Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

Το δικαστήριο των Ζώων

 




Καλοκαίρι και στο δάσος γλυκοχαράζει μια καινούργια μέρα.

Αυτήν την  ώρα  η φύση ξυπνά και το δάσος ζωντανεύει.

Τα πουλιά σηκώνουν τα κεφαλάκια τους, τεντώνουν τις φτερούγες  τους

για να ξεμουδιάσουν και πετάνε κελαηδώντας. Οι νεράιδες που κολυμπούσαν 

στο ποτάμι τρέχουν να κρυφτούν από τα αδιάκριτα βλέμματα.





και οι δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν πάνω στις πευκοβελόνες σαν μικρά

διαμάντια καθώς αντικρίζουν τις πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου.

Η όμορφη ελαφίνα ξύπνησε και κείνη και κοίταξε τρυφερά το σύντροφό της,

που κοιμόταν δίπλα της.

"Ξύπνα Γοργοπόδαρε", του ψιθύρισε και τον σκούντηξε απαλά με τη

μουσούδα της.  "Άρχισε να χαράζει και είναι προτιμότερο να βοσκήσουμε

τώρα το χορταράκι μας, παρά μετά που θα κάνει αφόρητη ζέστη".

Ο Γοργοπόδαρος άνοιξε τα μάτια του,  σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί του.

Τα δυο ελάφια είχαν κοιμηθεί αγκαλιασμένα κάτω από ένα μεγάλο έλατο

στη καρδιά του πανέμορφου δάσους.

"Δίκιο έχεις Λυγερή, πάμε να βοσκήσουμε", είπε ο Γοργοπόδαρος και

άρχισαν να κατηφορίζουν  την πλαγιά τσιμπολογώντας μερικά τρυφερά

κλαδάκια από δω και λίγο χορτάρι από κει.



Καλημέρισαν δυο σκίουρους που κουβαλούσαν βελανίδια στη φωλιά τους


και μια αρκούδα που έγλειφε τα δάχτυλά της, καθώς τα είχε πασαλείψει με

το μέλι που είχε βρει σε μια κυψέλη που κρεμόταν από ένα δέντρο.




Αποφύγανε δυο λύκους που είδαν από μακριά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσο

πεινασμένοι μπορεί να είναι



και κατηφόρισαν προς το ποτάμι.

Τα νερά του έτρεχαν ήρεμα, κελαρυστά και καθαρά σαν κρύσταλλο.




Κόντευαν  να φτάσουν, όταν ο Γοργοπόδαρος σήκωσε το κεφάλι του και

μύρισε τον αέρα.

"Τι είναι Γοργοπόδαρε; Μας απειλεί κάποιος κίνδυνος;" ρώτησε η Λυγερή.

"Με τρομάζεις, μίλησέ μου!"

"Δεν μυρίζεις κάτι Λυγερή, μια μυρωδιά περίεργη;"

Τώρα και η Λυγερή οσμιζόταν τον αέρα.

"Καπνός! Μυρίζει καπνός! " φώναξε.

"Ναι αυτό είναι, τρέξε, πάμε προς την κορυφή του βουνού να δούμε τι

συμβαίνει", είπε ο Γοργοπόδαρος και άρχισαν να τρέχουν προς την

κορυφή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.  Στο δρόμο τους συναντούσαν

και άλλα ζώα που προσπαθούσαν να καταλάβουν και κείνα τι συμβαίνει.

Κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή όταν είδαν πάνω τους να πετάει

ένας αετός.




"Τι συμβαίνει αετέ, έχει πιάσει φωτιά το δάσος;" ρώτησε

λαχανιασμένα ο Γοργοπόδαρος.

"Ναι, έχει πιάσει φωτιά το απέναντι βουνό", είπε ο αετός, "από εκεί

έρχομαι. Η φωτιά κατατρώει πανύψηλα δέντρα και πολλά ζώα κινδυνεύουν.

Όσα πρόλαβαν να απομακρυνθούν έρχονται προς τα εδώ, αλλά πολλά

εγκλωβίστηκαν στις φλόγες και βρήκαν φρικτό θάνατο...

 Είναι μια κόλαση εκεί. Ούτε εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω. Οι καπνοί έχουν

κρύψει τον ήλιο... Δεν μπορείς να αναπνεύσεις..."

Εν τω μεταξύ τα δυο ελάφια έφτασαν στην κορυφή του βουνού και μπορούσαν

να δουν και μόνα τους την καταστροφή. Το απέναντι βουνό καιγόταν.

Οι πύρινες γλώσσες που έβγαιναν μέσα από τον πυκνό μαύρο καπνό ήταν λες

και ήθελαν να αγγίξουν τον ουρανό.



"Γοργοπόδαρε κινδυνεύουμε;" ρώτησε η Λυγερή.

"Προς το παρόν όχι, γιατί ο αέρας έχει αντίθετη κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε

πως θα συνεχίσει έτσι", είπε ο Γοργοπόδαρος.

Τώρα είχαν φτάσει και άλλα ζώα γύρω τους, όλα ανήσυχα για ότι συνέβαινε.



"Φίλοι μου, είπε ο Γοργοπόδαρος, απευθυνόμενος προς τα άλλα ζώα,

πρέπει να οργανωθούμε για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Πρέπει να

είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που αλλάξει κατεύθυνση ο αέρας και στείλει

την φωτιά προς τα δω. Πρώτα πρώτα πρέπει να ειδοποιήσουμε τα αργοκίνητα

ζώα για τον κίνδυνο και να τους πούμε να κατευθυνθούν προς το ποτάμι.

Εκεί στο μεγάλο ξέφωτο που είναι δίπλα στο ποτάμι, εκεί να πάνε, μόνο εκεί

μπορεί να σωθούν".

Αυτή τη δουλειά την ανέθεσε στους σκίουρους που γρήγορα γρήγορα

εξαπλώθηκαν στο δάσος για να ειδοποιήσουν τις χελώνες, τους ασβούς,

τα σκαθάρια και τα υπόλοιπα ζωάκια να αρχίσουν να κατευθύνονται προς

το ποτάμι και να παραμείνουν εκεί μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.

"Εσύ αετέ μαζί με τα γεράκια πρέπει να κάνετε περιπολίες και να μας

ειδοποιήσετε εγκαίρως σε περίπτωση που η φωτιά αλλάξει κατεύθυνση.

Εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να βοηθήσουμε τα ζώα που κατάφεραν να σωθούν

από την πύρινη κόλαση και να περιποιηθούμε αυτά που είναι τραυματισμένα".

Όλα τα ζώα συμφώνησαν. Στα μάτια τους ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος και

η αγωνία.

Σε λίγο είδαν τα πρώτα ζώα που γλύτωσαν από τη φωτιά να διασχίζουν την

χαράδρα. Έτρεξαν όλα μαζί να βοηθήσουν. Τα μικρότερα και τα τραυματισμένα

ζώα τα ανέβασαν στις πλάτες τους. Ο Γοργοπόδαρος πήρε στην πλάτη του

τρεις λαγούς και η Λυγερή δύο σκιουράκια, μία αρκούδα πήρε ένα μικρό

λυκόπουλο που κούτσαινε και η μαμά του με κόπο το κουβαλούσε. Όλα ήταν

κατατρομαγμένα. Δυο τρεις αλεπούδες είχαν τσουρουφλισμένη  την όμορφη

γούνα τους από τη φωτιά.  Μία μάλιστα κρατούσε στο στόμα της το μικρό

αλεπουδάκι της, που δυστυχώς είχε από ώρα πεθάνει από τους καπνούς που

είχε εισπνεύσει, αλλά εκείνη δεν το
 είχε καταλάβει. Με το ζόρι της το πήραν

τα άλλα ζώα και προσπάθησαν να την παρηγορήσουν.




Τα τραυματισμένα ζώα τα πήγαν στο ποτάμι και άρχισαν να περιποιούνται

τις πληγές τους. Τα περισσότερα είχαν πάθει εγκαύματα και πονούσαν πολύ.

Τα ζώα που είχαν αναλάβει καθήκοντα γιατρών και νοσοκόμων, αφού

καθάρισαν τις πληγές έτρεξαν να βρουν βότανα. Τα μασούλησαν και τα

έβαλαν πάνω στα εγκαύματα και απάλυναν λίγο τον πόνο τους.

Ο Γοργοπόδαρος, η Λυγερή και μερικά άλλα γοργοπόδαρα ζώα ανέβηκαν

πάλι στην κορυφή του βουνού και παρακολουθούσαν την εξέλιξη της φωτιάς.

Προς το παρόν δεν κινδύνευαν.

Σε λίγο πέρασε από πάνω τους και ο αετός. Γύριζε από την περιπολία του.

"Έλα, αετέ, πες μας τι είδες;" ρώτησε ο Γοργοπόδαρος όλο ανυπομονησία.

"Η καταστροφή είναι μεγάλη. Η φωτιά κατατρώει όλη την πίσω πλευρά

του βουνού και έχει φτάσει στα πρώτα σπίτια τριών χωριών.

Οι χωρικοί τα εγκαταλείπουν και τρέχουν να σωθούν. Πολλά ζώα που ζούσαν

μαζί με τους ανθρώπους έχουν καεί. Είναι φρικτό. Είδα ένα στάβλο γεμάτο

πρόβατα να έχει τυλιχτεί στις φλόγες. Πιο κει κότες, κατσίκες, γουρούνια

όλα καμένα", είπε ο αετός φανερά στενοχωρημένος.



"Μα καλά οι άνθρωποι δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να σβήσουν τη

φωτιά;" ρώτησε η Λυγερή.

"Και βέβαια κάνουν. Έχουν έρθει πυροσβεστικά αυτοκίνητα και οι

πυροσβέστες ρίχνουν νερό.




Αλλά και οι κάτοικοι με ότι μέσο διαθέτουν προσπαθούν να σταματήσουν

το κακό. 



Όμως το μέτωπο της φωτιάς είναι τεράστιο, η περιοχή είναι 

δύσβατη, την ξέρετε άλλωστε και έτσι δεν νομίζω να σβήσει εύκολα".

Σε λίγο τα ζώα άκουσαν θόρυβο και είδαν τρία αεροπλάνα που άρχισαν

να ρίχνουν νερό και να βουτούν μέσα στους πυκνούς καπνούς.



"Ίσως τώρα να τεθεί υπό έλεγχο η φωτιά", μουρμούρισε ο Γοργοπόδαρος

και γυρίζοντας προς ένα άλλο ελάφι που είχε έρθει από τον τόπο της πυρκαγιάς, 

το ρώτησε πως ξεκίνησε το κακό.

"Λένε, είπε το ελάφι, πως κάποιος άνθρωπος έβαλε τη φωτιά. Τον είδαν οι

δυο αρκούδες που κάθονται εκεί".

"Ναι, είπαν οι αρκούδες, είδαμε...

"Ναι, είπαν οι αρκούδες, είδαμε έναν άνθρωπο να ανάβει φωτιά.



Τον κυνηγήσαμε, αλλά αυτός τρύπωσε σε μια στενή σπηλιά. Δεν χωρούσαμε να μπούμε

και επειδή υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστούμε από τη φωτιά, φύγαμε. Έτσι μας ξέφυγε.




