Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Ναυαγισμένη ζωή

 


Η Δανάη και ο Ορέστης κάνοντας το μεσημεριανό τους διάλειμμα,  κατέβηκαν στο coffee island  στον πεζόδρομο στο κέντρο του Πειραιά,  να πάρουν ένα καφέ στο πόδι πριν γυρίσουν στο περιοδικό που δούλευαν.

Εκεί δίπλα ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος καθόταν κατάχαμα. Στήριζε την πλάτη του  σ’ ένα ξύλινο καρότσι που ισορροπούσε πάνω σε δύο ρόδες. Ήταν  γεμάτο χαρτόκουτα και τενεκεδάκια αναψυκτικών. Το πρόσωπο του άντρα ήταν αυλακωμένο από βαθιές ρυτίδες και τα μαλλιά του μακριά και ατημέλητα. Τα ρούχα του στην ίδια κατάσταση. Ένα γκριζόασπρο μουστάκι  και  μούσι ολοκλήρωναν την όψη του. Η ματιά του ήταν καλοσυνάτη και καθαρή. Αυτή η ματιά έκανε την Δανάη να τον ρωτήσει.

«Κύριε να σας κεράσουμε ένα καφέ;». Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του γεμάτο απορία και το κάρφωσε πάνω στη Δανάη.

«Να ’ξερες  πόσα χρόνια έχω να ακούσω κάτι τέτοιο κοπέλα μου. Σ’ ευχαριστώ.  Ένα νεράκι μόνο. Δεν έχω βάλει τίποτα στο στόμα μου σήμερα  και ο καφές θα με πειράξει».

«Αργύρη, ένα νερό και εκτός από τα καφεδάκια ψήσε μας και τρία τοστ, παρήγγειλε ο Ορέστης και κάθισαν με την Δανάη σε δύο καρέκλες του μαγαζιού που ήταν στον πεζόδρομο, κοντά στον άντρα.

«Είμαι η Δανάη, δημοσιογράφος σε ένα περιοδικό οικονομικού περιεχομένου και απ’ εδώ ο Ορέστης  φωτογράφος. Εσάς πως σας λένε;» ρώτησε η Δανάη που ξύπνησε  το δημοσιογραφικό δαιμόνιο μέσα της.

«Προκόπη με λένε, αλλά προκοπή δεν έκανα!» απάντησε εκείνος χαμογελώντας ειρωνικά δείχνοντας το χάλι του. «Όμως δεν ήμουν πάντα έτσι, κοπέλα μου».

«Τι σας συνέβη κύριε Προκόπη, αν επιτρέπετε;»

