Αρχές Φθινοπώρου βρέθηκα να οδηγώ το
αυτοκίνητό μου προς Μάνη. Στη διαδρομή σκεφτόμουν πως ήμουν αρκετά τυχερή, γιατί δεν είχα
δυσκολευτεί καθόλου να πείσω τον εκδότη του ταξιδιωτικού περιοδικού στο οποίο
εργάζομαι να μου αναθέσει την φωτογράφιση των πύργων της.
Είχα από καιρό μελετήσει το θέμα
και ήξερα πως ήταν διάσπαρτοι σε αρκετά χωριά της περιοχής, μερικοί σε καλή
κατάσταση και ανακαινισμένοι, άλλοι μισογκρεμισμένοι και άλλοι να στέκουν
αγέρωχοι περιμένοντας κάποιον να νοιαστεί για αυτούς.
Έφτασα στην περιοχή και οι πρώτοι
πύργοι άρχισαν να γεμίζουν την ψηφιακή μου
μηχανή. Τους φωτογράφιζα σε διαφορετικές στιγμές της μέρας και έπαιζα με
το φως προκειμένου να αποδώσω αυτό το μυστηριώδες που έκρυβαν. Για κάθε πύργο
ρωτούσα και μάθαινα από τους ντόπιους κατοίκους τους θρύλους που τους
ακολουθούσαν.
Μετά από μια βδομάδα συνεχούς
δουλειάς πάνω στο θέμα έφτασα σε ένα παραθαλάσσιο μέρος. Τον πύργο του τον είδα
από μακριά. Είχε σουρουπώσει και μου άρεσε το θέαμα. Έστεκε επιβλητικός μέσα
στο άγριο τοπίο. Σταμάτησα το αυτοκίνητο, τον κοίταξα και του υποσχέθηκα πως
την άλλη μέρα θα τον φωτογράφιζα. Μετά από αρκετές ώρες οδήγησης μου χρειαζόταν
ένα καλό ντους και ξεκούραση. Το ξενοδοχείο μου τα πρόσφερε και τα δυο.
Το άλλο πρωί σηκώθηκα ξεκούραστη,
αλλά για κακή μου τύχη έβρεχε και δεν κατάφερα να πάω για φωτογράφιση. Το
απόγευμα όμως έβγαλε ήλιο και τα λίγα σύννεφα που ήταν στον ουρανό δεν
προμήνυαν βροχή.
Ο πύργος απείχε από το χωριό ένα
χιλιόμετρο περίπου, έτσι αποφάσισα να περπατήσω ως εκεί για να έχω μια καλύτερη
εικόνα του χώρου που βρισκόταν. Πέρασα το λουράκι της φωτογραφικής μηχανής στο
λαιμό μου πήρα το τρίποδο και
ξεκίνησα.
Στο χωριό όλα τα σπίτια ήταν
χτισμένα με πέτρα, τα περισσότερα ακατοίκητα τους χειμερινούς μήνες, αλλά
έπαιρναν ζωή το καλοκαίρι. Αυτή την εποχή είχε ακόμη λίγους παραθεριστές που
χαίρονταν για λίγο ακόμα τις ομορφιές του τόπου.
Φτάνοντας στον πύργο είδα πως ήταν
σαν να φύτρωσε μέσα από τα απότομα και κοφτερά βράχια, έτσι όπως τα είχε φάει η
αλμύρα και η αντάρα της φουρτουνιασμένης θάλασσας του χειμώνα. Αμέσως έπιασα δουλειά. Πατώντας από βραχάκι σε
βραχάκι που ήταν διάσπαρτα στη θάλασσα μπροστά του, άρχισα να φωτογραφίζω τον
πύργο. Το αποτέλεσμα με ικανοποίησε πάρα πολύ. Αφού έβγαλα αρκετές από αυτή την
πλευρά του πύργου, πήγα προς την πίσω. Εκεί το τοπίο άλλαζε λίγο. Η στεριά
σχημάτιζε ένα μικρό φυσικό όρμο και η θάλασσα ήταν σαν να ξεκουραζόταν.
Μερικές βαρκούλες δεμένες λικνίζονταν νωχελικά. Για να φτάσεις εκεί
έπρεπε να κατέβεις ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Αποφάσισα να το κατέβω για να
φωτογραφίσω τον πύργο από χαμηλά ούτως ώστε να του δώσω πιο επιβλητικό
ύψος.