Ίσως να τριγυρνάει ακόμα εδώ γύρω, γιατί πρέπει να εγκλωβίστηκε

και αυτός από τη φωτιά,  μετά την καταδίωξη μας".

"Μακάρι να καιγόταν και αυτός",  είπαν μερικά ζώα.

Εν τω μεταξύ συνέχεια έφταναν  ζώα ταλαιπωρημένα, διψασμένα και μισοκαμμένα.

Όλα έκλαιγαν για κάποιον δικό τους, που δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από 

τόπο της φωτιάς και κάηκε. Ένας ασβός έκλαιγε για τα παιδιά του που τα 

είχε αφήσει στη φωλιά του, καθώς εκείνος είχε βγει να βρει τροφή να τα ταΐσει.

Κάηκαν αβοήθητα... Μια  όμορφη λύκαινα έκλαιγε για τον σύντροφό της,

ο οποίος αγνοείτο και μια κουκουβάγια για τα πουλάκια της που μόλις είχαν 

βγει από το αυγό.

Ξαφνικά ένα γεράκι τους είπε πως εντόπισε έναν άνθρωπο κάτω στη χαράδρα, 

που κρυμμένος πίσω από τα δέντρα ερευνούσε τον τόπο γύρω του πολύ

προσεκτικά.


"Ο εμπρηστής πρέπει να είναι", είπαν κάποια ζώα, "τρέξτε να τον πιάσουμε

πριν ανάψει καινούργια φωτιά".

Ο Γοργοπόδαρος τότε ανέβηκε λίγο ψηλότερα για να φαίνεται από όλους και 


αφού τους ζήτησε να κάνουν ησυχία, τους είπε. 

"Τέτοιες στιγμές πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Πρέπει πρώτα από όλα 

να κάνουμε ειρήνη μεταξύ μας. Ας αφήσουμε την αιώνια διαμάχη που έχουμε

εμείς τα φυτοφάγα ζώα με τα σαρκοφάγα. Τώρα κοινός εχθρός μας είναι

η φωτιά και αυτός που την άναψε".

"Ναι! να κάνουμε ειρήνη", φώναξαν όλα μαζί και έδωσαν ...τα χέρια.

"Ωραία!" είπε πάλι  ο Γοργοπόδαρος και τα ζώα σώπασαν για να τον

ακούσουν. Ήξεραν πως ότι έλεγε αυτός ήταν πάντα σωστό.

"Φίλοι μου, συνέχισε, για να πιάσουμε τον εμπρηστή, πρέπει να τον

περικυκλώσουμε σιγά και αθόρυβα, γιατί όπως είπε και το γεράκι προσέχει

πολύ. Εσείς λοιπόν οι αρκούδες θα κάνετε κύκλο για να βγείτε από

πίσω του, εμείς τα ελάφια μαζί με τις αλεπούδες και τα τσακάλια

θα πάμε από τα δεξιά".

"Εμείς;" φώναξαν ανυπόμονα καμιά δεκαριά λύκοι που ένιωσαν

ότι μένουν  έξω από τη δράση.

"Εσείς θα πάτε από αριστερά. Είστε αρκετοί για να τον τρομάξετε, 

είπε ο Γοργοπόδαρος. Σιγά σιγά θα κλείνουμε τον κλοιό γύρω του. Εσύ 

γεράκι θα τον παρακολουθείς από ψηλά και θα μας λες προς τα που πηγαίνει.

Εδώ στην κορυφή θα τον περιμένετε εσείς οι υπόλοιποι".

Έτσι και έκαναν. Σιγά και αθόρυβα τον εντόπισαν.

Ήταν ένα νέο παιδί ίσαμε τριάντα χρονών.



Άρχισαν να τον περικυκλώνουν. 

Κάποια στιγμή τους είδε και αυτός και προσπάθησε να οπισθοχωρήσει,

όμως είδε τον όγκο των αρκούδων πίσω του και άλλαξε γνώμη.

Συνέχισε να ανεβαίνει το βουνό και προσπάθησε να ξεφύγει προς τα δεξιά,

αλλά ο Γοργοπόδαρος τον έφτασε και του έδωσε μια κουτουλιά με τα 

κέρατά του. Εκείνος έπεσε κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο, ενώ τα 

τσακάλια και οι αλεπούδες άρχισαν να τον πλησιάζουν. Γρήγορα 

σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς τα αριστερά. Εκεί συνάντησε τους

λύκους που του έδειχναν απειλητικά τα δόντια τους και κατατρόμαξε.

Δεν του έμενε τίποτε άλλο παρά να προχωρήσει προς τα πάνω, καθώς

τα ζώα τον ακολουθούσαν κλείνοντας τον κύκλο γύρω του.

Κόντευε να φτάσει στην κορυφή... Λαχανιασμένος από το τρέξιμο

σκουντουφλούσε από δω και από κει.

"Λίγο ακόμα, σκέφτηκε και θα σωθώ. Θα φτάσω στην κορυφή

και μετά θα κατηφορίσω από την άλλη πλευρά του βουνού".

Και συνέχισε να ανεβαίνει... Μετά από λίγο...

"Επιτέλους! έφτασα στην κορυφή. Θα τρέξω προς τα κάτω και μετά

ελάτε να με πιάσετε", μουρμούρισε.

"Είμαστε και εμείς εδώ, φώναξαν τα ζώα που τον περίμεναν στην

κορυφή κρυμμένα πίσω από τα δέντρα. Δεν πρόκειται να ξεφύγεις!

Είσαι περικυκλωμένος!".

Εκείνος οπισθοχώρησε έντρομος και ακούμπησε την πλάτη του

στον κορμό μιας βελανιδιάς. Αμέσως ο κισσός που ήταν στον 



κορμό της τυλίχτηκε γύρω του και τον ακινητοποίησε. Τώρα δεν

μπορούσε να πάει πουθενά.

Τα ζώα έκαναν κύκλο γύρω του και τον απειλούσαν με τα δόντια

 και τα νύχια τους. 

Εκείνος ούρλιαζε και τα απειλούσε πως αν λυνόταν θα τα σκότωνε.

"Μη φοβάσαι, του είπε ο Γοργοπόδαρος, προς το παρόν θα μείνεις

δεμένος. Θα ασχοληθούμε αργότερα μαζί σου. Τώρα μας ενδιαφέρει

η πορεία της φωτιάς".

Ευτυχώς ο αέρας εξακολουθούσε να φυσά αντίθετα και δεν κινδύνευαν.

Πέρασαν μία μέρα και μία νύχτα αγωνίας, μέχρι να μάθουν από τους

αετούς πως οι άνθρωποι είχαν καταφέρει να σβήσουν τη φωτιά.

Είχε βέβαια κατακάψει τα πάντα στο πέρασμά της.

Την άλλη μέρα δειλά δειλά ο Γοργοπόδαρος, η Λυγερή και άλλα

ζώα, άρχισαν να πλησιάζουν τον χώρο της καταστροφής, μήπως 

και βρουν κάποια από τα ζώα που αγνοούντο.

Στο χώρο είχαν απομείνει άψυχοι μαυρισμένοι κορμοί δέντρων, μερικοί

σιγόκαιγαν ακόμη. Πουλιά δεν πετούσαν  γύρω τους. Είχαν φύγει

έντρομα, αφήνοντας στο έλεος της φωτιάς τα νεογέννητα πουλάκια τους.

Λείψανα ζώων παντού... Ράγισε η καρδιά τους...


"Πάμε να  φύγουμε από δω, είπε κάποια στιγμή ο Γοργοπόδαρος, δεν

μπορούμε να κάνουμε τίποτα πλέον..."

Τα ζώα γύρισαν πίσω στο βουνό τους και σκέφτηκαν πόσο τυχερά ήταν

που η φωτιά δεν είχε φτάσει ως αυτά.

Εξουθενωμένα έπεσαν να κοιμηθούν. Κάποια στιγμή ξύπνησαν από 

τις φωνές του εμπρηστή. Τον είχαν ξεχάσει αυτόν...

Τα ζώα άρχισαν να μαζεύονται πάλι γύρω του. 





Μερικά  ήταν έτοιμα να του ορμήσουν, ειδικά μια αλεπουδίτσα που

είχε χάσει τα παιδιά της και η λύκαινα που είχε χάσει το σύντροφό της.

Ο Γοργοπόδαρος τους φώναξε να ηρεμήσουν.

"Πρέπει να πληρώσει, φώναζαν τα περισσότερα ζώα, αυτός μας

κατέστρεψε".

"Ναι πρέπει να πληρώσει, είπε ο Γοργοπόδαρος, αλλά πρώτα θα περάσει

από δίκη. Πρέπει να μάθουμε γιατί το έκανε".

Ύστερα από πολλές φωνές και διαμαρτυρίες τα ζώα συμφώνησαν να 

δικαστεί ο εμπρηστής, που όλη αυτή την ώρα φώναζε και απειλούσε.

"Δίκη, τι δίκη μου λέτε, πως μπορείτε εσείς να με δικάσετε!"

"Μπορούμε και θα σου δώσουμε την ευκαιρία να απολογηθείς", του

είπε ο Γοργοπόδαρος.

Μετά από μια σύντομη σύσκεψη ο Γοργοπόδαρος ορίστηκε δικαστής,

ένας  αετός και οι δυο αρκούδες που τον είδαν να βάζει την φωτιά ήσαν

μάρτυρες κατηγορίας και όλα τα υπόλοιπα ζώα οι ένορκοι. Κανένας

δεν δέχτηκε να οριστεί δικηγόρος υπεράσπισης και έτσι ανέλαβε ο 

ίδιος την υπεράσπισή του.

"Κατηγορούμενε, άρχισε ο Γοργοπόδαρος, κατηγορήσε ότι έβαλες

φωτιά στο δάσος. Είναι αλήθεια;"

"Όχι, είπε ο εμπρηστής, εγώ τυχαία βρέθηκα εκεί, κινδύνεψα να 

καώ κιόλας."

"Λες ψέματα, φώναξαν οι αρκούδες, εμείς σε είδαμε να βάζεις τη 

φωτιά και σε κυνηγήσαμε, αλλά μας ξέφυγες όταν τρύπωσες  σε

κείνη τη σπηλιά".

"Και εγώ σε είδα", φώναξε ο αετός. 

"Εσείς οι αρκούδες, είπε ο εμπρηστής, ίσως δεν είδατε καλά.

Όσο για σένα αετέ, από τόσο ψηλά που πετάς, σίγουρα δεν

είδες καλά".

"Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την όραση του αετού,

είπε ο Γοργοπόδαρος. Εσείς οι άνθρωποι δεν λέτε ''πως αυτός

έχει αετίσιο μάτι'' όταν θέλετε να πείτε πως κάποιος βλέπει πολύ

μακριά;"

"Δεν είναι μόνο ο αετός και οι αρκούδες που σε είδαν, φώναξαν δυο

νυφίτσες, σε είδαμε και εμείς. Πρώτα έριξες βενζίνη σε  κάτι ξερά χόρτα

μετά έβγαλες από την τσέπη σου σπίρτα και άναψες τη φωτιά. Από θαύμα

γλυτώσαμε.