«Πολλά κοπέλα μου» άρχισε εκείνος νιώθοντας την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον. «Δεν είμαι πειραιώτης, κατάγομαι από μία παραθαλάσσια πόλη της Πελοποννήσου, κι εκεί έμενα μέχρι πριν λίγα χρόνια. Διατηρούσα ένα κατάστημα με είδη προικός. Όλα άρχισαν το 2009 με την οικονομική κρίση.  Η δουλειά τότε μειώθηκε και η φορολογία διπλασιάστηκε, όπως πολύ καλά θα ξέρετε αφού δουλεύετε  σε οικονομικό περιοδικό. Με κόπο έβγαζα τα έξοδα του μαγαζιού και του σπιτιού και αρχίσαμε να τρώμε από τα έτοιμα. Ευτυχώς που είμαστε μόνο δύο άτομα, η γυναίκα μου και εγώ και τα κουτσοκαταφέρναμε. Παιδιά δεν αποκτήσαμε. Δυστυχώς κάποια στιγμή η γυναίκα μου αρρώστησε, καρκίνος στον πνεύμονα και την έχασα πριν από έξι χρόνια, είπε και σκούπισε ένα δάκρυ με το  μανίκι του. Την έχασα την Πηνελόπη μου.  Με την  αρρώστια της εξανεμίστηκαν και οι τελευταίες οικονομίες μας. Έκλεισα το μαγαζί, γιατί έπρεπε να εγκατασταθούμε στην Αθήνα, προκειμένου να είμαστε κοντά σε νοσοκομεία για τις χημειοθεραπείες, βλέπεις εμείς στην επαρχία είμαστε πολίτες τρίτης κατηγορίας στη νοσοκομειακή περίθαλψη. Τα νοσοκομεία εκεί είναι μόνο για πρωτοβάθμια περίθαλψη. Ούτε γιατρούς έχουμε για σοβαρά περιστατικά, ούτε ιατρικό εξοπλισμό. Για να καλύψω τα έξοδα  σε γιατρούς και νοσοκομεία, αναγκάστηκα να πάρω δάνειο βάζοντας υποθήκη το σπίτι. Το έχασα και αυτό. Μου το έβγαλε σε πλειστηριασμό η τράπεζα και έτσι έμεινα στο δρόμο, λίγο πριν τη σύνταξη. Μετά το θάνατό της ξαναγύρισα στην πόλη μου. Προσπάθησα να ορθοποδήσω. Στην αρχή με βοήθησαν κάποιοι συγγενείς, αλλά πόσο να προσφέρουν και αυτοί, έρχεται η ώρα που βαρυγκωμούν. Έχουν να κοιτάξουν και κείνοι τις οικογένειές τους. Έτσι από ντροπή περισσότερο ήρθα στην Αθήνα, να «χαθώ» μέσα στο πλήθος. Προσπάθησα να βρω δουλειά. Δεν βρήκα. Δύσκολα δίνουν δουλειά σε κάποιον στην ηλικία μου. Έτσι κατάντησα άνεργος και άστεγος. Τουλάχιστον εδώ  είμαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων, δεν μου δίνουν σημασία ή στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να τύχει  να με κοιτάξουν με περιφρόνηση όταν η ματιά των «καθώς πρέπει»   πέσει επάνω μου. Στον τόπο μου όμως που σε ξέρουν, σε δείχνουν με το δάχτυλο, όταν ξεπέσεις οικονομικά, χωρίς να εξετάζουν τα αίτια που σε οδήγησαν σ’ αυτό. Η χρεοκοπία, κοπέλα μου, είναι εφιάλτης. Πέρα από τα υλικά αγαθά, χάνεις και την αξιοπρέπειά σου και έχεις και το στίγμα του αποτυχημένου να σε βασανίζει».

«Πως είναι τώρα η ζωή σας;»

«Δύσκολη! Ένας βήχας τον τυράννησε για λίγο και αφού ήπιε μια γουλιά νερό συνέχισε. Κατ’ αρχάς είμαι άστεγος, όπως είπα. Ο άστεγος έχει να αντιμετωπίσει πολλά, την παγωνιά, την υγρασία και το χειρότερο όλων τη βροχή, αν δεν έχει βρει το σωστό καταφύγιο. Στην αρχή τριγυρνούσα στα σοκάκια της Αθήνας, αλλά πέρα των άλλων μου έλειπε και η θάλασσα, έτσι κατέβηκα στον Πειραιά.  Στην αρχή είχα  βρει καταφύγιο σ’ ένα  εργοστάσιο,  που είχε βάλει λουκέτο και που ευτυχώς δεν το είχαν ανακαλύψει πολλοί. Το λέω αυτό γιατί τη νύχτα είναι άγρια τα πράγματα. Έξω κυκλοφορούν πάσης φύσεως άνθρωποι, νεοάστεγοι λόγω ανεργίας ή χρεών  που είναι σαν εμένα, αλλά και άλλοι που είναι επικίνδυνοι και πρέπει να φυλάγομαι από αυτούς.».

