-Παιδιά φτάσαμε, είπε ο Στέλιος. Οι τρεις φίλοι ο Στέλιος, ο Μίλτος και ο Τάσος βγήκαν από το ταξί που πήραν από το λιμάνι για να φτάσουν στο ψαροχώρι που ήταν το σπίτι του Στέλιου και κοίταξαν γύρω τους.
-Στέλιο πάντα μας έλεγες πως το νησί σου είναι πολύ όμορφο, αλλά αυτό που αντικρίζουμε, ξεπερνάει κάθε φαντασία.
-Ελάτε πάμε σπίτι και θαυμάζετε την θέα αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να καθαρίσουμε το σπίτι γιατί είναι γύρω στα δύο χρόνια που παραμένει κλειστό.
Μέχρι το απόγευμα είχαν καταφέρει να τακτοποιηθούν κάπως.
-Πάω να φτιάξω καφέ, θέλει κανείς; ρώτησε ο Τάσος.
-Περίμενε θα πάμε να τον πιούμε κάτω, εκεί που θα πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας. Τα παιδιά άνεργα και τα τρία εδώ και πάρα πολύ καιρό σκέφτηκαν να έρθουν στο νησί και να επαναλειτουργήσουν τον καφενέ του πατέρα του Στέλιου σε πιο μοντέρνα εκδοχή, που παρέμενε κλειστός από τότε που εκείνος έχασε την μάχη με την ζωή για να τον ακολουθήσει και η μητέρα του λίγους μήνες αργότερα.
Ήταν μια καλή περίπτωση, γιατί το μέρος είχε αναπτυχθεί τουριστικά πάρα πολύ τον τελευταίο καιρό.
Τώρα με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι περιεργάζονταν τον χώρο. Τα τραπεζάκια ήταν στη θέση τους γεμάτα σκόνη.
-Λοιπόν καλλιτέχνη τι λες; Καλλιτέχνη έλεγαν τον Μίλτο που είχε τελειώσει την Σχολή Καλών Τεχνών.
-Βλέπω ότι το κτίριο είναι πέτρινο, οπότε καλό είναι σε αυτές τις δύο πλευρές να χαλάσουμε τον σοβά και να αναδείξουμε την πέτρα. Εκείνη την πλευρά αφήστε την σε μένα. Θα ζωγραφίσω ένα ιστιοφόρο που θα καλύπτει όλο τον τοίχο με όλα του τα πανιά ανοιγμένα, όπως τα όνειρά μας, είπε ο Μίλτος.
-Πειρατικό να το κάνεις, του είπε ο Τάσος.
-Εντάξει πειρατικό θα το κάνω.
Την άλλη μέρα έπιασαν δουλειά, ξηλώνοντας τον σοβά και αναδεικνύοντας την πέτρα. Μετά από τρεις ημέρες ο Τάσος καθώς ξήλωνε τον σοβά δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε προς την κουζίνα, είδε ένα κενό στον τοίχο και καθώς κοίταξε καλύτερα μέσα είδε ένα μεταλλικό κουτί.
-Παιδιά κοιτάξτε τι βρήκα μέσα στον τοίχο.
Ο Στέλιος πήρε το κουτί, το άνοιξε και μέσα βρήκε ένα γράμμα.
-Είναι ο γραφικός χαρακτήρας του πατέρα μου. Πήρε το γράμμα και πήγε παράμερα. Άρχισε να το διαβάζει νομίζοντας στην αρχή ότι προοριζόταν για εκείνον.
Γιε μου
Όταν ήμουν νέος, μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό, αγάπησα μια κοπέλα, την μητέρα σου, την Άννα μου. Ήταν από την Αθήνα και είχε έρθει εδώ στο νησί για να δουλέψει στο μεγάλο καφέ στο λιμάνι. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ήθελα να την παντρευτώ. Κάναμε όνειρα...
Οι γονείς μου όταν έμαθαν ποια ήθελα να παντρευτώ, ήταν ανένδοτοι. "Δεν θα πάρεις μία που δεν ξέρουμε από που κρατάει η σκούφια της. Θα πάρεις κορίτσι από τον τόπο μας", έλεγαν. Πήγαν και την βρήκαν και της είπαν ψέματα πως ήμουν αρραβωνιασμένος, πως την κορόιδευα και άλλα τέτοια. Η μητέρα σου μου είπε να την ακολουθήσω στην Αθήνα. Δεν το έκανα και τώρα το μετανιώνω. Έτσι πίστεψε αυτά που της είπαν οι γονείς μου και έφυγε. Νέος, άπειρος και χωρίς δουλειά, φοβήθηκα. Πως θα άνοιγα σπιτικό στην Αθήνα χωρίς λεφτά. Εδώ στο νησί θα είχα τουλάχιστον τούτο τον καφενέ του πατέρα μου.
Μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκα με προξενιό την γυναίκα μου. Καλή... με αγάπησε, όπως την αγάπησα και εγώ.
Κάποια μέρα έλαβα ένα ανώνυμο γράμμα. Ήταν από την μητέρα σου. "Μου πήρε πολύ χρόνο να αποφασίσω να στο πω, αλλά νομίζω πως πρέπει να ξέρεις πως έχεις ένα γιο. Δεν θέλω τίποτα από σένα, απλώς να το ξέρεις" έγραφε. Λιποτάκτησα για δεύτερη φορά, δεν έψαξα να σας βρω. Βλέπεις ήμουν παντρεμένος και η γυναίκα μου τριών μηνών έγκυος. Έκτοτε δεν έμαθα τίποτα για σας, όσο και αν σας έψαξα πολύ αργότερα κρυφά από τους δικούς μου . Οι τύψεις με βασανίζουν. Στη γυναίκα μου και στον γιο μου, δεν είπα ποτέ τίποτα για σένα, δεν ήθελα να τους πληγώσω. Κάθε φορά που αγκαλιάζω τον Στέλιο μου σκέφτομαι και σένα που δεν ξέρω ούτε το όνομά σου.
Τούτο το γράμμα είναι κάτι σαν εξομολόγηση, σαν ένα μεγάλο συγνώμη σε σένα που δεν γνώρισα και στην μητέρα σου που τόσο πίκρανα. Το βάζω σε αυτή την κρύπτη νομίζοντας ότι σε έχω κάθε μέρα κοντά μου.
-Αχ μωρέ πατέρα, είπε ο Στέλιος με μάτια βουρκωμένα.
-Τι συμβαίνει; του είπαν οι φίλοι του και έτρεξαν κοντά του.
-Διαβάστε!
Τα παιδιά το διάβασαν και του είπαν να μην στεναχωριέται.
-Αμέσως μετά τα εγκαίνια του καφενέ μας, θα αρχίσω τις έρευνες για να βρω τον αδερφό μου, είπε ο Στέλιος.
-Φίλε μαζί σου θα είμαστε και σε αυτό, του είπε ο Τάσος και έγιναν και οι τρεις μια αγκαλιά.
-Παίδες τι θα λέγατε να ονομάσουμε το καφενέ μας "Το κτισμένο μυστικό", πετάχτηκε ο Μίλτος για να ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό με το ιστιοφόρο μας στον τοίχο θα εξάπτει την φαντασία των τουριστών για χαμένους θησαυρούς.
Αυτή είναι η συμμετοχή μου "Στις Ιστορίες του Καφενέ" που διοργανώνει με μεγάλη επιτυχία η
Αριστέα.