(πεταλούδες με μπόλικο γκλίτερ, χρυσόσκονη και χάντρες) |
Κάποτε σε ένα τόπο μακρινό ζούσε ένας άνθρωπος, που είχε για φίλους του τον Χειμώνα, τον Βοριά και τον Χιονιά και μισούσε πάρα πολύ την Άνοιξη.
Έτσι μια μέρα φυλάκισε όλες τις πεταλούδες, γιατί ήξερε πως αυτές έδιναν το σύνθημα για τον ερχομό της.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Μαρτίου, αλλά τα γκρίζα χρώματα του Χειμώνα δεν έλεγαν να φύγουν. Οι άνθρωποι
"Γιατί δεν ήρθε ακόμη η Άνοιξη; Που είναι οι πεταλούδες που έρχονταν πρώτες και καλύτερες να ανακοινώσουν τον ερχομό της;"
"Που είναι οι πεταλούδες, αναρωτιόντουσαν και τα μπουμπούκια των λουλουδιών πάνω στα κλαδιά, να μας αγγίξουν, να ανοίξουμε τα πέταλα μας και να σκορπίσουμε λογιών λογιών αρώματα; Πότε θα έρθουν;"
Όμως εκείνες ήταν φυλακισμένες σε ένα πελώριο κλουβί. Γύρω τους επικρατούσε μαύρο σκοτάδι. Όσο και αν παρακαλούσαν τον άνθρωπο που τις φυλάκισε να τις ελευθερώσει εκείνος δεν το έκανε και όσο και αν προσπαθούσαν μόνες τους δεν μπορούσαν να ανοίξουν το κλουβί για να πετάξουν μακριά.
Τα πουλιά μη βλέποντας την φύση ανθισμένη παρέμεναν και κείνα κρυμμένα στις ζεστές φωλιές τους. Μια μέρα όμως έκαναν σύσκεψη και αποφάσισαν πως έπρεπε να ψάξουν για τις πεταλούδες, αλλά τα περισσότερα έβλεπαν τον Βοριά που φυσούσε δυνατά και δεν ήθελαν να πάνε πουθενά.
Τα πουλιά μη βλέποντας την φύση ανθισμένη παρέμεναν και κείνα κρυμμένα στις ζεστές φωλιές τους. Μια μέρα όμως έκαναν σύσκεψη και αποφάσισαν πως έπρεπε να ψάξουν για τις πεταλούδες, αλλά τα περισσότερα έβλεπαν τον Βοριά που φυσούσε δυνατά και δεν ήθελαν να πάνε πουθενά.
Μόνο ένα μικρό πουλάκι οπλίστηκε με θάρρος και αποφάσισε να πάει να ψάξει μόνο του για τις πεταλούδες.
Πετούσε για μέρες ολόκληρες.
Ο Χειμώνας που δεν ήθελε να φύγει ακόμη έβαζε τον Βοριά και τον Χιονιά να δυσκολεύουν το πέταγμά του. Δύο πτερουγισές έκανε το πουλί μπροστά και μία πίσω και μόνο όταν ο Βοριάς σταματούσε για λίγο να πει δυο κουβέντες με τον Χιονιά, κατάφερνε να πετάξει πιο γρήγορα. Τον Χιονιά δεν τον φοβόταν το πουλάκι, γιατί είχε πολλά πούπουλα και φτερά που το κρατούσαν ζεστό.
Ο Χειμώνας που δεν ήθελε να φύγει ακόμη έβαζε τον Βοριά και τον Χιονιά να δυσκολεύουν το πέταγμά του. Δύο πτερουγισές έκανε το πουλί μπροστά και μία πίσω και μόνο όταν ο Βοριάς σταματούσε για λίγο να πει δυο κουβέντες με τον Χιονιά, κατάφερνε να πετάξει πιο γρήγορα. Τον Χιονιά δεν τον φοβόταν το πουλάκι, γιατί είχε πολλά πούπουλα και φτερά που το κρατούσαν ζεστό.
Μετά από είκοσι μέρες κατάφερε να βρει το κλουβί με τις πεταλούδες και κάποια στιγμή που εκείνος ο άνθρωπος που τις κρατούσε φυλακισμένες δεν πρόσεχε, άνοιξε το κλουβί και τις ελευθέρωσε.
Εκείνες πέταξαν μακριά χαρούμενες μαζί με το θαρραλέο πουλί και σε κάθε πέταγμά τους, άγγιζαν τα μπουμπούκια των λουλουδιών και εκείνα άνοιγαν και σκόρπιζαν το άρωμά τους. Τα πουλιά βγήκαν από τις φωλιές τους και τις υποδέχτηκαν με γλυκά τιτιβίσματα.
Στα χωράφια απλώθηκαν λουλουδισμένα χαλιά, τα ζουζούνια τεντώθηκαν να ξεμουδιάσουν έξω από τις φωλιές τους και οι άνθρωποι βγήκαν χαρούμενοι στους δρόμους και ζητωκραύγαζαν. Σκέφτηκαν να κάνουν και μια γιορτή.
Εκείνες πέταξαν μακριά χαρούμενες μαζί με το θαρραλέο πουλί και σε κάθε πέταγμά τους, άγγιζαν τα μπουμπούκια των λουλουδιών και εκείνα άνοιγαν και σκόρπιζαν το άρωμά τους. Τα πουλιά βγήκαν από τις φωλιές τους και τις υποδέχτηκαν με γλυκά τιτιβίσματα.
Στα χωράφια απλώθηκαν λουλουδισμένα χαλιά, τα ζουζούνια τεντώθηκαν να ξεμουδιάσουν έξω από τις φωλιές τους και οι άνθρωποι βγήκαν χαρούμενοι στους δρόμους και ζητωκραύγαζαν. Σκέφτηκαν να κάνουν και μια γιορτή.
Αυτό το παραμύθι το είχα αναρτήσει και παλιότερα, αλλά το ξαναέγραψα για το δρώμενο της Αριστέας Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι!
Φιλάκια!