«Γιατί δεν πάτε σε κάποια από τις στέγες του δήμου να μείνετε;»

«Πηγαίνω κάποιες φορές για να κάνω ένα μπάνιο, αλλά πιστέψτε με δεν είναι καλά εκεί. Γίνονται τσακωμοί μεταξύ μας και πρέπει να κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοικτό, που λέει ο λόγος. Τα πράγματα φαίνονται ωραία όταν κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα  πάτε εσείς οι δημοσιογράφοι στους ξενώνες και προβάλλετε το έργο των πολιτικών και του δημάρχου και τους φωτογραφίζετε με τους άστεγους, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και ούτε λύνονται έτσι τα προβλήματά μας. Άλλες υποδομές πρέπει να κάνει το κράτος, κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνετε στο εξωτερικό. Τις προάλλες έπεσε τυχαία στα χέρια μου μια εφημερίδα και διάβασα ένα άρθρο που αφορούσε τους άστεγους της Φιλανδίας. Εκεί  η πολιτεία έφτιαξε συγκροτήματα διαμερισμάτων για τους άστεγους  και τους παραχωρεί μόνιμη στέγη, ενώ κοινωνικοί λειτουργοί τους βοηθούν να βρουν δουλειά και να ενταχθούν πάλι στην κοινωνία. Εν αντιθέσει με εδώ που η πολιτεία και η κοινωνία σε αντιμετωπίζουν σαν σκουπίδι.  Επικρατεί η άποψη στο μυαλό πολλών ότι η κοινωνία των αστέγων αποτελείται από ναρκομανείς, αλκοολικούς, τζογαδόρους, τεμπέληδες, ψυχοπαθείς και παρανόμους. Μια μερίδα αποτελείται από αυτούς, όμως υπάρχουμε κι εμείς. Άνθρωποι επαγγελματίες, μορφωμένοι που χάσαμε τη δουλειά μας, που έχουμε αξίες, ιδανικά, όνειρα, ελπίδες και που θέλουμε κάποια στιγμή να επανέλθουμε στην κανονική ζωή. Εγώ γι’ αυτό κάνω αυτή τη δουλειά. Σηκώνομαι από τα χαράματα να μαζέψω από τους κάδους ότι χρήσιμο υπάρχει και το πουλάω  για λίγα ευρώ. Προσπαθώ να βγάζω λίγα χρήματα για τις ολιγαρκείς ανάγκες μου για να μην αναγκαστώ να ζητιανέψω, δεν θα το άντεχα αυτό. Ντρέπομαι…"

"Που μένετε τώρα;"

"Όπως σου είπα έμενα σε κείνο το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο με  δυο τρεις άλλους, αλλά γρήγορα το ανακάλυψαν και άλλοι. Μαζευτήκαμε πολλοί και ένα βράδυ μια ομάδα ναρκομανών μας την «έπεσε», μαχαίρωσαν κάποιον για να του πάρουν τα λίγα ευρώ που είχε. Με έπιασε απελπισία, έπρεπε να βρω άλλο στέκι. Για καλή μου τύχη μια μέρα εκεί που έψαχνα για ντενεκεδάκια αναψυκτικών στην παραλία, είδα ένα σκαρί, γερμένο σαν να ξεκουραζόταν μετά από τα ταξίδια του. Σήκωσα το κεφάλι μου να το καμαρώσω και εκείνο  μου αιχμαλώτισε την ψυχή. Στην πλώρη του με ξεθωριασμένα από την αλμύρα γράμματα διάβασα το όνομά του, «Πηνελόπη», το όνομα της γυναίκας μου. Το θεώρησα σημάδι απ’ εκείνη. Στην πρύμνη του έχασκε μια μεγάλη τρύπα και απ’ εκεί μπήκα στο εσωτερικό του. Τα μισοσαπισμένα ξύλα του έτριζαν κάτω από τα πόδια μου σε κάθε μου βήμα. Όσο προχωρούσα προς την πλώρη, το σκαρί ήταν σε καλλίτερη κατάσταση και πρόσεξα πως ήταν στεγνά, κάτω από την τιμονιέρα, παρόλο που είχε βρέξει το βράδυ. Από κείνη την ημέρα έγινε το σπίτι μου. Κάθε βράδυ γύρω στο σούρουπο με χίλιες προφυλάξεις μπαίνω στην κοιλιά του και απαγκιάζω". Άλλος ένας επίμονος βήχας τον έκανε να σταματήσει για λίγο την αφήγησή του.