Όταν κατέβηκα το μονοπάτι που ήταν καμιά ογδονταριά μέτρα κάτω, έστησα το τρίποδο, στερέωσα τη μηχανή και έπιασα αμέσως δουλειά. Το φως του ήλιου που πήγαινε προς τη δύση του ήταν ιδανικό για να αποδώσω αυτό που ήθελα. Απορροφήθηκα με τη δουλειά. Η αλήθεια ήταν πως είχε σουρουπώσει και το συνειδητοποίησα όταν άκουσα τον θόρυβο της μηχανής μιας βαρκούλας που πλησίαζε να δέσει στον όρμο. Τα σύννεφα στον ουρανό τώρα είχαν βαφτεί χρυσοκόκκινα, καθώς ο ήλιος είχε φύγει από τον ορίζοντα. Εντυπωσιασμένη από το θέαμα άρχισα να τα φωτογραφίζω. Μετά σκέφτηκα πριν φύγω να βγάλω και τις βαρκούλες στον όρμο μερικές φωτογραφίες.
Η βάρκα που είχα
ακούσει πριν, είχε δέσει και ο βαρκάρης της είχε πηδήσει στην στεριά. Κοιτούσε
προς το μέρος μου. Έστρεψα το φακό μου προς την άλλη μεριά για λίγες ακόμη
φωτογραφίες και όταν την ξανάστρεψα προς τις βάρκες είδα τον άνδρα να συνεχίζει να με
παρακολουθεί κάνοντας άσεμνες χειρονομίες. Έκανα ζουμ στο φακό και κάτι στο βλέμμα του με τρόμαξε. Ήταν ένα
άγριο βλέμμα, σαν αρπακτικού. Ώρα να φύγω σκέφτηκα.
Μάζεψα το τρίποδο και άρχισα να
ανεβαίνω το μονοπάτι. Με την άκρη του ματιού μου είδα πως ο άνδρας τώρα ερχόταν προς
το μέρος μου με γρήγορα βήματα. Όταν είχα φτάσει στα μισά του μονοπατιού
εκείνος είχε αρχίσει να το ανεβαίνει. Κάλυπτε την απόσταση πολύ γρήγορα και
αυτό άρχισε να με πανικοβάλλει. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν ένας
απλός ψαράς από το χωριό και τίποτα άλλο. Με πλησίαζε όμως επικίνδυνα και από τον τρόπο που
κάλυπτε την απόσταση κατάλαβα πως οι προθέσεις του να με συναντήσει δεν ήταν
καλές.
Έφτασα στην κορυφή, εκείνος ήταν
καμιά δεκαριά μέτρα πίσω μου. «Στάσου»
μου φώναξε «δεν μπορείς να μου ξεφύγεις».
Εκεί σιγουρεύτηκα πλέον για τις προθέσεις του. Σίγουρα θα με προλάβαινε και
τότε ήμουν χαμένη. Τα πρώτα σπίτια του χωριού απείχαν καμιά πεντακοσαριά μέτρα
πιο κάτω, δεν θα προλάβαινα να φτάσω εκεί για να ζητήσω βοήθεια και στο δρόμο
δεν υπήρχε ψυχή. Το σκοτάδι ήρθε απότομα όπως συμβαίνει αυτή την εποχή.
Σε μια παρόρμηση της στιγμής χώθηκα μέσα στον πύργο από την πόρτα που έχασκε ορθάνοιχτη με την ελπίδα ότι εκείνος θα νόμιζε πως έφυγα με το αυτοκίνητο, που φυσικά δεν είχα, αφού είχα έρθει με τα πόδια και σιχτίρισα τον εαυτό μου γι’ αυτό.
Νωρίτερα είχα ρίξει μια ματιά
στο εσωτερικό του πύργου και είχα δει πως πέρα από ένα σωρό πέτρες και ξύλα
πεταμένα δίπλα στη σκάλα που οδηγούσε στους πάνω ορόφους δεν υπήρχε τίποτα άλλο.
Η πόρτα του ήταν μια τεράστια πέτρα, όπως στους περισσότερους πύργους στη Μάνη,
που τοποθετούσαν εσωτερικά για λόγους ασφαλείας και με ένα μηχανισμό την
κυλούσαν και έκλεινε το άνοιγμα. Τώρα βέβαια μισογκρεμισμένη έχασκε εκεί στο
πλάι.
Το σκοτάδι μέσα στον πύργο ήταν
απόλυτο. Ψηλαφώντας κρύφτηκα πίσω από το αγκωνάρι της πόρτας και περίμενα με
κομμένη την ανάσα.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και απέξω
άκουσα βήματα να πλησιάζουν. Ο διώκτης μου κοντοστάθηκε για λίγο κάνοντας τις
ελπίδες μου να αναπτερωθούν. Νόμιζα πως δεν θα έμπαινε μέσα, πως θα έφευγε.
