Καλοκαίρι και στο δάσος γλυκοχαράζει μια καινούργια μέρα.
Αυτήν την ώρα η φύση ξυπνά και το δάσος ζωντανεύει.
Τα πουλιά σηκώνουν τα κεφαλάκια τους, τεντώνουν τις φτερούγες τους
για να ξεμουδιάσουν και πετάνε κελαηδώντας. Οι νεράιδες που κολυμπούσαν
στο ποτάμι τρέχουν να κρυφτούν από τα αδιάκριτα βλέμματα.
και οι δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν πάνω στις πευκοβελόνες σαν μικρά
διαμάντια καθώς αντικρίζουν τις πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου.
Η όμορφη ελαφίνα ξύπνησε και κείνη και κοίταξε τρυφερά το σύντροφό της,
που κοιμόταν δίπλα της.
"Ξύπνα Γοργοπόδαρε", του ψιθύρισε και τον σκούντηξε απαλά με τη
μουσούδα της. "Άρχισε να χαράζει και είναι προτιμότερο να βοσκήσουμε
τώρα το χορταράκι μας, παρά μετά που θα κάνει αφόρητη ζέστη".
Ο Γοργοπόδαρος άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί του.
Τα δυο ελάφια είχαν κοιμηθεί αγκαλιασμένα κάτω από ένα μεγάλο έλατο
στη καρδιά του πανέμορφου δάσους.
"Δίκιο έχεις Λυγερή, πάμε να βοσκήσουμε", είπε ο Γοργοπόδαρος και
άρχισαν να κατηφορίζουν την πλαγιά τσιμπολογώντας μερικά τρυφερά
κλαδάκια από δω και λίγο χορτάρι από κει.
Καλημέρισαν δυο σκίουρους που κουβαλούσαν βελανίδια στη φωλιά τους
και μια αρκούδα που έγλειφε τα δάχτυλά της, καθώς τα είχε πασαλείψει με
το μέλι που είχε βρει σε μια κυψέλη που κρεμόταν από ένα δέντρο.
Αποφύγανε δυο λύκους που είδαν από μακριά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσο
πεινασμένοι μπορεί να είναι
και κατηφόρισαν προς το ποτάμι.
Τα νερά του έτρεχαν ήρεμα, κελαρυστά και καθαρά σαν κρύσταλλο.
Κόντευαν να φτάσουν, όταν ο Γοργοπόδαρος σήκωσε το κεφάλι του και
μύρισε τον αέρα.
και οι δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν πάνω στις πευκοβελόνες σαν μικρά
διαμάντια καθώς αντικρίζουν τις πρώτες δειλές ακτίνες του ήλιου.
Η όμορφη ελαφίνα ξύπνησε και κείνη και κοίταξε τρυφερά το σύντροφό της,
που κοιμόταν δίπλα της.
"Ξύπνα Γοργοπόδαρε", του ψιθύρισε και τον σκούντηξε απαλά με τη
μουσούδα της. "Άρχισε να χαράζει και είναι προτιμότερο να βοσκήσουμε
τώρα το χορταράκι μας, παρά μετά που θα κάνει αφόρητη ζέστη".
Ο Γοργοπόδαρος άνοιξε τα μάτια του, σηκώθηκε και τέντωσε το κορμί του.
Τα δυο ελάφια είχαν κοιμηθεί αγκαλιασμένα κάτω από ένα μεγάλο έλατο
στη καρδιά του πανέμορφου δάσους.
"Δίκιο έχεις Λυγερή, πάμε να βοσκήσουμε", είπε ο Γοργοπόδαρος και
άρχισαν να κατηφορίζουν την πλαγιά τσιμπολογώντας μερικά τρυφερά
κλαδάκια από δω και λίγο χορτάρι από κει.