"Φάτε και το τοστ σας κύριε Προκόπη, θα κρυώσει…"

"Έχω συνηθίσει το κρύο φαί, συνέχισε με πίκρα. Πηγαίνω στα συσσίτια και βολεύομαι, να είναι καλά οι άνθρωποι, γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που μας σκέφτονται. Σας ευχαριστώ παιδιά μου για το κέρασμα, ώρα να πηγαίνω".

"Τι μπορούμε να κάνουμε για σας; Δεν είμαστε πλούσιοι, ένα μισθό που μόλις καλύπτει τις ανάγκες μας έχουμε, αλλά μια μικρή βοήθεια μπορούμε να σας προσφέρουμε, ίσως κάτι ζεστό, μια κουβέρτα, ένα μπουφάν, ο χειμώνας έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια του".

«Η αλήθεια είναι ότι μαζεύω χρήματα να αγοράσω ένα σλίπινγκ μπαγκ, γιατί το προηγούμενο που μας είχε μοιράσει μια φιλανθρωπική οργάνωση μου το έκλεψαν, αλλά μην ξοδεύεστε. Σας ευχαριστώ».

«Κοίτα σύμπτωση», είπε η Δανάη, «έχω ένα που δεν το χρειάζομαι, θα σας το δώσω ευχαρίστως, τζάμπα πιάνει χώρο στην ντουλάπα μου. Λοιπόν σήμερα είναι Παρασκευή, ελάτε πάλι εδώ την Δεύτερα κατά τις 12 να σας το δώσω".

«Καλά αν είναι έτσι, θα περάσω» τους είπε και βήχοντας απομακρύνθηκε σέρνοντας με κόπο το καρότσι του.

«Θα σας περιμένω, και σας παρακαλώ πηγαίνετε στο κοινωνικό φαρμακείο να πάρετε κάτι για τον βήχα σας,  είναι πολύ επίμονος".

«Αλήθεια, δεν ήξερα ότι έκανες κάμπινγκ» της είπε ο Ορέστης μόλις απομακρύνθηκε ο Προκόπης.

«Δεν έκανα, πως σου ήρθε;»

«Και το σλίπινγκ μπαγκ ;»

«Α! θα το αγοράσω…»

«Μαζί θα το αγοράσουμε, θα τσοντάρω κι εγώ».

Ο Προκόπης σέρνοντας τα βήματά του έφτασε εκεί που πουλούσε ότι  μάζευε κάθε μέρα, άφησε το καρότσι του και αφού πέρασε να πάρει κάτι να φάει από το συσσίτιο τράβηξε για το στέκι του. Τσίμπησε λίγο από το φαγητό και ξάπλωσε. Ο βήχας είχε γίνει πιο έντονος και νόμισε πως είχε  πυρετό. Σε λίγο θες  από την κούραση, θες από τον πυρετό τον πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος όμορφος αφού είδε πως καθόταν στο τιμόνι της «Πηνελόπης» έχοντας στο πλευρό του την γυναίκα του και ταξίδευαν μαζί σε καταγάλανα νερά…

~//~

Την Δευτέρα η Δανάη κατέβηκε από το γραφείο στο πεζόδρομο για να συναντήσει τον Προκόπη, όμως  εκείνος δεν φάνηκε. «Ίσως έρθει αύριο», της είπε ο Ορέστης. Ούτε και την Τρίτη όμως φάνηκε.

«Ορέστη ανησυχώ, μήπως έπαθε κάτι; Ήταν και αυτός ο βήχας. Μπορεί να είναι άρρωστος".

«Ίσως» της είπε ο Ορέστης «κοίτα το απόγευμα μόλις σχολάσουμε θα πάμε με την μηχανή μου να τον βρούμε».