"Σε είδαμε κι εμείς, φώναξαν  πέντε έξι πέρδικες που μόλις είχαν φτάσει.

Μάθαμε για τη δίκη και ήρθαμε να σας πούμε πως αυτός άναψε τη φωτιά".

"Είναι αυτός ο άνθρωπος που βλέπετε μπροστά σας, αυτός που άναψε

τη φωτιά;" ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.

"Ναι, αυτός είναι, τον είδαμε καλά", είπαν οι πέρδικες.

               


"Άναψε τη φωτιά και μετά έτρεξε να απομακρυνθεί. Τότε και εμείς 

πετάξαμε σαν τρελές να ειδοποιήσουμε τα άλλα ζώα για τον κίνδυνο".

"Χάρη σε σας σωθήκαμε!" φώναξαν μερικά ζώα στις πέρδικες.

"Τi έχεις να πεις τώρα; " τον ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.

"Ε...λοιπόν εγώ το έκανα, είπε ο εμπρηστής, και τι έγινε... κάηκαν 

μερικά δέντρα...ε...θα ξαναφυτρώσουν".

"Εσύ είσαι αμετανόητος, φώναξαν τα περισσότερα ζώα. Σου αξίζει

ο θάνατος".

"Θάνατος στον εμπρηστή! θάνατος! " φώναζαν  τώρα όλα μαζί.

"Ησυχία, ησυχία!", φώναξε ο Γοργοπόδαρος.

                       



Όταν ησύχασαν τα ζώα, γύρισε προς το εμπρηστή και τον ρώτησε.

"Καλά δεν έχεις καταλάβει το κακό που έχεις κάνει! Εσείς οι άνθρωποι

ξέρω ότι πάτε σχολείο και εκεί μαθαίνετε πόσο ωφέλιμο είναι το δάσος".

"Δεν έχω πάει σχολείο, είπε βλοσυρά ο εμπρηστής. Από μικρός έχασα τους

 γονείς μου και μεγάλωσα στους δρόμους ζητιανεύοντας για να ζήσω. Μετά

δούλευα από δω και από κει, αλλά καθώς δεν ήξερα γράμματα δεν κατάφερνα

να βρω μια καλή δουλειά".

"Μάθε λοιπόν ότι το δάσος είναι χρήσιμο, όχι μόνο για μας τα ζώα, αλλά 

και για σας τους ανθρώπους, είπε ο Γοργοπόδαρος. Πρώτα πρώτα τα δέντρα 

δίνουν το οξυγόνο που αναπνέουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Δίνουν τροφή

σε μας, αλλά και σε σας. Ξέρεις πόσες θεόρατες καστανιές κάηκαν, που σας 

δίνουν τα νόστιμα κάστανα, ξέρεις πόσες ποικιλίες μανιταριών εξαφανίστηκαν,

πόσα βότανα που χρησιμοποιείτε εσείς οι άνθρωποι για να φτιάχνετε 

φάρμακα  τώρα δεν  υπάρχουν πια;"



"Το δάσος,"  πήρε το λόγο μια αρκούδα, "δίνει δουλειά σε εκατοντάδες 



ανθρώπους. Από απλούς ξυλοκόπους και καρβουνιάρηδες, μέχρι

επιπλοποιούς και ξυλογλύπτες. Από ανθρώπους που δουλεύουν σε 

ταρσανάδες φτιάχνοντας όμορφα σκαριά, μέχρι αυτούς που φτιάχνουν 

σπίτια και από βοτανολόγους μέχρι ολόκληρες φαρμακοβιομηχανίες..."

"Άσε που αν δεν υπάρχουν δέντρα σε ένα βουνό, είπε μια αλεπουδίτσα,




τότε το έδαφος διαβρώνεται, γιατί το νερό της βροχής δεν απορροφάται 

από τις ρίζες τους, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται ορμητικοί χείμαρροι 

που παρασύρουν πέτρες και χώματα και φτάνοντας μέχρι τις πόλεις και  

τα χωριά σας καταστρέφουν τις περιουσίες σας".

"Όλα αυτά δεν τα σκέφτηκες πριν βάλεις τη φωτιά που κατέστρεψε το 

δάσος και έκαψε πολλούς από μας;" ρώτησε η Λυγερή.

Ο εμπρηστής έμεινε για λίγο σιωπηλός. Είχε κατεβάσει το κεφάλι και 

σκεφτόταν.

"Όλα αυτά δεν τα ήξερα. Πράγματι τώρα καταλαβαίνω πως έκανα 

μεγάλο κακό", είπε και συνέχισε.

"Πριν ένα μήνα εκεί που κοιμόμουν σε ένα παγκάκι με πλησίασαν δύο

άγνωστοι σε μένα άνθρωποι. Φορούσαν κουστούμι και γραβάτα και μου 

φάνηκαν  σπουδαίοι και σπουδασμένοι. Μου έδειξαν ένα χαρτοφύλακα

που περιείχε πολλά χρήματα.

"Αυτά θα γίνουν δικά σου, μου είπαν, αν όταν σου πούμε εμείς, βάλεις

φωτιά στο  δάσος".

"Γιατί;" τους ρώτησα.

"Μην ρωτάς περισσότερα, μου είπαν, αν κάνεις αυτό που σου λέμε 

θα πάρεις τα χρήματα και... πρόσεξε αν πεις σε κανέναν αυτά που σου 

είπαμε, θα βρεθείς κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Από σήμερα

και μέχρι να κάνεις τη "δουλειά" θα σε παρακολουθούμε.

"Και σας ρωτάω τι να έκανα; Είδα χρήματα που δεν είχα δει ούτε στα 

όνειρά μου...Με κουστούμια τους είδα... σκέφτηκα ότι αυτό που μου ζητάνε 

δεν είναι και τόσο κακό...μερικά δέντρα θα  καούν... ε! θα ξαναφυτρώσουν..."

"Αμ δε  που θα ξαναφυτρώσουν, του είπε ο Γοργοπόδαρος. Στη θέση τους θα 

φυτρώσουν σπίτια που θα χτίσουν αυτοί οι δυο που σε έβαλαν να κάψεις το

δάσος. Αυτοί θα γίνουν πλουσιότεροι με τα σπίτια που θα πουλήσουν και 

όλοι εμείς θα αφανιστούμε αν συνεχιστεί αυτό το κακό.



Για λίγο έπεσε σιωπή...Κανένας δε μιλούσε... Πρώτος μίλησε ο εμπρηστής.

"Με μένα τι θα γίνει τώρα;" ρώτησε.

"Είσαι ένοχος και πρέπει να τιμωρηθείς ! Εξαιτίας σου κάηκαν τα αδέρφια 

μας, τα παιδιά μας και οι σύντροφοί μας!" φώναξαν όλα μαζί τα ζώα.

"Αφήστε με ελεύθερο και σας υπόσχομαι πως δεν θα το ξανακάνω",

είπε ο εμπρηστής.

"Αυτό αποκλείεται, του είπαν και αφού πήγαν λίγο παραπέρα συζήτησαν

την τιμωρία του. Τα περισσότερα ζώα έλεγαν να τον αφήσουν δεμένο ως

να πεθάνει... Στο τέλος επικράτησε η γνώμη των συνετότερων.

"Κατηγορούμενε κρίθηκες ένοχος, του είπε ο Γοργοπόδαρος και σε 

καταδικάζουμε σε "ισόβια αναδάσωση''.

"Ισόβια αναδάσωση, τι είναι αυτό πάλι;" φώναξε νευριασμένα ο 

εμπρηστής.

"Από σήμερα και για όλη σου τη ζωή θα ζήσεις κοντά μας. Δουλειά

σου θα είναι να φυτεύεις δέντρα στο βουνό που έκαψες, ούτως ώστε

να πρασινίσει και να γίνει πάλι ένα όμορφο δάσος. Εδώ πιο κάτω είναι

μια εγκαταλελειμμένη καλύβα ενός ξυλοκόπου. Εκεί θα μείνεις και εκεί

θα βρεις αξίνες, κασμάδες, φτυάρια και ότι άλλο χρειάζεσαι που θα σου

χρησιμεύσουν στην αναδάσωση. Κάθε μέρα θα βγάζεις μικρά δεντράκια

από το δικό μας δάσος και θα τα φυτεύεις εκεί στο καμμένο βουνό. Έπειτα

θα κουβαλάς νερό από το ποτάμι να τα ποτίζεις μέχρι να έρθει το

φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές. Πάντα θα έχεις δίπλα σου μια φρουρά

από εμάς για να σε προσέχει μην το σκάσεις... Άντε να προλάβουμε τους

οικοπεδοφάγους πριν αρχίσουν να καταπατούν το βουνό", είπε ο

Γοργοπόδαρος.

Από την επόμενη κιόλας μέρα ο εμπρηστής έπιασε δουλειά. Βέβαια τον

πρώτο μήνα πήγε να το σκάσει τρεις φορές και τον δεύτερο άλλη μία,

αλλά η φρουρά των ζώων πάντα τον γυρνούσε πίσω.

Έτσι πέρασαν κάμποσα χρόνια. Το καμμένο βουνό πρασίνισε και πάλι.



Στην αναδάσωση τον βοήθησαν και τα ζώα. Οι λύκοι και τα τσακάλια

άνοιγαν λάκκους με τα πόδια τους, οι αρκούδες κουβαλούσαν κουβάδες

 με νερό και οι σκίουροι και τα πουλιά του συγκέντρωναν σπόρους.




Ο εμπρηστής δεν επιχείρησε να ξαναφύγει. Τώρα δεν χρειαζόταν να τον

επιτηρούν.

Μια μέρα η Λυγερή, βλέποντας τον εμπρηστή να δουλεύει ασταμάτητα,

είπε στον Γοργοπόδαρο.

"Νομίζω ότι αρκετά τιμωρήθηκε ο εμπρηστής τόσα χρόνια. Μήπως

να του χαρίσουμε το υπόλοιπο της ποινής και να τον αφήσουμε να φύγει;"

"Ίσως έχεις δίκιο, ας δούμε τι θα πουν και τα άλλα ζώα", είπε ο

Γοργοπόδαρος και κοιτάζοντας ψηλά είπε σε μία καρακάξα που καθόταν

σε ένα ψηλό κλαδί ενός δέντρου, να ειδοποιήσει όλα τα ζώα του δάσους

σε γενική συνέλευση.




Όταν μαζεύτηκαν όλοι ο Γοργοπόδαρος πήρε το λόγο και τους είπε:

"Φίλοι μου! όπως βλέπετε το βουνό απέναντι πρασίνισε και πάλι. Ο

εμπρηστής όλα αυτά τα χρόνια έκανε καλή δουλειά. Νομίζω όμως ότι

τιμωρήθηκε αρκετά. Μήπως ήρθε η ώρα να τον αφήσουμε να φύγει;"

Τα ζώα αφού το σκέφτηκαν για λίγο συμφώνησαν και πήγαν όλα μαζί

να του το ανακοινώσουν.

Ο εμπρηστής αφού  άκουσε την απόφασή τους, τους είπε.

