|
(φωτογραφία από ίντερνετ)
|
Μεσάνυχτα και κάτι νιώθω ένα αγγελικό άγγιγμα στην πλάτη.
"Έλα μαζί μου" μου λέει μια γλυκιά φωνή.
"Δεν μπορώ" απαντώ "πρέπει να μείνω δίπλα στον άντρα μου, να προσέχω τους ορούς".
"Μην σε μέλει θα φροντίσω εγώ γι' αυτό. Είσαι δύο εικοσιτετράωρα σε αυτή την καρέκλα εδώ στο διάδρομο, δεν θα αντέξεις για πολύ ακόμα. Έλα ακολούθησέ με!"
"Που πάμε;"
"Θα δεις!"
Με οδήγησε σε ένα θάλαμο λίγο πιο πέρα αμυδρά φωτισμένο και μου έδειξε ένα άδειο κρεβάτι.
"Μόλις έβαλα καθαρά σεντόνια, μου είπε σιγανά, ξάπλωσε και προσπάθησε να κοιμηθείς και εγώ κάθε τόσο θα πηγαίνω να παρακολουθώ τον άντρα σου".
Ξάπλωσα. Η αϋπνία και η κούραση με έκαναν να κοιμηθώ αμέσως.
Ξύπνησα κατά το ξημέρωμα και κοίταξα γύρω μου. Ήμουν σε ένα θάλαμο με δύο κρεβάτια. Τον ασθενή του διπλανού κρεβατιού δεν τον έβλεπα γιατί ήταν τραβηγμένη η κουρτίνα. Ο φύλακας άγγελος της νύχτας ήταν δίπλα μου.
"Καλημέρα!", μου είπε, "με λένε Βούλα".
"Καλημέρα Βούλα μου πάω να δω τι κάνει ο άντρας μου και θα ξαναγυρίσω να τα πούμε", της είπα.
"Ησύχασε, μόλις πήγα και τον είδα και του εξήγησα που είσαι. Σε λίγο θα του ρίξουν άλλη μια μονάδα αίμα. Ο άντρας μου είχε πάθει γαστρορραγία και όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο του Ρίου από το νοσοκομείο του Πύργου είχε 22 αιματοκρίτη ενώ συνέχιζε να αιμορραγεί.
Αφού γνωριστήκαμε λίγο καλύτερα την ρώτησα πως και υπήρχε κενό κρεβάτι σε αυτόν τον θάλαμο, ενώ έξω στον διάδρομο υπήρχαν δεκάδες ράντζα με ασθενείς σε σοβαρή κατάσταση".
"Θα δεις μου λέει" και τράβηξε την κουρτίνα. Τότε είδα έναν άλλο άγγελο. Ένα εικοσάχρονο παιδί καθηλωμένο στο κρεβάτι με κινητικά προβλήματα και σοβαρή νοητική στέρηση.
"Αυτός είναι ο Ανδρέας. Δυστυχώς κανένας από αυτούς εκεί έξω δεν θέλει να μπει σε αυτόν τον θάλαμο. Ο Ανδρέας τους χαλάει την αισθητική τους, μου είπε πικραμένη η Βούλα. Η Βούλα ήταν αποκλειστική νοσοκόμα σε παιδιά με ειδικές ανάγκες, όταν αυτά ήταν απαραίτητο να νοσηλευτούν στο νοσοκομείο μακριά από τα ιδρύματα που τα φιλοξενούσαν.
Αμέσως πήγα στον άντρα μου (το κρεββάτι του ήταν στον διάδρομο, δίπλα σε μια αποθηκούλα που έριχναν τα άπλυτα και ότι άλλο βρώμικο είχαν) τον ενημέρωσα για την κατάσταση και κατόπιν πήγα στην προϊσταμένη και της ζήτησα να μας βάλει μαζί με τον Αντρέα.
"Είστε σίγουρη, μου είπε, γιατί κανένας μέχρι στιγμής δεν θέλει να τον βάλουμε σε αυτόν τον θάλαμο, έτσι και εγώ έπαψα να το προτείνω" .
"Ο άντρας μου και εγώ θέλουμε" της είπα.
Μείναμε δέκα μερόνυχτα σε αυτόν τον θάλαμο. Δέκα μερόνυχτα που διδάχτηκα πολλά από τους δύο αυτούς αγγέλους.
Η Βούλα φρόντιζε τον Ανδρέα με τον καλύτερο τρόπο, αν και μου έλεγε πως δεν καταλάβαινε τις φροντίδες που του έκανε (λόγω της νοητικής στέρησης). Εντούτοις αυτή τον φρόντιζε όπως θα φρόντιζε κάθε άλλο παιδί, τον έπλενε, τον τάιζε, τον χάιδευε, του έκανε μασάζ για να ανακουφίζει τους πόνους του, τον χτένιζε, του έβαζε κολόνια και του μίλαγε τόσο τρυφερά που τον ηρεμούσε και ήταν η μόνη που την άφηνε αδιαμαρτύρητα να του κάνει αλλαγές στην εγχείρηση που του είχαν κάνει. Στην θέα γιατρών και νοσηλευτριών έβγαζε δυνατές κραυγές γιατί τους φοβόταν και γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσε να επικοινωνεί με τους άλλους, κάτι που έκανε τους ασθενείς του διαδρόμου να δυσανασχετούν.
Η Βούλα για τον εαυτό της και για μένα έφερε δύο ξαπλώστρες από το σπίτι της προκειμένου να ξαπλώνουμε το βράδυ. Αν δεν ήταν η Βούλα θα είχα καταρρεύσει.
Έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε και ποτέ δεν θα την ξεχάσω, όπως δεν θα ξεχάσω και την στιγμή που όταν ήρθαν οι άνθρωποι του ιδρύματος να παραλάβουν τον Ανδρέα εκείνος έβαλε τις φωνές και άπλωσε τα σκελετωμένα χέρια του προς την Βούλα. Εκείνη έσκυψε να τον αγκαλιάσει και αυτός γαντζώθηκε πάνω της, γιατί δεν ήθελε να φύγει από κοντά της και να ξαναγυρίσει στο ίδρυμα και απέδειξε πως παρ' όλη την νοητική στέρηση την αγάπη την ένιωθε.
Με αυτή την βιωματική ιστορία λαμβάνω μέρος στο δρώμενο της
Αριστέας "Ιστορίες της νύχτας".
|
(φωτογραφία από ίντερνετ)
|