Ήταν
περασμένα μεσάνυχτα, όταν αποφάσισα να κλείσω το βιβλίο που διάβαζα και να πάω
για ύπνο. Περνώντας από το σαλόνι άκουσα κάποιους ψιθύρους, κοίταξα γύρω
μου κανείς...και όμως ήμουν σίγουρη ότι κάτι άκουσα. Έκανα να φύγω και να!
πάλι οι ίδιοι ψίθυροι. Αυτή τη φορά κρύφτηκα και τα άκουσα όλα.
Και ναι! όσο και αν δεν το πιστεύετε τα ποτηράκια του λικέρ με το όμορφο μελί χρώμα, εκείνο το βράδυ αναπολούσαν τα περασμένα μεγαλεία τους.
-Θυμάστε εκείνη την εποχή που περιμέναμε πως και πως
τα Σάββατα να ανοίξει η κυρία μας το σαλόνι και να έλθουν οι φιλενάδες της για
το καθιερωμένο καφεδάκι, κέικ και λικέρ;
Οι ψίθυροι ακούγονταν από το τραπεζάκι στη γωνία που πάνω του καμαρώνει το όμορφο σερβίτσιο του λικέρ, προικώο της μαμάς.
Οι ψίθυροι ακούγονταν από το τραπεζάκι στη γωνία που πάνω του καμαρώνει το όμορφο σερβίτσιο του λικέρ, προικώο της μαμάς.
Και ναι! όσο και αν δεν το πιστεύετε τα ποτηράκια του λικέρ με το όμορφο μελί χρώμα, εκείνο το βράδυ αναπολούσαν τα περασμένα μεγαλεία τους.
-Ποτέ δεν θα ξεχάσω, έλεγε το ένα τη λαχτάρα μας για το πιο θα διαλέξει η δεσποινίδα Λιλίκα, να νιώσουμε το γλυκό της φιλί στο χείλος μας και
να αποτυπωθεί το κραγιονάκι της στο γυαλί μας.
-Αυτός ήταν και ο αιώνιος τσακωμός σας, έλεγε η μικρή
μποτιλίτσα που καμάρωνε στο κέντρο του δίσκου. Άσε που δεν θέλατε να σας πλύνει
η κυρία μας για να μην φύγει το σημάδι του κραγιόν. Ευτυχώς που δεν σας άκουγε...
-Να σας πω, είπε ένα άλλο ποτηράκι, εμένα μου άρεσε και η κυρία Μαίρη, γιατί έλεγε εκείνες τις πικάντικες ιστορίες, όλο υπονοούμενα που έκαναν τη δεσποινίδα Λιλίκα να κοκκινίζει και την μητέρα της, την κυρία Φρόσω, να της φωνάζει να μην τα λέει αυτά μπροστά στην κόρη της.
-Να σας πω, είπε ένα άλλο ποτηράκι, εμένα μου άρεσε και η κυρία Μαίρη, γιατί έλεγε εκείνες τις πικάντικες ιστορίες, όλο υπονοούμενα που έκαναν τη δεσποινίδα Λιλίκα να κοκκινίζει και την μητέρα της, την κυρία Φρόσω, να της φωνάζει να μην τα λέει αυτά μπροστά στην κόρη της.
-Ω! η κυρία Φρόσω ήταν η μόνη που βαριόμουνα! είπε το τρίτο ποτηράκι. Έλεγε όλο τα ίδια και τα ίδια...είχαμε μάθει
πλέον απέξω και ανακατωτά, πόσες δαντέλες είχε πλέξει για την κόρη της και
πόσα τραπεζομάντιλα και σεντόνια της είχε κεντήσει .
-Εγώ γελάω ακόμα με την πληθωρική κυρία Αγγέλα την
τέταρτη της παρέας, που μάταια προσπαθούσε να κρύψει τα πάχη της μέσα στους
κορσέδες και τα κλαρωτά φουστάνια της και όλο παινευόταν για το πόσο
ωραία γλυκά και φαγητά έφτιαχνε. Αυτό βέβαια ήταν αλήθεια, όπως ομολογούσαν και
οι υπόλοιπες, αφού κάθε Σάββατο στην συνάντησή τους, τους έφερνε να δοκιμάσουν
και μια καινούργια λιχουδιά. Αυτή όμως απορούσε πως πάχαινε, ενώ έτρωγε
σαν πουλάκι.