"Σας ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω να φύγω από κοντά σας...δεν με

περιμένει κανείς πουθενά. Εσείς γίνατε η οικογένεια που δεν είχα και

κοντά σας έμαθα να εκτιμώ πολλά πράγματα. Θα μείνω εδώ και θα

συνεχίσω να φροντίζω το δάσος. Άλλωστε πρέπει κάποιος να προσέχει

μην έρθουν και άλλοι κακοί άνθρωποι, όπως εγώ και το κάψουν. Μόνο

μια χάρη θέλω να σας ζητήσω.

"Τι θέλεις;" τον ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.

"Ε...να... να μην με ξαναφωνάξετε εμπρηστή", είπε.

"Αλήθεια πως σε λένε;" τον ρώτησε η Λυγερή.

"Πολύκαρπο με λένε και έτσι θέλω να με φωνάζετε!"

ΤΕΛΟΣ 


Υ.Γ. 1 Αυτό το παραμύθι το έγραψα 7 Ιουλίου 2012 και το είχα τότε αναρτήσει στο blog μου 
και επειδή δυστυχώς κάθε χρόνο ζούμε τα ίδια το ανάρτησα πάλι.

Υ.Γ.2 Όλες οι εικόνες είναι από το intrnet και ανήκουν στους δημιουργούς τους.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

Τα καλοκαίρια της αναζήτησης




Πάντα έτσι θυμάται τα καλοκαίρια της,

Να βγάζει από την τσέπη της κάτι χάρτινα καράβια,

Να τα απιθώνει στην απεραντοσύνη της θάλασσας, 

φορτωμένα με όνειρα και να ταξιδεύει μαζί τους

σε ξεχασμένες πολιτείες αναζητώντας 

την χαμένη Ατλαντίδα της.



Πάντα έτσι θυμάται τα καλοκαίρια της,

Να βγάζει από την τσέπη της κάτι χάρτινα φτερά,

να τα φορά και να παίζει κυνηγητό με τα αστέρια

κόντρα στους ανέμους, ρωτώντας το φεγγάρι 

που τάχα θα βρει την χαμένη ουτοπία της.


Πάντα έτσι θυμάται τα καλοκαίρια της,

να ξεγλιστρούν σαν την άμμο μέσα από τα χέρια της...






Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν με αφορμή το δρώμενο της Αριστέας

"Ένα ποίημα για το καλοκαίρι" .

https://princess-airis.blogspot.com/2025/06/blog-post.html?m=1


Υ.Γ. Οι εικόνες είναι αλιευμένες από το internet  και ανήκουν στους δημιουργούς τους.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Η Σφραγίδα του Ερμή

  

Εισαγωγή 



Με λένε Λέων Στάμο και είμαι σαράντα ενός χρονών. Αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως η ζωή μου δεν είναι συνηθισμένη. Δεν ξέρω να σου μιλήσω για πράγματα όπως οικογένεια, παιδιά, ή διακοπές σε κοσμοπολίτικα νησιά. Αντίθετα, ξέρω πολύ καλά πώς είναι να περνάς τα περισσότερα βράδια της ζωής σου σκυμμένος πάνω από σκονισμένα χειρόγραφα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσεις λέξεις που γράφτηκαν πριν από αιώνες, από ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια. 

Σπούδασα φιλολογία και παλαιογραφία σε Παρίσι και  Ρώμη. Από μικρός είχα πάθος με τα βιβλία—και ειδικά με εκείνα που οι άλλοι δεν τολμούσαν να αγγίξουν. Έμαθα γλώσσες νεκρές, γλώσσες που ψιθυρίζουν αντί να μιλάνε, που κρύβουν τα μυστικά τους μέσα σε σύμβολα που δεν εμφανίζονται σε κανένα λεξικό. Κάποιοι λένε πως είμαι ο καλύτερος σε αυτό που κάνω. Εγώ απλώς λέω πως δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. 

Οι πελάτες μου είναι ιδιόρρυθμοι άνθρωποι: συλλέκτες που κρύβουν τα βιβλία τους πίσω από θωρακισμένες πόρτες, ιερείς που φοβούνται τα ίδια τους τα αρχεία, ή άνθρωποι που πληρώνουν πολλά για να μην ακουστεί ποτέ το όνομά τους. Δεν με νοιάζει ποιοι είναι, ούτε γιατί ψάχνουν όσα ψάχνουν. Τα μόνα που με νοιάζουν είναι τα βιβλία, οι πάπυροι ή οι πανάρχαιες επιγραφές χαραγμένες σε κομμάτια κεραμικών. Η κάθε λέξη που αποκωδικοποιώ για μένα είναι μια αποκάλυψη, κάτι που ζωντανεύει μετά από αιώνες. 

Έτσι έμαθα για πρώτη φορά για τη Σφραγίδα του Ερμή. 

Μια βραδιά, στα τέλη Ιουλίου, έλαβα μια πρόσκληση για μια συνάντηση σε μια βίλα στην Κηφισιά. Η βίλα ήταν κρυμμένη πίσω από ψηλούς πέτρινους τοίχους και πυκνή βλάστηση. Όταν πέρασα την πύλη ένιωσα πως άφηνα πίσω μου τον πραγματικό κόσμο. Μέσα επικρατούσε ένα ημίφως, με βιβλιοθήκες από έβενο γεμάτες σπάνια και αρχαία βιβλία που σίγουρα άξιζαν περιουσίες. 

Ο συλλέκτης, που συστήθηκε ως Βύρων Ρενιέρης ήταν γνωστός στον κύκλο των συλλεκτών με το προσωνύμιο «Σκιά», λίγοι είχαν την τύχη ή την ατυχία να τον συναντήσουν από κοντά. Ήταν ένας άντρας χωρίς ηλικία, με βλέμμα που δεν μπορούσες να κρατήσεις εύκολα. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά επιβλητική, με έναν τρόπο που σε έκανε να θέλεις να τον ακούς. 

«Κύριε Στάμο,» είπε, «έχω κάτι για εσάς. Νομίζω πως μόνο εσείς μπορείτε να διαχειριστείτε.» 

Μου μίλησε για τη Σφραγίδα του Ερμή, το μυθικό βιβλίο που οι περισσότεροι συλλέκτες θεωρούσαν πως δεν υπάρχει. Ένα βιβλίο θρύλος, που ήταν το Ιερό Δισκοπότηρο για τους ανθρώπους σαν κι εμάς, που κυνηγούν την αρχέγονη αλήθεια και την απόλυτη γνώση. 

«Η άκρη του νήματος βασίζεται σε αυτή τη μαρτυρία για το που βρίσκεται», μου είπε δείχνοντάς μου ένα μικρό, κιτρινισμένο χαρτί. «Εδώ αναφέρεται πως βρίσκεται στη Μονή Φιλοσόφου, στη χαράδρα του Λούσιου. Θέλω να πάτε εκεί να  το βρείτε και να μου το φέρετε. Έχω μιλήσει ήδη με τον Ηγούμενο Μαλαχία και σας περιμένει, αν δεχτείτε φυσικά» 

«Πόσα πληρώνετε για κάτι τέτοιο;» ρώτησα, προσπαθώντας να κρύψω την έξαψή μου. 

Έσπρωξε προς το μέρος μου έναν φάκελο. Το ποσό ήταν μεγάλο, υπερβολικά μεγάλο. Ήξερε ότι δεν μπορούσα να αρνηθώ. 

«Αν δεχτείτε, θα επικοινωνήσουμε ξανά. Σκεφτείτε καλά την απόφασή σας,» μου είπε καθώς με συνόδευε προς την έξοδο. 

Δεν χρειαζόταν να το σκεφτώ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το μυαλό μου είχε ήδη ξεκινήσει το ταξίδι και δεν ήταν για τα λεφτά, ήταν για το ίδιο το εύρημα. Κάπως έτσι, χωρίς να το ξέρω, είχα ήδη κάνει το πρώτο βήμα προς κάτι που θα με έκανε να αλλάξω στάση ζωής. 

 

 

Κεφάλαιο 1: Στη Μονή Φιλοσόφου 





Το πρωινό που ξεκίνησα για τη Μονή Φιλοσόφου είχε κάτι το παράξενα ομιχλώδες, σαν να προμήνυε τις μέρες που θα ακολουθούσαν. Η διαδρομή από την Αθήνα ως την Αρκαδία δεν ήταν μεγάλη, αλλά για μένα ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό ταξίδι. Ήταν η αρχή μιας πορείας προς το άγνωστο, προς κάτι που με τραβούσε ακαταμάχητα. 

Το τοπίο άλλαζε σταδιακά, αφήνοντας πίσω τον θόρυβο και την πολυκοσμία της πόλης, παραχωρώντας τη θέση του σε πυκνά δάση, απότομες πλαγιές και απόμερα χωριά που έμοιαζαν να ξεχάστηκαν από τον χρόνο. Ένιωθα έναν συνδυασμό ανυπομονησίας και δέους, σαν να βρισκόμουν στα πρόθυρα μιας μεγάλης ανακάλυψης, αλλά και μιας σκοτεινής αλήθειας. 

Η Μονή Φιλοσόφου βρισκόταν κρυμμένη βαθιά στη χαράδρα του Λούσιου. Το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής έπρεπε να γίνει με τα πόδια και καθώς κατέβαινα το απότομο, βραχώδες μονοπάτι, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ο ήχος του ποταμού Λούσιου στο βάθος αντηχούσε σαν ένας μυστικός ψίθυρος που με καλούσε κοντά του. 

Το μοναστήρι εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου, σκαλισμένο μέσα στον βράχο, σαν να γεννήθηκε από την ίδια τη γη. Οι πέτρινοι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με πράσινα βρύα και υγρασία που έμοιαζε να ρέει αδιάκοπα. Μια πύλη ξύλινη και βαριά, σχεδόν αρχαία, στεκόταν επιβλητική μπροστά μου. Η ατμόσφαιρα είχε κάτι απόκοσμο και καθηλωτικό. 

Χτύπησα τη μεγάλη μεταλλική λαβή της πύλης, και ο βαθύς, μεταλλικός ήχος αντήχησε στην ησυχία του τοπίου, λες και ενοχλούσε κάτι που κοιμόταν βαθιά μέσα στους τοίχους του μοναστηριού. 

Η πόρτα άνοιξε αργά, και ένας μοναχός με βλέμμα διεισδυτικό και πρόσωπο κουρασμένο από τα χρόνια με κοίταξε σιωπηλά. Τα μάτια του, είχαν ένα παράξενο γκρίζο χρώμα. Έμοιαζαν να διαβάζουν την ψυχή μου. 

«Κύριε Στάμο, σας περιμέναμε,» είπε ήρεμα, και με οδήγησε στο εσωτερικό. 

Το εσωτερικό της μονής ήταν εξίσου καθηλωτικό. Στους πέτρινους διαδρόμους κυριαρχούσε η μυρωδιά από κερί και θυμίαμα. Οι τοίχοι, καλυμμένοι με παλιές αγιογραφίες, έμοιαζαν να ζωντανεύουν κάτω από το αχνό φως των κεριών. Ήταν σαν να βρισκόμουν σε άλλο κόσμο. 

