο για να λάβω μέρος στο κάλεσμα της Petra που μας παρότρυνε να μπούμε στην βάρκα της.
Φιλάκια!
Φιλάκια!