-Ναι, εσύ είσαι Νικόλ μου; Τι
κάνω; Να εδώ, ετοιμάζω βαλίτσες για Βενετία, για το καρναβάλι. Ε, ναι τον
κατάφερα τον Αντουάν και τώρα έχει πάει να βγάλει τα εισιτήρια. Τι είμεθα τίποτε μπασκλασαρία να μείνουμε εδώ και να
δούμε πάλι τα ίδια και τα ίδια. Εγώ θέλω να γονδολάρω στα κανάλια της
Βενετίας να νιώσω το μυστήριο που
πλανάται σ’ αυτή την πόλη. Τι, τζάμπα
αγόρασα μάσκα
με κρύσταλλα Swarovski, ε, ναι κρυσταλλάκια σ’ όλη
την επιφάνειά της, τι είμεθα πτωχοί για να τσιγκουνευτώ; Oh
mon dieu και εσείς Βενετία θα
πάτε; Σε κλείνω τώρα ήρθε ο Αντουάν μου.
Ορεβουάρ!
-Κατερινάκι μου, που είσαι;
- Κάθριν, Αντουάν, Κάθριν
πόσες φορές θα στο πω;
-Και εγώ σου έχω πει να μην με φωνάζεις Αντουάν, αυτό το «ντου»
μου κάθεται στο στομάχι και σταμάτα πια αυτές τις γαλλικούρες. Άλλαξε κάτι
επειδή μετακομίσαμε στην Εκάλη;
-Τα έβγαλες τα εισιτήρια;
-Ναι τα έβγαλα! Έλα εδώ όμως και κάθισε δίπλα μου στον
καναπέ. Τόσα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι σου χάλασα ποτέ χατίρι. Απλώς φέτος ήθελα να γιορτάσουμε
την επέτειο της γνωριμίας μας στο ίδιο μέρος, εκεί που σε πρωτοείδα. Ήθελα να
σου κάνω έκπληξη.
-Αλήθεια;
-Την θυμάμαι εκείνη την βραδιά
σαν να είναι τώρα. Ήταν η πρώτη Κυριακή
της Αποκριάς. Οι φίλοι μου με είχαν παρασύρει στο δημοτικό θέατρο της Πάτρας να
γιορτάσουμε τα «μπουρμπούλια». Εκείνοι είχαν τις ντάμες τους και ξεχύθηκαν
αμέσως στο χορό. Εγώ έμεινα όρθιος σε μια γωνιά με ένα ποτό στο χέρι να
παρακολουθώ όλους αυτούς που λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής.
Το ξεφάντωμα των άλλων δεν με ενδιέφερε, βαριόμουν αφάνταστα μέχρι τη στιγμή που
πέρασες από μπροστά μου. Ντυμένη με το μαύρο ντόμινο άφηνες ένα απαλό άρωμα στο
διάβα σου. Από εκείνη τη στιγμή προσπάθησα να σε πλησιάσω. Είχα καταλάβει πως
με είχες προσέξει, αλλά λες και το έκανες επίτηδες χόρευες συνέχεια μ’ άλλους. Ώσπου εκεί γύρω
στα μεσάνυχτα με πλησίασες και από εκείνη τη στιγμή δεν σταματήσαμε να
χορεύουμε μέχρι το ξημέρωμα. Αν και δεν είχα δει το πρόσωπό σου, που το έκρυβε
με επιμέλεια η μαύρη μάσκα, ήξερα πως θα έπαιζες σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Με είχε ζαλίσει το άρωμά
σου, η βελούδινη φωνή σου και το χυτό κορμί σου. Σου ζητούσα να μου αποκαλύψεις το πρόσωπό
σου, αλλά εσύ με βασάνισες μέχρι το
ξημέρωμα που φύγαμε από το θέατρο και βγήκαμε στην πλατεία. Εκεί μπροστά στο
σιντριβάνι με τα λιοντάρια έβγαλες την μάσκα και τότε είδα τα πιο σπινθηροβόλα μάτια του κόσμου, που με
αιχμαλώτισαν για πάντα.
-Αχ Αντου… Αντώνη μου πόσο σ’
αγαπώ. Και εγώ από την πρώτη στιγμή που σε είδα σ’ ερωτεύτηκα. Όταν αρχίσαμε να
χορεύουμε το πρώτο τάνγκο, πρέπει να
ομολογήσω ήσουν καταπληκτικός χορευτής,
δεν ήθελα να φύγω από την αγκαλιά σου… Κοίτα λέω να ακυρώσεις τα εισιτήρια για
την Βενετία, μπορούμε να πάμε κάποια άλλη φορά. Ας πάμε στην Πάτρα να
ξαναζήσουμε το ειδύλλιο μας να θυμηθούμε πάλι τα πρώτα χτυποκάρδια
μας και τα νιάτα μας. Πρόσεξε όμως θα μεταμφιεστώ. Να δω αν θα με αναγνωρίσεις.
-Αμφιβάλλεις;
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο "Μια εικόνα, έξι λέξεις" της Μαίρης από το blog Γήινη ματιά.
Μαίρη μου σ' ευχαριστώ πολύ, όπως επίσης ευχαριστώ και αυτούς που ψήφισαν την συμμετοχή μου.