Με οδήγησαν στο δωμάτιο του ηγούμενου Μαλαχία, ενός άντρα που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σοφία και βαθιά γνώση. Τα μάτια του, όμως, έκρυβαν κάτι άλλο—κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. 

«Ήρθατε για το χειρόγραφο;» με ρώτησε με φωνή που έμοιαζε με ψίθυρο. Του έγνεψα καταφατικά.   

Έχετε ιδέα τι δύναμη κρύβει;» 

Η καρδιά μου χτύπησε ακόμα πιο δυνατά. «Όχι ακόμα,» είπα με ειλικρίνεια. «Αλλά θέλω να το μάθω.» 

Ο ηγούμενος σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του και πλησίασε ένα παλιό, ξύλινο κιβώτιο. Το άνοιξε προσεκτικά και έβγαλε ένα λεπτό, κιτρινισμένο χειρόγραφο. 

«Αυτό εδώ είναι το πρώτο κομμάτι του παζλ,» είπε κοιτώντας με βαθιά στα μάτια. «Αλλά να θυμάστε, κύριε Στάμο, κάθε αλήθεια έχει το τίμημά της.» 

Πήρα το χειρόγραφο στα χέρια μου, και ένιωσα κάτι σαν ηλεκτρισμό να διαπερνά το σώμα μου. Ήξερα πια ότι δεν υπήρχε γυρισμός. Ήμουν ήδη βαθιά μέσα στο μυστήριο της Σφραγίδας του Ερμή. 

 

Κεφάλαιο 2: Το Χειρόγραφο 


(εικόνα από το διαδίκτυο)


Το δωμάτιο που μου παραχώρησαν στη μονή ήταν μικρό, λιτό, σχεδόν ασκητικό. Ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι και μια  καρέκλα ήταν τα μόνα έπιπλα. Το μοναδικό παράθυρο έβλεπε προς τη χαράδρα, προσφέροντας μια θεαματική αλλά και κάπως απόκοσμη θέα του Λούσιου που κυλούσε ασταμάτητα, σαν να γνώριζε μυστικά που κανένας άλλος δεν μπορούσε να διανοηθεί. 

Το χειρόγραφο που μου είχε δώσει ο ηγούμενος Μαλαχίας βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Κάθισα, ανάβοντας το μικρό λυχνάρι που υπήρχε στο δωμάτιο, και με χέρια που έτρεμαν ελαφρά από την προσμονή άνοιξα τις κιτρινισμένες σελίδες. 

Οι λέξεις που έβλεπα γραμμένες μπροστά μου ήταν αρχαίες, γραμμένες στα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά, με περίεργα σύμβολα διάσπαρτα ανάμεσά τους. Ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνεται όσο διάβαζα. Το κείμενο ήταν ένα ημερολόγιο κάποιου μοναχού ονόματι Πορφύριος. Η αποκρυπτογράφηση δεν ήταν εύκολη. Τα σύμβολα ήταν περίπλοκα και φαινομενικά ακατανόητα. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω όλη μου την εμπειρία και γνώση, καθώς και τα παλιά βιβλία αναφοράς που πάντα κουβαλούσα μαζί μου. Κάθε λέξη, κάθε γράμμα ήταν κρυπτογραφημένο με αναγραμματισμούς και αρχαίους κώδικες. Άρχισα να αναλύω με προσοχή το κείμενο, κρατώντας σημειώσεις, αναδιατάσσοντας γράμματα και σύμβολα. 

Μετά από ώρες έντονης προσπάθειας, κατάφερα να αποκωδικοποιήσω ένα σημαντικό απόσπασμα το οποίο έλεγε: 

«Είναι πια σαφές πως το βιβλίο που βρήκαμε δεν είναι σαν τα άλλα. Δεν είναι απλώς λόγια γραμμένα σε χαρτί. Είναι λόγια που ζουν, που ανασαίνουν, που καλούν όποιον τα διαβάζει κοντά τους. Οι σελίδες αυτές, γραμμένες με μελάνι που μοιάζει να περιέχει κάτι περισσότερο από αίμα και τέφρα, κρύβουν μέσα τους μια δύναμη που δεν μπορεί να κατανοηθεί από ανθρώπινο νου. 

Πιο κάτω ο μοναχός Πορφύριος, έγραφε ότι το βιβλίο αυτό ήταν κάτι σαν κλειδί για κάτι θεϊκό και πως μια τέτοια γνώση δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να ανήκει σε κανέναν Πρέπει να σταματήσω, έγραφε. Πρέπει να το κρύψω εκεί όπου κανείς άλλος δεν θα το βρει. Θα είναι ασφαλές μόνο εκεί που οι θεοί αγναντεύουν από ψηλά, κάτω από το βλέμμα των τριών λίθινων φρουρών.  Η Σφραγίδα του Ερμή πρέπει να παραμείνει κρυφή 

Έκλεισα απότομα το χειρόγραφο και κοίταξα γύρω μου. Το δωμάτιο ήταν σιωπηλό, αλλά είχα την παράξενη αίσθηση πως δεν ήμουν μόνος. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική μου στήλη, και για μια στιγμή σκέφτηκα να φύγω αμέσως από το μοναστήρι. 

Όμως, κάτι μέσα μου, μια βαθιά, σχεδόν εμμονική περιέργεια, με ανάγκαζε να συνεχίσω. Το στοιχείο που μόλις αποκρυπτογράφησα ήταν πλέον ο οδηγός μου. Έπρεπε να βρω το μέρος όπου «οι θεοί αγναντεύουν από ψηλά». Να βρω το ίδιο το βιβλίο, τη Σφραγίδα του Ερμή. Και ήξερα πλέον με βεβαιότητα ότι αυτό το ταξίδι είχε μόλις ξεκινήσει. 



Κεφάλαιο 3: Μπροστά σ' άλλον ένα γρίφο



Η φράση που είχα αποκρυπτογραφήσει επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά στο μυαλό μου: «
Εκεί που οι θεοί αγναντεύουν από ψηλά». 
 

Μετά από μέρες έρευνας και βαθιάς περισυλλογής, συνειδητοποίησα ότι μόνο ένα μέρος μπορούσε να ταιριάζει στην περιγραφή αυτή – τα Μετέωρα, τα μοναστήρια που έμοιαζαν να αιωρούνται ανάμεσα σε ουρανό και γη, λες και οι ίδιοι οι θεοί είχαν επιλέξει να κατοικήσουν εκεί. 

Το ταξίδι προς τα Μετέωρα ήταν γεμάτο από μια αγωνία που δεν μπορούσα να ελέγξω. Όσο πλησίαζα, τα βράχια υψώνονταν μπροστά μου μεγαλοπρεπή, τεράστιοι πύργοι από πέτρα που αψηφούσαν τη βαρύτητα. Οι μονές, κρεμασμένες σαν αετοφωλιές στην κορυφή των απότομων βράχων, έμοιαζαν να με κοιτάζουν σιωπηλά, να με προκαλούν να ανακαλύψω τα μυστικά τους. 

Πλησίασα τη Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, ένα από τα πιο παλιά και απόμερα μοναστήρια της περιοχής, που ταίριαζε η φράση κάτω από το βλέμμα των τριών λίθινων φρουρών. Το ανέβασμα από τα στενά, σκαλισμένα στο βράχο σκαλοπάτια ήταν δύσκολο και απαιτητικό. Όσο ανέβαινα, ο αέρας γινόταν πιο ψυχρός, πιο κοφτερός, σαν να με προειδοποιούσε για τον κίνδυνο που πλησίαζε. 

Φτάνοντας στο μοναστήρι, ένας ηλικιωμένος μοναχός με παρατήρησε προσεκτικά με τα διαπεραστικά του μάτια. Δεν έδειχνε πρόθυμος να με βοηθήσει, και έπρεπε να βρω έναν τρόπο να αποκτήσω πρόσβαση στη βιβλιοθήκη τους χωρίς να προκαλέσω υποψίες. Επειδή ήξερα ότι θα μου ήταν δύσκολο είχα μαζί μου ένα παλιό έγγραφο, μια επιστολή από έναν παλαιότερο μοναχό που ζητούσε βοήθεια στην αποκρυπτογράφηση αρχαίων κειμένων. Την παρουσίασα στον μοναχό σαν επίσημη πρόσκληση, και η αντίσταση του κάμφθηκε τελικά. 

Μόλις έμεινα μόνος στη μικρή βιβλιοθήκη, άρχισα να ερευνώ με αγωνία κάθε ράφι, κάθε βιβλίο. Μετά από αρκετή ώρα, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα παλιό χειρόγραφο, δεμένο με σκούρο δέρμα και με μια ξεθωριασμένη επιγραφή που ήταν σχεδόν δυσανάγνωστη. 

Άνοιξα προσεκτικά το βιβλίο και άρχισα να αποκωδικοποιώ τις πυκνά γραμμένες γραμμές, που ήταν γεμάτες από αναγραμματισμούς και μυστικούς συμβολισμούς. Μετά από επίμονη προσπάθεια, το μήνυμα άρχισε να γίνεται καθαρό: 

«Η Σφραγίδα του Ερμή δεν μπορεί να βρίσκεται εδώ, καθώς τα μάτια που παρακολουθούν είναι πολλά. Οι φύλακες του βιβλίου ένιωσαν πως αυτό το μέρος δεν είναι πλέον ασφαλές. Το βιβλίο μεταφέρθηκε σε ένα σημείο πιο κρυφό, πιο αρχαίο, εκεί που το βλέμμα της Μέδουσας παραλύει κάθε εισβολέα και οι πέτρες κρατούν φυλακισμένες τις κραυγές των χαμένων.» 

Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Δεν είχα βρει το ίδιο το βιβλίο, αλλά ένα νέο κρίσιμο στοιχείο. Έκλεισα γρήγορα το χειρόγραφο και καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω, μια έντονη αίσθηση πάλι πως κάποιος με παρακολουθούσε με διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. 

Γύρισα απότομα, αλλά δεν είδα κανέναν. Παρόλα αυτά, ήξερα ότι δεν ήμουν πλέον μόνος σε αυτή την αναζήτηση. Κατέβηκα από το μοναστήρι με την αίσθηση ότι κάθε μου κίνηση ήταν πλέον υπό στενή παρακολούθηση. Το ταξίδι μου είχε πάρει μια πιο σκοτεινή, επικίνδυνη τροπή, και έπρεπε να κινηθώ προσεκτικά από εδώ και πέρα. 


Κεφάλαιο 4: Η επιστροφή στην έπαυλη της "Σκιάς" 




Η Αθήνα με υποδέχθηκε με μια βαριά, αστική ατμόσφαιρα. Ο ήλιος είχε δύσει πίσω από τις πολυκατοικίες, και η πόλη φαινόταν πιο σκοτεινή, πιο εσωστρεφής. Επέστρεψα στην έπαυλη του συλλέκτη, κουβαλώντας μέσα μου τον απόηχο όσων είχα ζήσει στα Μετέωρα και το βάρος του χειρόγραφου που πλέον δεν άφηνε το μυαλό μου να ησυχάσει. 