Καλημέρισαν δυο σκίουρους που κουβαλούσαν βελανίδια στη φωλιά τους
και μια αρκούδα που έγλειφε τα δάχτυλά της, καθώς τα είχε πασαλείψει με
το μέλι που είχε βρει σε μια κυψέλη που κρεμόταν από ένα δέντρο.
Αποφύγανε δυο λύκους που είδαν από μακριά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσο
πεινασμένοι μπορεί να είναι
και κατηφόρισαν προς το ποτάμι.
Τα νερά του έτρεχαν ήρεμα, κελαρυστά και καθαρά σαν κρύσταλλο.
Κόντευαν να φτάσουν, όταν ο Γοργοπόδαρος σήκωσε το κεφάλι του και
μύρισε τον αέρα.
"Τι είναι Γοργοπόδαρε; Μας απειλεί κάποιος κίνδυνος;" ρώτησε η Λυγερή.
"Με τρομάζεις, μίλησέ μου!"
"Δεν μυρίζεις κάτι Λυγερή, μια μυρωδιά περίεργη;"
Τώρα και η Λυγερή οσμιζόταν τον αέρα.
"Καπνός! Μυρίζει καπνός! " φώναξε.
"Ναι αυτό είναι, τρέξε, πάμε προς την κορυφή του βουνού να δούμε τι
συμβαίνει", είπε ο Γοργοπόδαρος και άρχισαν να τρέχουν προς την
κορυφή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Στο δρόμο τους συναντούσαν
και άλλα ζώα που προσπαθούσαν να καταλάβουν και κείνα τι συμβαίνει.
Κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή όταν είδαν πάνω τους να πετάει
ένας αετός.
"Τι συμβαίνει αετέ, έχει πιάσει φωτιά το δάσος;" ρώτησε
λαχανιασμένα ο Γοργοπόδαρος.
"Ναι, έχει πιάσει φωτιά το απέναντι βουνό", είπε ο αετός, "από εκεί
έρχομαι. Η φωτιά κατατρώει πανύψηλα δέντρα και πολλά ζώα κινδυνεύουν.
Όσα πρόλαβαν να απομακρυνθούν έρχονται προς τα εδώ, αλλά πολλά
εγκλωβίστηκαν στις φλόγες και βρήκαν φρικτό θάνατο...
Είναι μια κόλαση εκεί. Ούτε εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω. Οι καπνοί έχουν
κρύψει τον ήλιο... Δεν μπορείς να αναπνεύσεις..."
Εν τω μεταξύ τα δυο ελάφια έφτασαν στην κορυφή του βουνού και μπορούσαν
να δουν και μόνα τους την καταστροφή. Το απέναντι βουνό καιγόταν.
Οι πύρινες γλώσσες που έβγαιναν μέσα από τον πυκνό μαύρο καπνό ήταν λες
και ήθελαν να αγγίξουν τον ουρανό.
"Γοργοπόδαρε κινδυνεύουμε;" ρώτησε η Λυγερή.
"Προς το παρόν όχι, γιατί ο αέρας έχει αντίθετη κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε
πως θα συνεχίσει έτσι", είπε ο Γοργοπόδαρος.
Τώρα είχαν φτάσει και άλλα ζώα γύρω τους, όλα ανήσυχα για ότι συνέβαινε.
"Φίλοι μου, είπε ο Γοργοπόδαρος, απευθυνόμενος προς τα άλλα ζώα,
πρέπει να οργανωθούμε για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Πρέπει να
είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που αλλάξει κατεύθυνση ο αέρας και στείλει
την φωτιά προς τα δω. Πρώτα πρώτα πρέπει να ειδοποιήσουμε τα αργοκίνητα
ζώα για τον κίνδυνο και να τους πούμε να κατευθυνθούν προς το ποτάμι.
Εκεί στο μεγάλο ξέφωτο που είναι δίπλα στο ποτάμι, εκεί να πάνε, μόνο εκεί
μπορεί να σωθούν".