Μεγάλο λάθος. Η τελευταία μου ελπίδα ότι
θα κατευθυνόταν προς το σωρό από τις πέτρες ή στους πάνω ορόφους και μέσα στο
σκοτάδι θα κατάφερνα να γλιστρήσω προς τα έξω, καταστράφηκε ολοσχερώς, καθώς
μια δέσμη φωτός από φακό έλαμψε φωτίζοντας το δάπεδο λίγα μέτρα μπροστά μου.
«Θέμα χρόνου να σε βρω» τον άκουσα να λέει «καμιά δεν μου γλυτώνει πόσο μάλλον
εσύ που κρύφτηκες εδώ μέσα. Βλακώδες από μέρους σου, καθώς δεν έχεις που να
κρυφτείς».
Ήμουν χαμένη. Έσφιξα το τρίποδο στα χέρια μου ως το μόνο όπλο που είχα για να αμυνθώ και περίμενα. Λίγο ακόμα και ο φακός θα του αποκάλυπτε την κρυψώνα μου. Και ναι ο φακός μου θάμπωσε τα μάτια.
Τότε
μια ριπή κρύου αέρα με βουή κάλυψε τον χώρο και ένα απόκοσμο ουρλιαχτό ακούστηκε.
Δευτερόλεπτα πριν λιποθυμήσω θυμάμαι πως άκουσα ένα γδούπο σαν κάτι να έπεσε
και μετά ένα σύρσιμο.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα λιπόθυμη.
Όταν συνήλθα δεν κατάλαβα αμέσως που
βρισκόμουν, ο φακός όμως που φώτιζε το δάπεδο αρκετά μέτρα μακριά από μένα με
έκανε να συνειδητοποιήσω που ήμουν. Πάλι με έπιασε πανικός και κρατώντας την ανάσα
μου αφουγκράστηκα μήπως ακούσω κάποιον ήχο. Τίποτα, απόλυτη σιωπή. Μην
τολμώντας να κουνηθώ έμεινα κουλουριασμένη πίσω από το αγκωνάρι συντροφιά με
κείνη τη δέσμη φωτός από το φακό που έμενε ακίνητη στο δάπεδο, ώσπου είδα το
αχνό φως της αυγής να τρυπώνει μέσα στον πύργο.
Τότε με χίλιες προφυλάξεις βγήκα
από την κρυψώνα μου. Στο χώρο δεν υπήρχε κανείς, μόνο ο φακός ήταν εκεί ακόμα
αναμμένος. Δεν κάθισα να αναλύσω περισσότερο την κατάσταση βγήκα τρέχοντας και
κατευθύνθηκα προς το χωριό. Έφτασα στο ξενοδοχείο με την ψυχή στο στόμα.
Ευτυχώς η κοπέλα στη ρεσεψιόν δεν ήταν στο πόστο της, αλλιώς θα τρόμαζε με τα
χάλια μου. Μπαίνοντας στο δωμάτιό μου έβαλα
το ταμπελάκι στην πόρτα «Μην ενοχλείται» και έπεσα ξερή για ύπνο.
Ξύπνησα αργά το απόγευμα με ένα
τρομερό πονοκέφαλο. Σηκώθηκα έκανα ένα ντους και παρήγγειλα ένα ελαφρύ
δείπνο. Αφού έφαγα λίγο, ήπια ένα παυσίπονο
και έπεσα πάλι για ύπνο χωρίς να αναλύσω τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς.
Ο ύπνος τούτη τη φορά ήταν γεμάτος εφιάλτες.
Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκα για πρωινό στο ξενοδοχείο με ένα δίλλημα να με βασανίζει. Να πάω στην αστυνομία να καταγγείλω την απόπειρα βιασμού ή να μην το αναφέρω, αφού στην τελική για κάποιο λόγο αυτός το είχε μετανιώσει και είχε φύγει. Δεν άντεχα να αρχίσω να λέω τι είχα βιώσει, δεν ήμουν έτοιμη.
Για να ξεφύγω λίγο πήρα την φωτογραφική μηχανή μου και κατευθύνθηκα προς τα σοκάκια του χωριού. Φωτογράφισα μερικά μπαλκόνια σωστά έργα τέχνης, βαριές ξύλινες πόρτες με περίτεχνα ρόπτρα, δυο γιαγιάδες που καθάριζαν φασολάκια μέσα στην αυλή τους, μερικούς βασιλικούς φυτεμένους σε ζωγραφισμένους τενεκέδες και κάμποσα πιτσιρίκια που έπαιζαν στο προαύλιο του σχολείου τους.