Η μαύρη σιδερένια πόρτα άνοιξε αργά. Η έπαυλη στεκόταν αγέρωχη, βυθισμένη στο ημίφως, με τα παράθυρα σαν μάτια κλειστά αλλά άγρυπνα. Στο εσωτερικό, τίποτα δεν είχε αλλάξει, μα όλα φάνταζαν ελαφρώς πιο βαριά. Ίσως ήταν απλώς η ψυχολογία μου. 

Η "Σκιά" με περίμενε στο ίδιο σαλόνι. Καθόταν στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα, τα δάχτυλά του ενωμένα, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου πριν ακόμα μιλήσω. 

«Βλέπω στα μάτια σας ότι επιστρέψατε έχοντας βρει κάτι πολύ σημαντικό,» είπε ήρεμα. 

Κάθισα απέναντί του. «Δεν ήταν εκεί το βιβλίο,» είπα. «Αλλά βρήκα κάτι άλλο. Ένα χειρόγραφο. Περιείχε έναν ακόμη γρίφο….» 

Του αφηγήθηκα τα γεγονότα. Την άφιξη, τη δυσκολία πρόσβασης, τον μοναχό, τη μικρή βιβλιοθήκη, την αποκρυπτογράφηση. Όταν του μίλησα για το χειρόγραφο και τον στίχο που αποκωδικοποίησα, η Σκιά έγειρε ελαφρά προς τα μπρος. 

«Η Μέδουσα,» είπε σιγανά. «Παλαιό σύμβολο. Δεν είναι απλώς ένα τέρας. Είναι μηχανισμός αποτροπής. Φύλακας. Παράλυση, όχι μόνο του σώματος, αλλά και της ψυχής 

Του είπα επίσης την υποψία μου ότι κάποιοι με παρακολουθούν. Ο συλλέκτης με κοίταξε πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. Έγειρε προς το πλάι και μου είπε ήρεμα. 

«Μην ανησυχείτε. Θα φροντίσω εγώ για τα μάτια. Δεν θα σας ενοχλήσουν ξανά.» 

Σιώπη. Βαριά. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ελαφρύ τικ-τακ ενός παλιού ρολογιού τοίχου. 

«Χρειάζομαι πρόσβαση στη βιβλιοθήκη σας,» του είπα τελικά. «Για να αποκρυπτογραφήσω σωστά αυτό το τελευταίο στοιχείο. Το κείμενο είναι ασαφές... αλλά υποψιάζομαι ότι μιλά για ένα σημείο εδώ στην Αθήνα, κάτω από την πόλη, σε υπόγειες στοές.  Έναν τόπο ξεχασμένο». 

Η "Σκιά" με κοίταξε για λίγο σιωπηλός. Και έπειτα, απλώς έγνεψε. «Θα έχετε όση πρόσβαση χρειάζεστε».  

Έφυγα από την αίθουσα με ένα κλειδί στο χέρι — το κλειδί για τη βιβλιοθήκη.

  

Κεφάλαιο 5: Η Αποκάλυψη της Διαδρομής 




Η βιβλιοθήκη της Σκιάς δεν ήταν απλώς χώρος. Ήταν εμπειρία.  
Ένας καθεδρικός ναός γνώσης, σιωπηλός και επιβλητικός. 

Ράφια από σκούρο ξύλο υψώνονταν σαν τοίχοι ναού. Τα βιβλία, δεμένα με δέρμα, λινό, ακόμα και μέταλλο, κουβαλούσαν αιώνες σιωπής. Ορισμένα είχαν τίτλους. Άλλα, απλώς σύμβολα. Και μερικά... τίποτα. 

Προχώρησα αργά, χαϊδεύοντας τις ράχες των τόμων με τα ακροδάχτυλά μου. Δεν διάβαζα απλώς τίτλους. Άκουγα τους ψιθύρους τους. Κάποια βιβλία έμοιαζαν να με προσκαλούν. Άλλα να με αποτρέπουν. 

Άρχισα να ψάχνω. Ήξερα πως το στοιχείο με τη Μέδουσα και τις «κραυγές μέσα στις πέτρες» παρέπεμπε σε κάτι υπόγειο, αποτρεπτικό. Έναν τόπο θαμμένο, ξεχασμένο, και συγχρόνως... ζωντανό. 

Ξεκίνησα με έναν τόμο του 1783, τον Υδρογεία των Αθηνών και των Φυλακισμένων Ροών”, γραμμένο από τον κληρικό Νικόλαο Λαμπρινό, με λεπτομέρειες για τα αρχαία υδραγωγεία κάτω από την πόλη και σημειώσεις για στοές που δεν εμφανίζονται σε χάρτες. 

Ύστερα βρήκα το “Λαβύρινθοι της Λήθης”, ένα σπάνιο αντίτυπο που χρονολογείται από το 1657, φημολογείται πως γράφτηκε από μυστικιστή της Ανατολικής Εκκλησίας ονόματι Θεοδώρητος ο Ερημίτης. Περιέγραφε ένα παλιό ρωμαϊκό υδραγωγείο, θαμμένο βαθιά κάτω από την πόλη — κάτω από την Πλάκα, τα Αναφιώτικα, ίσως και πέρα από αυτά. Το κείμενο μιλούσε για κατακόμβες γεμάτες σπασμένα αγάλματα, πέτρινες μορφές παραμορφωμένες, σαν να είχαν παραλύσει από τρόμο την ώρα που κοιτούσαν κάτι απαγορευμένο. 

Τρίτο, ένα μικρό ημερολόγιο σε δερμάτινη θήκη: “Τελευταία Σημείωση του Καλλίμαχου”. Δεν υπήρχε συγγραφέας, μόνο αρχικά: "Κ.Θ.Σ." Ήταν γεμάτο από σημειώσεις για μια «Ράβδο Φωτός» και «μια εκκλησία σφηνωμένη στον βράχο, από όπου ξεκινάει το κρύο». Περιέγραφε και ένα υπόγειο σταυροδρόμι κάτω από τον ιερό βράχο. 

Συνδύασα ημερομηνίες, συμβολισμούς και αλληγορίες. Το σημείο που περιέγραφαν όλοι, με διαφορετικούς όρους, ήταν η ίδια γεωγραφική καρδιά, εκεί που κατά την αρχαιότητα υπήρχαν οι Πύλες του Διοχάρους του Θεμιστόκλειου Τείχους, στη θέση Ροδακιό. 

Και τότε, μου ήρθε στο μυαλό: 
Το εκκλησάκι της Αγίας Δύναμης. 
Κρυμμένο ανάμεσα σε δρόμους και σκιές. Χτισμένο κυριολεκτικά κάτω από την μύτη σου. Ένα άγιο σημείο που οι περισσότεροι Αθηναίοι περνούν καθημερινά μπροστά του και δεν το βλέπουν. 

Το στόμα του υδραγωγείου. Η πύλη. Ήμουν σίγουρος. 

Πήγα να μαζέψω τις σημειώσεις μου. Και τότε… έσπασε η σιωπή. 

Ένας ξερός ήχος — πυροβολισμός — από τον επάνω όροφο. 

Πάγωσε το αίμα μου. Άκουσα κι άλλους ήχους. Φωνές πνιχτές.  Πόδια. Κάποιος έτρεχε. Ανέβηκα τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσα, με την καρδιά μου να βροντάει στο στήθος. Πέρασα από τον διάδρομο — και τότε είδα τη σκηνή: 

Ένας άντρας ήταν πεσμένος στο πάτωμα, νεκρός. Το πιστόλι που κρατούσε πριν λίγα λεπτά είχε πέσει πλάι του. Και δίπλα του, η “Σκιά”, ακουμπισμένος στον τοίχο με ένα πιστόλι στο χέρι και αυτός. 

Αιμορραγούσε. Η σφαίρα του άλλου άνδρα τον είχε πετύχει ψηλά στον ώμο. Το αίμα του απλωνόταν στο μαρμάρινο δάπεδο. 

«Δεν έπρεπε να σε προλάβουν...» είπε με σπασμένη φωνή. Έσκυψα κοντά του. «Μη μιλάς. Θα φέρω βοήθεια.» 

Με κράτησε από τον ώμο. Τα μάτια του με διαπέρασαν. 

«Θα έρθουν κι άλλοι. Πρέπει να φύγεις τώρα. Να πας εκεί που σε οδηγούν τα βιβλία. Το βιβλίο... είναι πιο σημαντικό κι από μένα. Και από σένα. Εγώ θα βρω τον τρόπο να προφυλαχτώ». 

Ήθελα να αντιμιλήσω. Να του πω πως δεν θα τον άφηνα. Αλλά μέσα μου ήξερα πως είχε δίκιο. Η καρδιά της πόλης με καλούσε. Η Πύλη κάτω από την Αγία Δύναμη περίμενε. Και το βιβλίο, βαθιά θαμμένο, δεν θα έμενε για πάντα σιωπηλό. 


Κεφάλαιο 6: Η Κάθοδος στην Πέτρα

 



Η Αθήνα ήταν διαφορετική εκείνη τη νύχτα. Όχι επειδή είχε αλλάξει η πόλη — εγώ είχα αλλάξει. Κάθε βήμα μου προς το εκκλησάκι της Αγίας Δύναμης με βάραινε. Το μικρό εκκλησάκι στεκόταν σιωπηλό, σφηνωμένο κάτω από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σαν να προσπαθούσε να ξεχαστεί. Ήταν πάντα εκεί, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Ίσως αυτό να ήταν το τέλειο καμουφλάζ. Ίσως πάντα να προστάτευε κάτι — ή να το κρατούσε φυλακισμένο. 

Άνοιξα την πόρτα με δισταγμό. Μέσα, τίποτα δεν έδειχνε ασυνήθιστο. Μόνο ένα λεπτό ρεύμα αέρα, ψυχρό, που δεν δικαιολογούνταν από τον χώρο. Πλησίασα το ιερό. Εκεί, πίσω από ένα ξύλινο εικονοστάσι, παρατήρησα μια λεπτή σχισμή στον τοίχο. Ήταν σχεδόν αόρατη, εκτός αν την παρατηρούσες υπό γωνία. 

Άσκησα πίεση. Μια πέτρα μετατοπίστηκε. 

Ένας μηχανισμός ακούστηκε — βαθύς, παλιός, σχεδόν σαν αναστεναγμός. 
Και τότε, μια δίοδος στο πάτωμα μου αποκαλύφθηκε.  Η μυστική είσοδος προς τις κατακόμβες άνοιξε. 

Κατέβηκα με προσοχή, με τον φακό στο χέρι. Οι τοίχοι, σμιλεμένοι πρόχειρα στην αρχή, γίνονταν όλο και πιο δουλεμένοι όσο προχωρούσα. Το νερό έσταζε αργά από την οροφή. Κάθε σταγόνα ηχούσε σαν προειδοποίηση. 

Προχωρούσα για ώρα — ο χρόνος είχε χαθεί — άκουσα βήματα. Δεν ήταν η φαντασία μου. Κάποιος με ακολουθούσε. Δεν έτρεξα. Δεν μπορούσα. Οι στοές ήταν δαιδαλώδεις. Αν έκανα λάθος, θα χανόμουν για πάντα. Και τότε, μπροστά μου φανερώθηκε μια επιγραφή στον τοίχο: 

«Οὐ πᾶς ὁρῶν βλέπει. Οὐ πᾶς βαίνων φθάνει.» 

