Μια φορά και ένα καιρό σε μια μικρή πόλη ζούσε μια φτωχή οικογένεια.
Ο πατέρας ύστερα από ένα εργατικό ατύχημα ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι και
η μητέρα προσπαθούσε να εξασφαλίσει φαγητό και ότι άλλο μπορούσε για όλους
και προπάντων για τα τρία μικρά παιδιά τους, κάνοντας μεροκάματα σε ξένα κτήματα.
Ο πατέρας ύστερα από ένα εργατικό ατύχημα ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι και
η μητέρα προσπαθούσε να εξασφαλίσει φαγητό και ότι άλλο μπορούσε για όλους
και προπάντων για τα τρία μικρά παιδιά τους, κάνοντας μεροκάματα σε ξένα κτήματα.
(Ομπρέλα κανείς;) |
Όμως ήρθε χειμώνας βαρύς, οι σοδειές καταστράφηκαν και δεν έβρισκε πουθενά
δουλειά. Τα λίγα χρήματα που είχε στην άκρη τελείωσαν γρήγορα. Εδώ και μέρες ζούσαν
μόνο με χόρτα που μάζευε από τα χωράφια.
Μια μέρα έφτασε κοντά σε ένα δάσος.
Ας μαζέψω λίγα μανιτάρια σκέφτηκε, να ξεγελάσουμε και σήμερα την πείνα μας.
Όμως όσο και αν έψαξε, βρήκε μόνο μανιτάρια που δεν τρώγονταν γιατί ήσαν
δηλητηριώδη.
Ξαφνικά άκουσε μια φωνούλα να της λέει: "Μάζεψέ τα, θα σου χρειαστούν"!
Κοίταξε γύρω της αλλά δεν είδε κανέναν. Θα παράκουσα, συλλογίστηκε.
Ωστόσο έσκυψε και μάζεψε δυο τρία από αυτά μόνο και μόνο γιατί είχαν
ωραίο σχήμα και χρώμα.
Τα έβαλε στο καλάθι της και απογοητευμένη κίνησε για το σπίτι της.
"Αν χρειαστείς και άλλα να ξανάρθεις" άκουσε πάλι τη φωνή να της λέει.
Η γυναίκα φοβήθηκε τώρα για τα καλά και τάχυνε το βήμα της για να βγει
από το δάσος.
Όταν βγήκε από το δάσος ένοιωσε τα μανιτάρια να χορεύουν μέσα στο καλάθι
και μετά από λίγο να μετατρέπονται σε τρεις πολύ όμορφες ομπρέλες.
Δεν πίστευε στα μάτια της!
Αφού της πέρασε η πρώτη έκπληξη, πήρε τις ομπρέλες και έτρεξε στο παζάρι
της πόλης. Κάθισε σε μια γωνιά και άρχισε να φωνάζει:
"Πουλάω ομπρέλες!" "Ομπρέλα κανείς;"
Γρήγορα πούλησε και τις τρεις ομπρέλες. Με τα χρήματα που πήρε, αγόρασε
τρόφιμα για να μαγειρέψει και να φάνε τα παιδιά της.
Έτσι κάθε μέρα σχεδόν πήγαινε στο δάσος και μάζευε μανιτάρια.
Εκείνα γίνονταν ομπρέλες, τις πουλούσε και με τα χρήματα που έπαιρνε
εξασφάλιζε το φαγητό τους και τα έξοδα για τους γιατρούς του άντρα της.
Όταν μάζεψε αρκετά χρήματα ο άντρας της χειρουργήθηκε και έγινε καλά.
Τότε του είπε και το μυστικό της για τα μανιτάρια.
"Γυναίκα ήρθε η ώρα να πάμε μαζί στο δάσος να ευχαριστήσουμε την καλή σου
νεράιδα", της είπε.
Κίνησαν μαζί για το δάσος. Όταν έφτασαν εκεί φώναξαν:
"Μας ακούει κανείς;" Ήρθαμε να σε ευχαριστήσουμε για ότι έχεις κάνει για εμάς".
Μπροστά τους παρουσιάστηκε μια όμορφη νεράιδα.
Αφού την ευχαρίστησαν, εκείνη τους είπε.
"Θα σας κάνω άλλο ένα δώρο, γιατί είστε οι μόνοι από όσους βοήθησα,
που μου είπαν ευχαριστώ.
Θα σας μάθω να φτιάχνετε μόνη σας ομπρέλες και έτσι να εξασφαλίσετε χρήματα για
να ζήσετε τα παιδιά σας. Εγώ τώρα θα φύγω από δω, γιατί υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι
που χρειάζονται την βοήθειά μου. Εκείνο που θέλω από εσάς σε αντάλλαγμα όλων αυτών
είναι να βοηθάτε όλους αυτούς που έχουν ανάγκη".
Αφού τους έμαθε την τέχνη το αντρόγυνο αποχαιρέτησε την καλή τους νεράιδα
και γύρισαν στο σπίτι τους.
Από εκείνη την ημέρα άρχισαν να φτιάχνουν τις πιο όμορφες ομπρέλες που γινόντουσαν
ανάρπαστες. Έτσι με τα χρήματα που έβγαζαν ζούσαν μια άνετη ζωή, χωρίς να ξεχνάνε
να βοηθούν και αυτούς που τους είχαν ανάγκη.
Υ.Γ. Με την πρώτη φωτογραφία έλαβα μέρος στο "Φωτογραφίζειν" , τον διαγωνισμό που
διοργανώνει η Μαρία από το blog ¨Μια ματιά στον ήλιο με γιορτινά". Θέμα του
διαγωνισμού ήταν τα "Φθινοπωρινά χρώματα".
Στην φωτογραφία της συμμετοχής μου έδωσα τον τίτλο "Ομπρέλα κανείς;"
και στάθηκε η αφορμή να σκαρώσω τούτο το παραμύθι.
Ευχαριστώ όσους της έδωσαν τους βαθμούς τους κατά την βαθμολογία
και εσένα Μαρία μου για την όπως πάντα άψογη φιλοξενία.
Να περνάτε παραμυθένια!
Φιλιά!