«Που όμως; Δεν μας είπε που μένει συγκεκριμένα…»

«Ξέρω δυο τρία μέρη με παλιά σκαριά. Πηγαίνω εκεί και βρίσκω υλικό για τις φωτογραφίες μου. Κάπου θα τον βρούμε».

Στο πρώτο μέρος δεν στάθηκαν τυχεροί, ούτε στο δεύτερο, στο τρίτο είδαν από μακριά ένα σκαρί λουσμένο με ένα μουντό ηλιοβασίλεμα. Το πλησίασαν και βεβαιώθηκαν ότι είχαν έρθει στο σωστό μέρος όταν διάβασαν το όνομα στο σκαρί, «Πηνελόπη».

Από την τρύπα που έχασκε στην πρύμνη μπήκαν μέσα και τον φώναξαν. Απόκριση δεν πήραν. Άναψαν τον φακό του κινητού και κοίταξαν στο βάθος του σκάφους. Και τότε τον είδαν κουλουριασμένο σε μια γωνιά. Έτρεξαν κοντά του. Όταν τον άγγιξαν κατάλαβαν πως ήταν αργά για κείνον. Στα κοκκαλωμένα χέρια του κρατούσε την φωτογραφία της γυναίκας του.

Κάλεσαν ασθενοφόρο. Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε πως είχε πεθάνει πριν από είκοσι τέσσερις ώρες από παθολογικά αίτια, αποκλείοντας την εγκληματική ενέργεια.

Μία εβδομάδα μετά η Δανάη δημοσίευσε ένα άρθρο για  τους άστεγους, θύματα της οικονομικής κρίσης, στην οποία συμπεριέλαβε και την άτυπη συνέντευξη που πήρε από τον Προκόπη με τίτλο: «Άραγε η αναλγησία του κράτους θεωρείται εγκληματική ενέργεια;»

[Αυτή είναι η συμμετοχή μου στην «μίνι σκυτάλη» ένα δρώμενο που διοργανώνει η Μαίρη που έχει το blog https://ghinimatia.blogspot.com/  Όσοι λαμβάνομαι μέρος  παίρνουμε έμπνευση από  εικόνες που μας δίνει η Μαίρη μετά από κλήρωση. Η εικόνα που έτυχε σε μένα ήταν αυτό το όμορφο σκαρί το λουσμένο με ήλιο].




 

 

 

 

 


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Αμυγδαλιά

 



Η αμυγδαλιά

Νύφη μες τον Χειμώνα

Ομορφιά σκορπά

Της ματιάς ξεκούραση

Της ψυχής ευφορία


Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Καλό μήνα


Ήρθε η ώρα να παρουσιαστώ κι εγώ… Καλώς σας βρήκα! Το όνομά μου είναι Φεβρουάριος και δεν θέλω ν’ ακούσω γέλια, ειρωνείες και τα τοιαύτα.

Τι θα πει είμαι κουτσοφλέβαρος; Απλώς είμαι ψυχοπονιάρης.  Δώσε μία μέρα απ’ εδώ, δώσε μία μέρα από κει, έμεινα λειψός.  Εγώ  και την ψυχή μου δίνω για σας. Και μια και μιλάμε για ψυχή και για τις ψυχές νοιάζομαι και για τους ερωτευμένους επίσης. Όσο  για τους γλεντζέδες, γι’ αυτούς και αν  νοιάζομαι. Τόσα καρναβάλια πια!

Τι, δεν έχω λουλούδια όπως ο ξανθός Απρίλης και ο Μάης ο μυρωδάτος;  Ναι λες και δεν σας έχω δει πόσο έκθαμβοι κοιτάζετε την ανθισμένη αμυγδαλιά μου, που σας γεμίζει ελπίδα και αναπτερώνει το ηθικό σας, που νοιώθετε  ότι όπου να 'ναι τελειώνει  ο Χειμώνας.

Γι’ αυτό σας λέω, είμαι ο καλύτερος, πιστέψτε το και απολαύστε με!


Καλό μήνα φίλοι μου!