Είχε μεσημεριάσει και κατευθύνθηκα
σε ένα γραφικό ταβερνάκι για να φάω. Κάθισα και παρήγγειλα μία πίτα σπεσιαλιτέ
του μαγαζιού και μία σαλάτα. Μέχρι να μου τα φέρουν χάζευα τις φωτογραφίες που
είχα τραβήξει, όταν άκουσα κάποιον να λέει να δυναμώσουν την τηλεόραση για να
μάθουν νεότερα για το έγκλημα. Ασυναίσθητα στράφηκα προς την τηλεόραση και
άκουσα τον δημοσιογράφο να λέει:
«Έχουμε νεότερα για την ταυτότητα του άντρα που βρέθηκε στραγγαλισμένος με ένα σύρμα περασμένο στο λαιμό του σ’ έναν εγκαταλελειμμένο πύργο στη Μάνη. Πρόκειται γι’ έναν κάτοικο της περιοχής. Υπενθυμίζουμε ότι ο εν λόγω άντρας βρέθηκε χθες το μεσημέρι από μία
παρέα περιηγητών που μπήκαν να δουν το εσωτερικό του πύργου. Ο ιατροδικαστής
είπε πως ο θάνατός του έγινε μεταξύ οκτώ
με εννιά το προηγούμενο βράδυ. Δίπλα
στο θύμα βρέθηκε ένας φακός που ήταν ακόμα αναμμένος και έφερε τα αποτυπώματα
του θύματος. Για ότι νεότερο θα επανέλθουμε».
Όλη αυτή την ώρα που μιλούσε ο
δημοσιογράφος σ’ ένα μικρό παράθυρο στην οθόνη της τηλεόρασης ήταν η φωτογραφία του θύματος.
Πάγωσα! Το θύμα ήταν ο άντρας που με καταδίωξε το βράδυ που ανέφεραν ότι τον
σκότωσαν. "Μα εγώ το πρωί που έφυγα από εκεί δεν υπήρχε κανένα πτώμα. Το μόνο
που υπήρχε ήταν ο αναμμένος φακός, ήμουν σίγουρη".
Μετά από λίγο διακόπτοντας το
πρόγραμμά της η τηλεόραση ανέφερε ότι το θύμα χαρακτηριζόταν ως μοναχικό άτομο
και πως στο παρελθόν είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση δύο ετών για τον βιασμό μιας
τουρίστριας σε ερημική περιοχή του χωριού. Πάντως συνέχισε ο δημοσιογράφος στον
συγκεκριμένο πύργο από τότε που έμεινε ακατοίκητος εδώ και πενήντα χρόνια έχουν
γίνει άλλοι τρεις φόνοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Τα θύματα ήταν
στραγγαλισμένα με σύρμα και οι φόνοι δεν εξιχνιάστηκαν ποτέ.
«Αυτή το έκανε» είπε ο ιδιοκτήτης
της ταβέρνας, «η κόρη του πύργου. Όλους τους φόνους στον πύργο αυτή τους έκανε,
έτσι έλεγε ο παππούς μου".
«Ποια αυτή» ζήτησε να μάθει ένα
ζευγάρι από το διπλανό τραπέζι που δεν φαίνονταν ντόπιοι.
Ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας δεν ήθελε
και πολύ και άρχισε να διηγείται τον θρύλο που συνόδευε τον πύργο.
«Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο πύργος κατοικείτο από τον
πλουσιότερο άρχοντα της περιοχής με την φαμίλια του. Παιδιά, νύφες, εγγόνια
όλοι μονιασμένοι και αγαπημένοι. Κάποια μέρα όλη η οικογένεια ετοιμάστηκε και
κατέβηκε στον μικρό όρμο που είναι κάτω από τον πύργο για να θαυμάσουν το
καινούργιο τρεχαντήρι του πρωτότοκου που μόλις είχε φτάσει. Στα μισά του μονοπατιού η μικρότερη κόρη
γύρισε πίσω να πάρει ένα ζεστό ρούχο γιατί στη φούρια της να δει το σκαρί έφυγε
χωρίς αυτό και τώρα κρύωνε. Μέσα στη χαρά τους κανείς δεν κατάλαβε πως το
κορίτσι δεν είχε γυρίσει κοντά τους. Όταν
επέστρεψαν στο πύργο βρήκαν το κορίτσι
νεκρό με ξεσκισμένα ρούχα, κακοποιημένο σεξουαλικά και στραγγαλισμένο με ένα
σύρμα. Οι δικοί της θεώρησαν ότι το κακό
το είχε κάνει κάποιος από τους γιους του ισχυρότερου άντρα του διπλανού χωριού,
καθώς είχαν προστριβές μεταξύ τους και για άλλες αιτίες. Όπως ήταν αναμενόμενο
ξέσπασε βεντέτα. Και από τις δυο οικογένειες χάθηκαν πολλοί και όσοι γλύτωσαν
πήραν το δρόμο της ξενιτιάς. Τώρα κανένας δεν ξέρει αν ανάμεσα σ’ όλους αυτούς
που χάθηκαν ήταν και ο φονιάς. Πάντως λένε πως το αδικοχαμένο κορίτσι
τριγυρνάει ακόμα στον πύργο υπερασπιζόμενο κάθε γυναίκα που μπαίνει στο πύργο και απειλείται η ζωή της».
Δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο.
Πλήρωσα και γύρισα στο ξενοδοχείο. Άρχισα να σκέφτομαι τα γεγονότα που είχαν
συμβεί εκείνο το βράδυ αλλά και το πρωί που έφυγα από εκεί. Ήμουν σίγουρη πως
όταν έφυγα από τον πύργο δεν είχα αφήσει κανένα πτώμα πίσω μου. Πριν ξεμυτίσω
από την κρυψώνα μου είχα κοιτάξει καλά τον χώρο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός
από τον αναμμένο φακό.
Σκέφτηκα να πάω στην αστυνομία,
αλλά πάλι ώρα ήταν να κατηγορηθώ για ένα φόνο που δεν είχα κάνει. Θα μου έλεγαν
γιατί δεν κατήγγειλα αμέσως το γεγονός αλλά αντί γι’ αυτό είχα κοιμηθεί ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο.
Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκα για
πρωινό και είδα πως το ξενοδοχείο είχε γεμίσει με τηλεοπτικά συνεργεία που
ήρθαν να καλύψουν το γεγονός γιατί όλα αυτά με τους θρύλους για την κόρη του
πύργου είχαν εξάψει την φαντασία του κοινού.
Παρήγγειλα καφέ και βυθίστηκα στις σκέψεις μου χαϊδεύοντας αφηρημένα ένα άσπρο τριαντάφυλλο που ήταν στο βαζάκι πάνω στο τραπέζι μου. Από τις σκέψεις μου με έβγαλαν τα τηλεοπτικά συνεργεία που ετοιμάζονταν να πάνε στον πύργο για να κάνουν απευθείας μετάδοση από κει. Αμέσως έτρεξα στο δωμάτιό μου πήρα την φωτογραφική μου μηχανή, κρέμασα στο λαιμό μου το καρτελάκι με το όνομα του περιοδικού που εργαζόμουν και ακολούθησα με το αμάξι μου τα συνεργεία.
Όταν φτάσαμε στον πύργο εκείνοι έστησαν τις
κάμερες και άρχισαν τη μετάδοση. Μετά μπήκαν στο εσωτερικό του πύργου και
συνέχισαν. Τους ακολούθησα μέσα. Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Το μόνο που
έλειπε ήταν ο φακός και φυσικά το πτώμα που είχαν βρει αφού η αστυνομία είχε
ολοκληρώσει τις έρευνες. Οι κάμεραμαν και οι δημοσιογράφοι άρχισαν να
ανεβαίνουν στους πάνω ορόφους για να δείξουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του
πύργου. Εγώ έμεινα στο ισόγειο.
Ξαφνικά ένα κρύο αεράκι κάλυψε τον χώρο και ασυναίσθητα έσφιξα την ζακέτα μου, βάζοντας τα χέρια μου στις τσέπες. Άγγιξα το τριαντάφυλλο που χωρίς να το καταλάβω το είχα βάλει στην τσέπη μου. Αυθόρμητα το πήρα και το απίθωσα σ’ ένα πρεβάζι του τοίχου. Δευτερόλεπτα μετά το είδα να αιωρείται για λίγο μπροστά μου.
"Σ' ευχαριστώ" ψιθύρισα.
Το τριαντάφυλλο με άγγιξε απαλά στο πρόσωπο και μετά το είδα να κατευθύνεται αιωρούμενο προς την σκάλα.
Η κόρη του πύργου ήταν εδώ!
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στην μίνι σκυτάλη #3 που διοργανώνει η Μαίρη
από τη Γήινη ματιά. Ακολουθείστε τον σύνδεσμο για να διαβάσετε
και τις υπόλοιπες συμμετοχές.