Αυτή τη δουλειά την ανέθεσε στους σκίουρους που γρήγορα γρήγορα
εξαπλώθηκαν στο δάσος για να ειδοποιήσουν τις χελώνες, τους ασβούς,
τα σκαθάρια και τα υπόλοιπα ζωάκια να αρχίσουν να κατευθύνονται προς
το ποτάμι και να παραμείνουν εκεί μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
"Εσύ αετέ μαζί με τα γεράκια πρέπει να κάνετε περιπολίες και να μας
ειδοποιήσετε εγκαίρως σε περίπτωση που η φωτιά αλλάξει κατεύθυνση.
Εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να βοηθήσουμε τα ζώα που κατάφεραν να σωθούν
από την πύρινη κόλαση και να περιποιηθούμε αυτά που είναι τραυματισμένα".
Όλα τα ζώα συμφώνησαν. Στα μάτια τους ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος και
η αγωνία.
Σε λίγο είδαν τα πρώτα ζώα που γλύτωσαν από τη φωτιά να διασχίζουν την
χαράδρα. Έτρεξαν όλα μαζί να βοηθήσουν. Τα μικρότερα και τα τραυματισμένα
ζώα τα ανέβασαν στις πλάτες τους. Ο Γοργοπόδαρος πήρε στην πλάτη του
τρεις λαγούς και η Λυγερή δύο σκιουράκια, μία αρκούδα πήρε ένα μικρό
λυκόπουλο που κούτσαινε και η μαμά του με κόπο το κουβαλούσε. Όλα ήταν
κατατρομαγμένα. Δυο τρεις αλεπούδες είχαν τσουρουφλισμένη την όμορφη
γούνα τους από τη φωτιά. Μία μάλιστα κρατούσε στο στόμα της το μικρό
αλεπουδάκι της, που δυστυχώς είχε από ώρα πεθάνει από τους καπνούς που
είχε εισπνεύσει, αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Με το ζόρι της το πήραν
"Με τρομάζεις, μίλησέ μου!"
"Δεν μυρίζεις κάτι Λυγερή, μια μυρωδιά περίεργη;"
Τώρα και η Λυγερή οσμιζόταν τον αέρα.
"Καπνός! Μυρίζει καπνός! " φώναξε.
"Ναι αυτό είναι, τρέξε, πάμε προς την κορυφή του βουνού να δούμε τι
συμβαίνει", είπε ο Γοργοπόδαρος και άρχισαν να τρέχουν προς την
κορυφή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Στο δρόμο τους συναντούσαν
και άλλα ζώα που προσπαθούσαν να καταλάβουν και κείνα τι συμβαίνει.
Κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή όταν είδαν πάνω τους να πετάει
ένας αετός.
"Τι συμβαίνει αετέ, έχει πιάσει φωτιά το δάσος;" ρώτησε
λαχανιασμένα ο Γοργοπόδαρος.
"Ναι, έχει πιάσει φωτιά το απέναντι βουνό", είπε ο αετός, "από εκεί
έρχομαι. Η φωτιά κατατρώει πανύψηλα δέντρα και πολλά ζώα κινδυνεύουν.
Όσα πρόλαβαν να απομακρυνθούν έρχονται προς τα εδώ, αλλά πολλά
εγκλωβίστηκαν στις φλόγες και βρήκαν φρικτό θάνατο...
Είναι μια κόλαση εκεί. Ούτε εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω. Οι καπνοί έχουν
κρύψει τον ήλιο... Δεν μπορείς να αναπνεύσεις..."
Εν τω μεταξύ τα δυο ελάφια έφτασαν στην κορυφή του βουνού και μπορούσαν
να δουν και μόνα τους την καταστροφή. Το απέναντι βουνό καιγόταν.
Οι πύρινες γλώσσες που έβγαιναν μέσα από τον πυκνό μαύρο καπνό ήταν λες
και ήθελαν να αγγίξουν τον ουρανό.