(«Δεν βλέπει όποιος κοιτάζει. Δεν φτάνει όποιος περπατά.») 

Και κάτω από την επιγραφή, τρία σύμβολα σκαλισμένα στην πέτρα. Ήταν οι δοκιμασίες. Έπρεπε να τις περάσω, να καταλάβω για να προχωρήσω.

 

Πρώτη Δοκιμασία – Της Σκέψης 

Ένας λιθόπλακος μηχανισμός. Χαραγμένο πάνω του ένα αίνιγμα: 

«Διαλύομαι όταν με πεις, 
και όταν με σπάσεις, αρχίζω να ζω.» 

Το ήξερα. 
Ήταν η Σιωπή. 

Την πρόφερα φωναχτά και ο μηχανισμός άνοιξε. Προχώρησα...

 

Δεύτερη Δοκιμασία – Της Μνήμης 

Μπροστά μου ένα τραπέζι από μάρμαρο. Πάνω του, μία σελίδα από το ημερολόγιο του πατέρα μου, που είχε πεθάνει χρόνια πριν. Δεν υπήρχε τρόπος να είναι εκεί. Και όμως ήταν. 

Δίπλα, ένα μαχαίρι. 

Μια φωνή — μέσα στο μυαλό μου: 

«Αν θες να προχωρήσεις, 
άσε πίσω το αίμα σου και τον δεσμό σου.» 

Έκοψα το χέρι μου, και το αίμα έσταξε πάνω στο χαρτί. Η σελίδα έλιωσε, και μαζί της, ένα κομμάτι από μένα. Προχώρησα...

 

Τρίτη Δοκιμασία – Του Εαυτού 

Βρέθηκα σ' ένα δωμάτιο. Άδειο. Και στο κέντρο του, ένας καθρέφτης. Πλησίασα και με είδα. Αλλά δεν ήμουν εγώ. Ήταν μια παραλλαγή μου, πιο παλιά, πιο κουρασμένη — αλλά τα μάτια... όχι ανθρώπινα. 

«Αν αντέχεις να δεις ποιος είσαι, 
μπορείς να δεις και πού πηγαίνεις.» 

Κοίταξα. Δεν απέστρεψα το βλέμμα. Ο καθρέφτης ράγισε, κι ένα πέρασμα άνοιξε. 

Η στοά συνέχιζε. 

Στο βάθος, φως. Όχι φυσικό. Κάτι αρχαίο, σχεδόν θεϊκό. Και μαζί του... ένα άγαλμα της Μέδουσας. 

Αλλά δεν είχε μάτια. Μόνο καθρέφτες, στη βάση του, υπήρχε ένα βάθρο. 

Και πάνω στο βάθρο, ένα βιβλίο. Το Τρίτο Κλειδί. Η Σφραγίδα του Ερμή!  Επιτέλους το είχα βρει. Δεν το άγγιξα. Στεκόμουν μπροστά στο βάθρο. Το βιβλίο δεν έμοιαζε απλώς με αντικείμενο. Ήταν σαν να είχε συνείδηση. Η Σφραγίδα του Ερμή — το Τρίτο Κλειδί — βρισκόταν εκεί, ολοζώντανο. Το εξώφυλλό του, ακαθόριστης ύλης, έμοιαζε να αντανακλά κάτι που δεν ερχόταν από τον χώρο γύρω μου. 

Από πίσω, ακούστηκε ένας ήχος, πατημασιές. Ήξερα ότι δεν ήμουν μόνος. Το πραγματικό τέρας, όπως συνειδητοποίησα δεν ήταν η Μέδουσα, αλλά αυτοί που ήταν στον ίδιο χώρο με εμένα. Στεκόμουν μπροστά στο βάθρο. Έστρεψα το κεφάλι μου. Από τις σκιές των κατακομβών ξεπρόβαλαν τέσσερις άντρες. Μαύρα ρούχα, βαριά παπούτσια, φακοί, και στο χέρι τους — όπλα. Δεν ήταν μισθοφόροι. Είχαν την ψυχρή αυτοπεποίθηση ανθρώπων που ήξεραν τι ήθελαν. 

Ο πρώτος στάθηκε απέναντί μου, σηκώνοντας έναν φακό στο πρόσωπό μου. 

«Ποιοι είστε;» ρώτησα. Η φωνή μου ήχησε άδεια στον θάλαμο. 

«Αυτοί που το αναζητούσαν όταν οι αυτοκρατορίες ακόμα στέκονταν. 
Το βιβλίο... αιώνες πριν το αναζητούσαν άλλοι πριν από μας, εμείς είμαστε οι συνεχιστές τους, το κυνηγάμε από τότε που γράφτηκε. Και τώρα... το βρήκες εσύ.» 

Το βλέμμα του έγινε σκληρό. «Δεν έχεις ιδέα τι κρατάς μπροστά σου.» 

«Το βιβλίο δεν ανήκει σε κανέναν σας,» απάντησα. «Ούτε σε εμένα.» 

Ένας δεύτερος γέλασε σκοτεινά. 
«Το πιστεύεις αυτό; Νομίζεις πως ο συλλέκτης σου — η Σκιά — είναι καλύτερος; Ήταν ένας από εμάς. Μέχρι που τα πρόδωσε όλα. Και τώρα, έστειλε εσένα να το βρεις. Θέλει όλη την δύναμη για αυτόν» 

Με σημάδεψαν με τα όπλα τους. 

«Τέλος το παιχνίδι. Δώσ’ το μας. Τώρα.» 

Κοίταξα το βιβλίο. Για μια στιγμή, όλα σίγησαν. Δεν είχε αγγιχτεί ποτέ. 
Ουδείς — από τους αιώνες των αιώνων — δεν το είχε κρατήσει στα χέρια του. 
Ήμουν ο πρώτος. Έκανα το μόνο που μπορούσα. Το άγγιξα. Και τότε μια απόκοσμη λάμψη εμφανίστηκε. Δεν ήταν απλώς λάμψη. Ήταν έκρηξη μνήμης. Φωνές που δεν είχαν ποτέ ειπωθεί, γνώσεις που δεν υπήρχαν γραμμένες. Ένα ωστικό κύμα ξεχύθηκε από το βιβλίο με τέτοια δύναμη, που η γη κάτω από τα πόδια μας σείστηκε. 

Οι τέσσερις άντρες εκτοξεύτηκαν προς τα πίσω. Ο ένας έπεσε πάνω σε μια κολώνα που κατέρρευσε. Οι καθρέφτες της Μέδουσας ράγισαν με ήχο που θύμιζε κραυγή. Τα φώτα των φακών τους έσβησαν. Ο χώρος άρχισε να καταρρέει. Κρατώντας σφιχτά το βιβλίο, έτρεξα. Διέσχισα τις στοές στα τυφλά, ακολουθώντας το ένστικτο μου ή την τύχη. Ή την ίδια τη δύναμη του Κλειδιού. 

Ένα σημείο στο σκοτάδι φάνηκε να αναπνέει. 

Μια σκουριασμένη πόρτα — την έσπρωξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει και βρέθηκα όπως κατάλαβα μετά στο υπόγειο του κτηρίου της οδού Ακαδημίας 58Α. Ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο με τεράστια ιστορία Βγήκα από αυτό και χύθηκα στους δρόμους της Αθήνας, δεν ήξερα που πήγαινα απλά περπατούσα με γοργό βήμα κρατώντας το βιβλίο σφιχτά στο στήθος μου. Ο κόσμος περπατούσε βιαστικός, αδιάφορος, κι εγώ, με το βαρύτερο μυστικό των αιώνων στα χέρια. 

Κανείς δεν είχε ιδέα ότι, κάτω από τα πόδια τους, κάτι αφυπνίστηκε για πρώτη φορά μετά από αιώνες. 


Κεφάλαιο 8: Πορεία προς το άγνωστο




Ήμουν εξαντλημένος, βρώμικος, ιδρωμένος — αλλά ζωντανός. Δεν ήξερα πού αλλού να στραφώ. Κράτησα το κινητό μου στα χέρια για αρκετή ώρα πριν τολμήσω να καλέσω την Σκιά. Το σήκωσε σχεδόν αμέσως.  

«Λέων.» 
Η φωνή του ήταν ήρεμη, πολύ ήρεμη. 
«Το έχεις;» 

«Ναι.» 

Μια παύση στην άλλη άκρη. Και μετά: 

«Άκουσέ με προσεκτικά. Θα έρθει ένα αυτοκίνητο να σε πάρει. Μείνε εκεί που είσαι. Μην πας πουθενά.» 

Η γραμμή έκλεισε. 
Δεν είχα κουράγιο να αμφισβητήσω. Ήξερα ήδη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την Σκιά. 

Δέκα λεπτά αργότερα, μια μαύρη Jaguar σταμάτησε μπροστά μου, τα τζάμια φιμέ. Η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα. 

Η Σκιά καθόταν απέναντί μου στο πίσω κάθισμα, φορώντας ένα μαύρο παλτό. Το βλέμμα του ψυχρό. 

«Έκανες αυτό που κανείς δεν κατάφερε εδώ και αιώνες,» μου είπε. 
«Το βρήκες.» 

«Με κυνηγούσαν,» του είπα. «Ήθελαν να το πάρουν. Ήθελαν να με σκοτώσουν.» 

«Δεν έχει σημασία,» απάντησε χωρίς συναίσθημα. 
«Το μόνο που έχει σημασία… είναι ότι το κρατάς στα χέρια σου.» 

Για λίγο, δεν μίλησε κανείς. Η Jaguar γλιστρούσε μέσα στη νύχτα. 

Ύστερα έγειρε ελαφρώς προς το μέρος μου. 
«Δώσ’ το.» 

«Ίσως η δύναμη που κρύβει να είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις και να πρέπει να φροντίσουμε να παραμείνει για πάντα κρυφή” είπα κρατώντας το σφιχτά. 

Τότε ένα πιστόλι εμφανίστηκε στο χέρι του. Με σημάδεψε στο στήθος. 

Το βλέμμα του παγερό. Δεν θα το πω δεύτερη φορά Λεώ. Δώσ’μου το  βιβλίο τώρα! 

Δεν είχα επιλογή. Το έβγαλα αργά από την τσάντα μου και του το έδωσα. 

Το πήρε σαν ιερέας που αγγίζει ιερό λείψανο. Το χάιδεψε για μια στιγμή. 
Και μετά γύρισε και κοίταξε έξω από το τζάμι. 

«Πάμε στους Δελφούς,» είπε στον οδηγό. 

Γύρισε ξανά σε μένα. «Εκεί θα γίνεις μάρτυρας κύριε Στάμο σε κάτι που δεν έχεις φανταστεί. Εκεί θα ανοίξει η πύλη και όλη η γνώση και η σοφία του σύμπαντος θα γίνει δική μου! 
Όλοι οι μυημένοι ξέρουν για την πύλη που βρίσκεται στο μαντείο των Δελφών και εγώ, εγώ είμαι αυτός που μετά από αιώνες θα την ανοίξει. 
Το μαντείο είναι χτισμένο πάνω στην Πύλη. Το ήξεραν. Το προστάτευαν. Τώρα, είναι η ώρα.» 

