Το παράπονο της Γης
Άνθρωπε κοίτα τον ουρανό
ανάμεσα σε όλα τα
φωτεινά αστέρια σε μένα εδόθη
η Εντολή για να σου χαρίσω τον παράδεισο.
Στολίστηκα με πανύψηλα
δασωμένα βουνά
και καταπράσινες
κοιλάδες για να σου προσφέρουν
ανέμελες
στιγμές.
Πολύχρωμα λουλούδια
δίνουν χρώμα στη ζωή σου
Γλυκόλαλα πουλιά
γλυκαίνουν τις ημέρες σου
Ποτάμια με γάργαρα νερά
δροσίζουν το κορμί σου
και θάλασσες σε
χαϊδεύουν με το κύμα τους.
Παρακάλεσα τον Ήλιο να
σου χαρίζει φως, τον αέρα
να σε δροσίζει και το
φεγγάρι να φέγγει τα σκοτάδια σου.
Όλα τα άσχημα τα έκρυψα
καλά για να μην τα βρεις
και χάσεις την ευλογία.
Όμως κάποια μάγισσα κακιά θόλωσε το μυαλό σου
και άρχισες να σκάβεις
τα σωθικά μου
και βρήκες όλα τα άσκημα
που είχα κρυμμένα.
Και έβγαλες τον χρυσό,
τα διαμάντια και τα ασήμια
που σου έμαθαν την
απληστία.
Και έβγαλες το κατράμι
που σου μαύρισε τη ζωή.
Και έβγαλες ατσάλι και
έφτιαξες κανόνια.
Και έβγαλες σίδηρο και
έφτιαξες κάγκελα.
Και έβγαλες δηλητηριώδη
αέρια που σου κόβουν την
αναπνοή.
Και έφτιαξες χημικά που
σκορπίζουν θάνατο...
Γιατί; Γιατί;