"Γοργοπόδαρε κινδυνεύουμε;" ρώτησε η Λυγερή.
"Προς το παρόν όχι, γιατί ο αέρας έχει αντίθετη κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε
πως θα συνεχίσει έτσι", είπε ο Γοργοπόδαρος.
Τώρα είχαν φτάσει και άλλα ζώα γύρω τους, όλα ανήσυχα για ότι συνέβαινε.
"Φίλοι μου, είπε ο Γοργοπόδαρος, απευθυνόμενος προς τα άλλα ζώα,
πρέπει να οργανωθούμε για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Πρέπει να
είμαστε έτοιμοι σε περίπτωση που αλλάξει κατεύθυνση ο αέρας και στείλει
την φωτιά προς τα δω. Πρώτα πρώτα πρέπει να ειδοποιήσουμε τα αργοκίνητα
ζώα για τον κίνδυνο και να τους πούμε να κατευθυνθούν προς το ποτάμι.
Εκεί στο μεγάλο ξέφωτο που είναι δίπλα στο ποτάμι, εκεί να πάνε, μόνο εκεί
μπορεί να σωθούν".
Αυτή τη δουλειά την ανέθεσε στους σκίουρους που γρήγορα γρήγορα
εξαπλώθηκαν στο δάσος για να ειδοποιήσουν τις χελώνες, τους ασβούς,
τα σκαθάρια και τα υπόλοιπα ζωάκια να αρχίσουν να κατευθύνονται προς
το ποτάμι και να παραμείνουν εκεί μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
"Εσύ αετέ μαζί με τα γεράκια πρέπει να κάνετε περιπολίες και να μας
ειδοποιήσετε εγκαίρως σε περίπτωση που η φωτιά αλλάξει κατεύθυνση.
Εμείς οι υπόλοιποι πρέπει να βοηθήσουμε τα ζώα που κατάφεραν να σωθούν
από την πύρινη κόλαση και να περιποιηθούμε αυτά που είναι τραυματισμένα".
Όλα τα ζώα συμφώνησαν. Στα μάτια τους ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος και
η αγωνία.
Σε λίγο είδαν τα πρώτα ζώα που γλύτωσαν από τη φωτιά να διασχίζουν την
χαράδρα. Έτρεξαν όλα μαζί να βοηθήσουν. Τα μικρότερα και τα τραυματισμένα
ζώα τα ανέβασαν στις πλάτες τους. Ο Γοργοπόδαρος πήρε στην πλάτη του
τρεις λαγούς και η Λυγερή δύο σκιουράκια, μία αρκούδα πήρε ένα μικρό
λυκόπουλο που κούτσαινε και η μαμά του με κόπο το κουβαλούσε. Όλα ήταν
κατατρομαγμένα. Δυο τρεις αλεπούδες είχαν τσουρουφλισμένη την όμορφη
γούνα τους από τη φωτιά. Μία μάλιστα κρατούσε στο στόμα της το μικρό
αλεπουδάκι της, που δυστυχώς είχε από ώρα πεθάνει από τους καπνούς που
είχε εισπνεύσει, αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Με το ζόρι της το πήραν
τα άλλα ζώα και προσπάθησαν να την παρηγορήσουν.
Τα τραυματισμένα ζώα τα πήγαν στο ποτάμι και άρχισαν να περιποιούνται
τις πληγές τους. Τα περισσότερα είχαν πάθει εγκαύματα και πονούσαν πολύ.
Τα ζώα που είχαν αναλάβει καθήκοντα γιατρών και νοσοκόμων, αφού
καθάρισαν τις πληγές έτρεξαν να βρουν βότανα. Τα μασούλησαν και τα
έβαλαν πάνω στα εγκαύματα και απάλυναν λίγο τον πόνο τους.