Καθώς η Jaguar άφηνε πίσω της την Αθήνα, εγώ καθόμουν σιωπηλός, αναλογιζόμενος την προδοσία, την αναπόφευκτη διαδρομή, και το γεγονός πως ίσως το βιβλίο ποτέ να μην έπρεπε να βρεθεί. 

Και όμως — εγώ το είχα βρει. Και τώρα, πήγαινα μαζί του… στο σημείο όπου θα άνοιγε η Πύλη. 

 

Κεφάλαιο 9: Στο Μαντείο 




Το ταξίδι προς τους Δελφούς ήταν σιωπηλό. Η Jaguar διέσχιζε τις στροφές του Παρνασσού σαν μαύρη λεπίδα που χάραζε τη νύχτα. Στο βάθος, οι κορυφές φωτίζονταν σποραδικά από τη σελήνη, που έμοιαζε να παρακολουθεί με το ένα της μάτι χαμένο πίσω από σύννεφα. 

Η Σκιά καθόταν απέναντί μου. Δεν μιλούσε. Κρατούσε το βιβλίο σαν ιερό αντικείμενο, σαν βρέφος. Τα χέρια του σταθερά. Το βλέμμα του κενό. Κι εγώ δίπλα του, σαν αιχμάλωτος σε πομπή. Ή μήπως μάρτυρας σε κάτι που κανείς δεν έπρεπε να δει; 

Όταν φτάσαμε στον αρχαιολογικό χώρο, η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική. Πυκνή. Οι πέτρες των Δελφών, απόκοσμα φωτισμένες από τους προβολείς του αυτοκινήτου, έμοιαζαν σαν να μας παρατηρούσαν. Ησυχία απόκοσμη, σαν ολόκληρη η κοιλάδα να κρατούσε την ανάσα της. 
Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, ο οδηγός έμεινε εκεί. 

 Ο αέρας μύριζε βρεγμένη πέτρα, φρύγανα… και κάτι άλλο, αρχαίο και ιερό μαζί. 

Η Σκιά γύρισε και με κοίταξε. 

«Έχεις ιδέα τι στέκεται κάτω από το έδαφος που πατάς;» ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. 

«Το μαντείο δεν ήταν ποτέ απλώς τόπος προφητείας. Οι Πυθίες δεν  διάβαζαν μόνο το μέλλον αλλά ήταν θεματοφύλακες όλης της συμπαντικής γνώσης. Προσπαθούσαν να κρατήσουν την απόλυτη γνώση για το θείο κρυμμένη.» 

Πέρασε μπροστά από τις σπασμένες κολώνες και τους ανάγλυφους λίθους σαν να ήξερε ακριβώς πού πάει. Τον ακολούθησα με βαριά βήματα. Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. 

Κατέβηκε από ένα πέτρινο μονοπάτι, πίσω από τα ερείπια του Ναού του Απόλλωνα. Εκεί, ανάμεσα σε θάμνους και πέτρες, υπήρχε ένα άνοιγμα στο βράχο. Ένα άνοιγμα, κυκλικό, σχεδόν φυσικό — και όμως… μυρωμένο με πρόθεση. 

«Αυτό είναι το στόμα της Πυθίας,» είπε. 

«Από εδώ μιλούσε η Πυθία με τους θεούς. Με εκείνους που παραμένουν σιωπηλοί αιώνες τώρα 

Άναψε έναν παλιό φακό και προχώρησε μέσα. Κατηφορικό πέρασμα, σμιλεμένο με χέρι και χρόνο. Οι τοίχοι είχαν σύμβολα, κάποια γνωστά, κάποια απλώς… νιώθονταν. Ο αέρας μύριζε δάφνη και θειάφι. 

Στο τέλος της διαδρομής, ένας λαξεμένος θάλαμος. Και στο κέντρο του, μια μαρμάρινη λεκάνη. Γεμάτη με υγρό. Το ηχόρ αναφώνησε, περιμένει το κλειδί. Και ύστερα ακούμπησε το βιβλίο. Σαν να το τοποθετούσε στον τάφο κάποιου που περίμενε να αναστηθεί. 

Άναψε ένα κερί. Ο αέρας άλλαξε. Ένα ρίγος ανέβηκε στη ραχοκοκαλιά μου. 

«Η Σφραγίδα του Ερμή δεν είναι απλώς βιβλίο είναι η γνώση των πάντων και των όλωνψιθύρισε, και σήμερα, Λέων… επιτέλους, θα γίνει δική μου.» 

Άρχισε να ψιθυρίζει λέξεις σε γλώσσα που δεν είχα ξανακούσει. Το βιβλίο άρχισε να τρέμει. Η μαρμάρινη λεκάνη γέμισε με σκοτάδι που δεν είχε βάθος. και ο θόλος άρχισε να πάλλεται, σαν να ζωντάνευε ο ίδιος ο χώρος. 

Η γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μου. Το βιβλίο δεν άνοιξε. Ξεχείλισε. 

Από το κέντρο του ξεκίνησε να στάζει ένα φως παχύ, σχεδόν υγρό, σαν λιωμένος χρυσός. Δεν κυλούσε — ζούσε. Το υγρό αυτό είχε μια λάμψη μαγική, άπλωνε ρίζες από ενέργεια, αιωρούταν αργά στον αέρα προς τη Σκιά. Εκείνος στάθηκε μπροστά του με απλωμένα χέρια, τα μάτια διάπλατα, σαν να άνοιγαν για πρώτη φορά. 

Και τότε… 

Η Γνώση μπήκε μέσα του. Σαν ποτάμι φλεγόμενο, σαν πυρηνική πλημμύρα, το ρευστό φως εισχώρησε από τα μάτια του, από το στόμα, από τους πόρους του δέρματός του. Ολόκληρο το σώμα του τεντώθηκε. Ένα εκκωφαντικό βουητό γέμισε τον θάλαμο. Τα τοιχώματα της στοάς άρχισαν να τρίζουν. Το μαντείο των Δελφών τραντάχτηκε από τα θεμέλια, σαν κάτι αρχαιότερο του λίθου να ξυπνούσε. Η Σκιά άρχισε να αιωρείται, το σώμα του διάφανο. Οι φλέβες του έγιναν γραμμές φωτός. Τα δάχτυλά του πάλλονταν. Το κεφάλι του γύρισε προς τα πάνω και τότε... 
Η φωνή του άλλαξε. Βαθιά, παλλόμενη, γεμάτη τρόμο και λατρεία ταυτόχρονα. 

«Βλέπω...» 
Η φωνή του έτριζε, σαν να μιλούσαν πολλές φωνές μαζί. 
«Βλέπω τα πάντα… το πριν… το μετά… «Βλέπω τον Κόσμο! Βλέπω τις Σκέψεις του Θεού! Βλέπω τα Νήματα! Τις Ρωγμές! Τον Λόγο! Το απόλυτο αέναο σχέδιο…!»«Την αρχή… την δημιουργία… τα περάσματα των κόσμων…είμαι φως, είμαι σκοτάδι, είμαι…» 
  

Άρχισε να γελά. Ένα γέλιο απάνθρωπο, παρανοϊκής έκστασης. Γέλιο ανθρώπου που μόλις έγινε θεός — ή νόμισε πως έγινε. 

Και τότε… Ούρλιαξε. 

Το κεφάλι του τινάχτηκε πίσω βίαια. Από τα μάτια του πετάχτηκαν ακτίνες φωτιάς. Το στόμα του γέμισε φλόγες και ηχώ αρχαίων λέξεων που δεν είχαν ακουστεί ποτέ από ανθρώπινη γλώσσα.  

Όλο του το σώμα πάλλονταν, μέχρι που άρχισε να λάμπει έντονα, σαν να καιγόταν από μέσα προς τα έξω. Όχι όπως καίγεται ένα σώμα. Σαν να τον έκαιγε η ίδια η γνώση. 

Το φως δεν τον γέμιζε πια. Τον κατέστρεφε. Από τα μάτια του πετάχτηκαν φλόγες.  

Η σάρκα του συστήθηκε με το άγνωστο… και δεν άντεξε. 

Οι φλέβες του διαλύθηκαν. Το δέρμα του έλιωσε σαν κερί. Τα οστά του ακούστηκαν να σπάνε — Και τότε... σωριάστηκε. Άψυχος Σαν κενός φλοιός από άνθρωπο που είδε τον Θεό… και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Η Σκιά τιμωρήθηκε έχοντας διαπράξει την υπέρτατη ύβρη  προς το Θείο. 

Η γη συνέχισε να τρέμει. Έμεινα για λίγο ακίνητος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τύμπανο ταφής.  Δεν τόλμησα να πλησιάσω. Σαν σε ύπνωση προχώρησα προς την έξοδο, ενώ πίσω μου άκουσα να κατακρημνίζονται βράχια και να θάβεται ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να αγγίξουν. Το βιβλίο, η Σφραγίδα… έμεινε για πάντα   εκεί. Και τώρα — σιωπούσε ξανά. 

Δεν έκλαψα. Δεν προσευχήθηκα. Απλώς έγινα μάρτυρας σε κάτι που ο άνθρωπος δεν έπρεπε να δει. 

Γύρισα στην Αθήνα, κανείς δεν με είδε. Κανείς δεν με ρώτησε τίποτα. Ο κόσμος συνέχιζε. Τα φανάρια άλλαζαν. Οι άνθρωποι έτρεχαν. Το ίδιο χαμηλό βουητό ζωής, σαν τίποτα να μην είχε αλλάξει. Κι όμως, κάτι είχε αλλάξει. 
Εγώ. 

Το βιβλίο — έμεινε εκεί, πίσω προστατευμένο από τους ίδιους τους Θεούς. 
Τα βράδια, όταν ο αέρας πέφτει πάνω στα τζάμια του σπιτιού μου, νιώθω ξανά τον παλμό της γνώσης εκείνης — σαν να ανασαίνει από μακριά, όχι για να με φοβίσει, αλλά για να μου θυμίσει, πως κάποια πράγματα δεν είναι φτιαγμένα για να τα κρατήσει ο άνθρωπος. Και πως όταν διαπράττεις ύβρη έρχεται η νέμεσης. Η Σκιά ζήτησε όλη τη γνώση του σύμπαντος. Και τιμωρήθηκε για την αλαζονεία του. Και εγώ; Έμαθα πως μερικά ερωτήματα είναι πιο ιερά απ’ τις απαντήσεις τους. Και ότι καμιά φορά, το να μην ξέρεις, είναι η μόνη αληθινή σοφία. 

Εν οίδα ότι ουδέν οίδα!... 

ΤΕΛΟΣ

Το κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας και είναι γραμμένο από τον γιο μου Δημήτρη Φ. Μπορείτε να το ακούσετε με οπτικοακουστικά εφέ στο παρακάτω βίντεο. Το διηγείται ο ίδιος.

Υ.Γ. Όλες οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.