-Η καλύτερη ώρα για μας ήταν όταν η κυρία μας, η κυρία
Γιαννίτσα, έλεγε το σύνθημα "εις υγείαν" και όλες τους, μας σήκωναν και
τσουγκρίζαμε κάνοντας κείνο τον υπέροχο ήχο... "ντριν".
-Όταν γινόταν αυτό, είπε ένα άλλο, πάντα θυμάμαι την κυρία
Ευθαλία την μεγαλύτερη της παρέας, καθώς με κοιτούσε νοσταλγικά, έπινε γουλιά
γουλιά το λικέρ της και άρχιζε εκείνες τις ιστορίες για το πατρικό της σπίτι,
εκεί στη Σμύρνη και τον ξεριζωμό της από τα χώματα που γεννήθηκε. Αλήθεια πόσες
ιστορίες είχε διηγηθεί!
-Και όταν βάραινε η ατμόσφαιρα από τις αναμνήσεις, είπε η μποτιλίτσα, η κυρία μας άνοιγε το ραδιόφωνο, άκουγαν τραγουδάκια και σιγοτραγουδούσαν. Αν τύχαινε και κανένα τσιφτετέλι η κυρία Μαίρη τα έριχνε τα κουνήματά της σηκώνοντας και την δεσποινίδα Λιλίκα, ενώ η μάνα της την τραβούσε να καθίσει γιατί ήταν κόρη της παντρειάς και έπρεπε να φέρεται σεμνά.
Και εκεί επάνω ένας δεύτερος γύρος από το αγαπημένο
λικεράκι επιβαλλόταν.
-Και όταν βάραινε η ατμόσφαιρα από τις αναμνήσεις, είπε η μποτιλίτσα, η κυρία μας άνοιγε το ραδιόφωνο, άκουγαν τραγουδάκια και σιγοτραγουδούσαν. Αν τύχαινε και κανένα τσιφτετέλι η κυρία Μαίρη τα έριχνε τα κουνήματά της σηκώνοντας και την δεσποινίδα Λιλίκα, ενώ η μάνα της την τραβούσε να καθίσει γιατί ήταν κόρη της παντρειάς και έπρεπε να φέρεται σεμνά.
-Αχ! οι καιροί αυτοί πέρασαν, η παρέα άρχισε να αραιώνει,
η δεσποινίς Λιλίκα παντρεύτηκε, η κυρία Μαίρη έφυγε από την πόλη,
καθώς πήρε μετάθεση ο άντρας της και η κυρία Ευθαλία μας άφησε χρόνους. Ως και εμείς χάσαμε τα τρία αδελφάκια μας, καθώς τα πιτσιρίκια της κυρίας μας έπαιζαν μαζί μας, με αποτέλεσμα να τα σπάσουν.
Φίλοι μου αυτή την ιστορία την έγραψα με αφορμή την πρόσκληση της φίλης μας της Ρένας για να δείξω τα ποτηράκια του λικέρ της μαμάς μου της κυρίας Γιαννίτσας αν και έχουν σπάσει τρία από αυτά, καθώς και το ραδιόφωνο.
Επίσης φίλοι μου πρέπει να ευχαριστήσω την φίλη μου Κάτια από το blog MARILIZE2 που μου χάρισε αυτό το βραβειάκι.
Σύμφωνα με τους όρους του βραβείου πρέπει να πω και έντεκα πράγματα για μένα. Αρχίζω λοιπόν...
- Αγαπώ τα ταξίδια
- Αγαπώ το καλοκαιράκι
- Αγαπώ τον ήλιο και τη θάλασσα
- Αγαπώ τα ζώα
- Αγαπώ το θέατρο, το σινεμά και τη μουσική
- Αγαπώ το internet
- Αγαπώ να βρίσκομαι με καλή παρέα
- Αγαπώ το γράψιμο (φαντάζομαι το έχετε καταλάβει)
- Αγαπώ το διάβασμα και την δια βίου μάθηση (αποτέλεσμα αυτού να πάρω μεγάλη πια, πτυχίο πανεπιστημίου).
- Αγαπώ την οικογένειά μου
- Αγαπώ και όλους εσάς που αντέξατε να διαβάσετε όλα αυτά!!!
Τώρα όποιος θέλει μπορεί να πάρει αυτό το βραβείο. Του το δίνω με όλη μου την καρδιά.
Σας κούρασα λίγο σήμερα.
Να είστε όλοι καλά.
Φιλάκια!!!