Ο Γοργοπόδαρος, η Λυγερή και μερικά άλλα γοργοπόδαρα ζώα ανέβηκαν
πάλι στην κορυφή του βουνού και παρακολουθούσαν την εξέλιξη της φωτιάς.
Προς το παρόν δεν κινδύνευαν.
Σε λίγο πέρασε από πάνω τους και ο αετός. Γύριζε από την περιπολία του.
"Έλα, αετέ, πες μας τι είδες;" ρώτησε ο Γοργοπόδαρος όλο ανυπομονησία.
"Η καταστροφή είναι μεγάλη. Η φωτιά κατατρώει όλη την πίσω πλευρά
του βουνού και έχει φτάσει στα πρώτα σπίτια τριών χωριών.
Οι χωρικοί τα εγκαταλείπουν και τρέχουν να σωθούν. Πολλά ζώα που ζούσαν
μαζί με τους ανθρώπους έχουν καεί. Είναι φρικτό. Είδα ένα στάβλο γεμάτο
πρόβατα να έχει τυλιχτεί στις φλόγες. Πιο κει κότες, κατσίκες, γουρούνια
όλα καμένα", είπε ο αετός φανερά στενοχωρημένος.
"Μα καλά οι άνθρωποι δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να σβήσουν τη
φωτιά;" ρώτησε η Λυγερή.
"Και βέβαια κάνουν. Έχουν έρθει πυροσβεστικά αυτοκίνητα και οι
πυροσβέστες ρίχνουν νερό.
Αλλά και οι κάτοικοι με ότι μέσο διαθέτουν προσπαθούν να σταματήσουν
το κακό.
Όμως το μέτωπο της φωτιάς είναι τεράστιο, η περιοχή είναι
δύσβατη, την ξέρετε άλλωστε και έτσι δεν νομίζω να σβήσει εύκολα".
Σε λίγο τα ζώα άκουσαν θόρυβο και είδαν τρία αεροπλάνα που άρχισαν
να ρίχνουν νερό και να βουτούν μέσα στους πυκνούς καπνούς.
"Ίσως τώρα να τεθεί υπό έλεγχο η φωτιά", μουρμούρισε ο Γοργοπόδαρος
και γυρίζοντας προς ένα άλλο ελάφι που είχε έρθει από τον τόπο της πυρκαγιάς,
το ρώτησε πως ξεκίνησε το κακό.
"Λένε, είπε το ελάφι, πως κάποιος άνθρωπος έβαλε τη φωτιά. Τον είδαν οι
δυο αρκούδες που κάθονται εκεί".
"Ναι, είπαν οι αρκούδες, είδαμε...
"Ναι, είπαν οι αρκούδες, είδαμε έναν άνθρωπο να ανάβει φωτιά.
Τον κυνηγήσαμε, αλλά αυτός τρύπωσε σε μια στενή σπηλιά. Δεν χωρούσαμε να μπούμε
και επειδή υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστούμε από τη φωτιά, φύγαμε. Έτσι μας ξέφυγε.
Τον κυνηγήσαμε, αλλά αυτός τρύπωσε σε μια στενή σπηλιά. Δεν χωρούσαμε να μπούμε
και επειδή υπήρχε κίνδυνος να εγκλωβιστούμε από τη φωτιά, φύγαμε. Έτσι μας ξέφυγε.
Ίσως να τριγυρνάει ακόμα εδώ γύρω, γιατί πρέπει να εγκλωβίστηκε
και αυτός από τη φωτιά, μετά την καταδίωξη μας".
"Μακάρι να καιγόταν και αυτός", είπαν μερικά ζώα.
Εν τω μεταξύ συνέχεια έφταναν ζώα ταλαιπωρημένα, διψασμένα και μισοκαμμένα.
Όλα έκλαιγαν για κάποιον δικό τους, που δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από
τόπο της φωτιάς και κάηκε. Ένας ασβός έκλαιγε για τα παιδιά του που τα
είχε αφήσει στη φωλιά του, καθώς εκείνος είχε βγει να βρει τροφή να τα ταΐσει.
