Νοέμβριος 1970. Ο
καθηγητής του Αστικού Δικαίου κλείδωσε το γραφείο του και προχωρώντας στο διάδρομο, έβγαλε από την
τσέπη του ένα νόμισμα για να πάρει ένα
αναψυκτικό από το αυτόματο μηχάνημα. Πίσω του ένοιωσε μια λαχανιασμένη ανάσα.
-Κύριε καθηγητά ευτυχώς που σας πρόλαβα. Ήθελα να σας παραδώσω την εργασία μου.
Ο καθηγητής γύρισε και
κοίταξε τον νεαρό. Το βλέμμα του καθαρό και
φωτεινό του φάνηκε γνώριμο. Ξεκλείδωσε πάλι την πόρτα του γραφείου και είπε
στον νεαρό να περάσει μέσα.
-Πως σε λένε νεαρέ μου;
-Αλέξη Γεωργίου.
Ο καθηγητής τον κοίταξε
πάλι, έχοντας την ίδια αίσθηση ότι κάπου τον είχε ξαναδεί, αλλά το όνομα δεν
του έλεγε τίποτα.
-Αυτή είναι η εργασία
μου, είπε ο νεαρός και του άφησε επάνω στο γραφείο μερικές δακτυλογραφημένες σελίδες.
Το βλέμμα του καθηγητή
έπεσε στο ρολόι του νεαρού που φάνηκε στον καρπό του καθώς του παρέδιδε την
εργασία του. Δεν μπορεί, αυτό το ρολόι είναι ίδιο με εκείνου, το ασυνήθιστο χρώμα στο καντράν το έκανε μοναδικό. Ο καθηγητής έπιασε ταραγμένος το
χέρι του φοιτητή και κοίταξε επίμονα το ρολόι.
-Ήταν του πατέρα μου, είπε
ο νεαρός, δυστυχώς δεν τον γνώρισα και είναι το μοναδικό πράγμα που έχω από
εκείνον, καθώς και το όνομά του, Αλέξη τον έλεγαν, Αλέξη Παναγιώτου… τον έχασα
πριν γεννηθώ. Το Γεωργίου είναι του πατριού μου.
-Νεαρέ μου την μητέρα
σου την λένε Θάλεια;
-Ναι, την ξέρετε;
-Την ήξερα, όπως ήξερα και
τον πατέρα σου ο οποίος ήταν κάτι
παραπάνω από φίλος μου, ήταν αδελφός.
-Η φιλία μας με τον πατέρα σου ήρθε στα φοιτητικά μας
χρόνια. Μαζί με την μητέρα σου, συμφοιτήτρια μας και αυτή είμαστε
αχώριστοι. Έμελλε όμως να μας χωρίσει ο
πόλεμος. Μαζί καταταχτήκαμε και βρεθήκαμε στον ίδιο λόχο. Μαζί υπομείναμε τις
κακουχίες του πολέμου, το κρύο, την πείνα, τον φόβο. Παραστάτης
μου στις μάχες εκεί στα Αλβανικά βουνά… Εκείνη την ημέρα ο λόχος μας
είχε καταφέρει να καταλάβει ένα ύψωμα και προς το σούρουπο εξαντλημένοι
καθίσαμε να πάρουμε μια ανάσα προφυλαγμένοι πίσω από κάτι βράχους. Ο πατέρας σου
έβγαλε από την τσέπη του ένα γράμμα που είχε λάβει το πρωί, αλλά δεν είχε
προλάβει να το διαβάσει. Ήταν από την μητέρα σου. Καθώς το διάβαζε έλαμπε
ολόκληρος. Φαινόταν πως είχε ξεχάσει που
βρισκόμαστε.
-Είμαι ευτυχισμένος, μου
φώναξε και σηκώθηκε επάνω χωρίς προφυλάξεις, είμαι ευτυχισμένος! Και εκεί τον βρήκε η σφαίρα. Έπεσε δίπλα μου, αιμόφυρτος. "Φεύγω αδερφέ μου", μου
είπε. Άγγιξε τον σταυρό που φορούσε και
μου είπε να τον δώσω στην μητέρα του και μετά έβγαλε το ρολόι του και μου είπε
να το δώσω στην Θάλεια και να της πω πως την αγάπησε πολύ. Ύστερα άφησε την
τελευταία του πνοή. Το γράμμα που κρατούσε στα χέρια του νότισε από τα αίματα,
ποτέ δεν έμαθε τι του έγραφε η Θάλεια και τον έκανε τόσο ευτυχισμένο. Όταν επιστρέψαμε στα σπίτια μας εκτέλεσα
τις τελευταίες του επιθυμίες…, μετά ήρθε η κατοχή, οι δυσκολίες της ζωής και δεν ξαναείδα την μητέρα σου.
-Σε αυτό το γράμμα του
έγραφε πως περίμενε το παιδί του, εμένα δηλαδή, είπε ο νεαρός.
Έμειναν σιωπηλοί για
λίγο, μετά ο καθηγητής σηκώθηκε και αγκάλιασε τον Αλέξη συγκινημένος.
-Να ήξερες πόσο του
μοιάζεις παιδί μου!
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο 14ο "Παιχνίδι παίζοντας με τις λέξεις" που διοργανώνει κάθε φορά με άψογο τρόπο η Μαρία στο blog https://mytripssonblog.blogspot.gr/
Οι λέξεις με τις οποίες παίξαμε αυτή την φορά ήταν:
Χρώμα, φιλία, παραστάτης, νόμισμα, βλέμμα
Μαρία μου σε ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία και ευχαριστώ πολύ και όσους επέλεξαν την δική μου συμμετοχή κατά την βαθμολογία. Συγχαρητήρια στην φίλη Μαρία Κανελλάκη που πήρε την πρωτιά!
Σας εύχομαι ένα πολύ καλό μήνα!
Φιλάκια πολλά!