Κάηκαν αβοήθητα... Μια όμορφη λύκαινα έκλαιγε για τον σύντροφό της,
ο οποίος αγνοείτο και μια κουκουβάγια για τα πουλάκια της που μόλις είχαν
βγει από το αυγό.
Ξαφνικά ένα γεράκι τους είπε πως εντόπισε έναν άνθρωπο κάτω στη χαράδρα,
που κρυμμένος πίσω από τα δέντρα ερευνούσε τον τόπο γύρω του πολύ
προσεκτικά.
"Ο εμπρηστής πρέπει να είναι", είπαν κάποια ζώα, "τρέξτε να τον πιάσουμε
πριν ανάψει καινούργια φωτιά".
Ο Γοργοπόδαρος τότε ανέβηκε λίγο ψηλότερα για να φαίνεται από όλους και
αφού τους ζήτησε να κάνουν ησυχία, τους είπε.
"Τέτοιες στιγμές πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Πρέπει πρώτα από όλα
να κάνουμε ειρήνη μεταξύ μας. Ας αφήσουμε την αιώνια διαμάχη που έχουμε
εμείς τα φυτοφάγα ζώα με τα σαρκοφάγα. Τώρα κοινός εχθρός μας είναι
η φωτιά και αυτός που την άναψε".
"Ναι! να κάνουμε ειρήνη", φώναξαν όλα μαζί και έδωσαν ...τα χέρια.
"Ωραία!" είπε πάλι ο Γοργοπόδαρος και τα ζώα σώπασαν για να τον
ακούσουν. Ήξεραν πως ότι έλεγε αυτός ήταν πάντα σωστό.
"Φίλοι μου, συνέχισε, για να πιάσουμε τον εμπρηστή, πρέπει να τον
περικυκλώσουμε σιγά και αθόρυβα, γιατί όπως είπε και το γεράκι προσέχει
πολύ. Εσείς λοιπόν οι αρκούδες θα κάνετε κύκλο για να βγείτε από
πίσω του, εμείς τα ελάφια μαζί με τις αλεπούδες και τα τσακάλια
θα πάμε από τα δεξιά".
"Εμείς;" φώναξαν ανυπόμονα καμιά δεκαριά λύκοι που ένιωσαν
ότι μένουν έξω από τη δράση.
"Εσείς θα πάτε από αριστερά. Είστε αρκετοί για να τον τρομάξετε,
είπε ο Γοργοπόδαρος. Σιγά σιγά θα κλείνουμε τον κλοιό γύρω του. Εσύ
γεράκι θα τον παρακολουθείς από ψηλά και θα μας λες προς τα που πηγαίνει.
Εδώ στην κορυφή θα τον περιμένετε εσείς οι υπόλοιποι".
Έτσι και έκαναν. Σιγά και αθόρυβα τον εντόπισαν.
Ήταν ένα νέο παιδί ίσαμε τριάντα χρονών.
Άρχισαν να τον περικυκλώνουν.
Κάποια στιγμή τους είδε και αυτός και προσπάθησε να οπισθοχωρήσει,
όμως είδε τον όγκο των αρκούδων πίσω του και άλλαξε γνώμη.
Συνέχισε να ανεβαίνει το βουνό και προσπάθησε να ξεφύγει προς τα δεξιά,
αλλά ο Γοργοπόδαρος τον έφτασε και του έδωσε μια κουτουλιά με τα
κέρατά του. Εκείνος έπεσε κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο, ενώ τα
τσακάλια και οι αλεπούδες άρχισαν να τον πλησιάζουν. Γρήγορα
σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς τα αριστερά. Εκεί συνάντησε τους
λύκους που του έδειχναν απειλητικά τα δόντια τους και κατατρόμαξε.
Δεν του έμενε τίποτε άλλο παρά να προχωρήσει προς τα πάνω, καθώς
τα ζώα τον ακολουθούσαν κλείνοντας τον κύκλο γύρω του.
Κόντευε να φτάσει στην κορυφή... Λαχανιασμένος από το τρέξιμο
σκουντουφλούσε από δω και από κει.
"Λίγο ακόμα, σκέφτηκε και θα σωθώ. Θα φτάσω στην κορυφή
και μετά θα κατηφορίσω από την άλλη πλευρά του βουνού".
Και συνέχισε να ανεβαίνει... Μετά από λίγο...
"Επιτέλους! έφτασα στην κορυφή. Θα τρέξω προς τα κάτω και μετά
ελάτε να με πιάσετε", μουρμούρισε.
"Είμαστε και εμείς εδώ, φώναξαν τα ζώα που τον περίμεναν στην
κορυφή κρυμμένα πίσω από τα δέντρα. Δεν πρόκειται να ξεφύγεις!
Είσαι περικυκλωμένος!".
Εκείνος οπισθοχώρησε έντρομος και ακούμπησε την πλάτη του
στον κορμό μιας βελανιδιάς. Αμέσως ο κισσός που ήταν στον
κορμό της τυλίχτηκε γύρω του και τον ακινητοποίησε. Τώρα δεν
μπορούσε να πάει πουθενά.
Τα ζώα έκαναν κύκλο γύρω του και τον απειλούσαν με τα δόντια
και τα νύχια τους.
Εκείνος ούρλιαζε και τα απειλούσε πως αν λυνόταν θα τα σκότωνε.
"Μη φοβάσαι, του είπε ο Γοργοπόδαρος, προς το παρόν θα μείνεις
δεμένος. Θα ασχοληθούμε αργότερα μαζί σου. Τώρα μας ενδιαφέρει
η πορεία της φωτιάς".
Ευτυχώς ο αέρας εξακολουθούσε να φυσά αντίθετα και δεν κινδύνευαν.
Πέρασαν μία μέρα και μία νύχτα αγωνίας, μέχρι να μάθουν από τους
αετούς πως οι άνθρωποι είχαν καταφέρει να σβήσουν τη φωτιά.
Είχε βέβαια κατακάψει τα πάντα στο πέρασμά της.
Την άλλη μέρα δειλά δειλά ο Γοργοπόδαρος, η Λυγερή και άλλα
ζώα, άρχισαν να πλησιάζουν τον χώρο της καταστροφής, μήπως
και βρουν κάποια από τα ζώα που αγνοούντο.
Στο χώρο είχαν απομείνει άψυχοι μαυρισμένοι κορμοί δέντρων, μερικοί
σιγόκαιγαν ακόμη. Πουλιά δεν πετούσαν γύρω τους. Είχαν φύγει
έντρομα, αφήνοντας στο έλεος της φωτιάς τα νεογέννητα πουλάκια τους.
Λείψανα ζώων παντού... Ράγισε η καρδιά τους...
"Πάμε να φύγουμε από δω, είπε κάποια στιγμή ο Γοργοπόδαρος, δεν
μπορούμε να κάνουμε τίποτα πλέον..."
Τα ζώα γύρισαν πίσω στο βουνό τους και σκέφτηκαν πόσο τυχερά ήταν
που η φωτιά δεν είχε φτάσει ως αυτά.
Εξουθενωμένα έπεσαν να κοιμηθούν. Κάποια στιγμή ξύπνησαν από
τις φωνές του εμπρηστή. Τον είχαν ξεχάσει αυτόν...
Τα ζώα άρχισαν να μαζεύονται πάλι γύρω του.
Μερικά ήταν έτοιμα να του ορμήσουν, ειδικά μια αλεπουδίτσα που
είχε χάσει τα παιδιά της και η λύκαινα που είχε χάσει το σύντροφό της.
Ο Γοργοπόδαρος τους φώναξε να ηρεμήσουν.
"Πρέπει να πληρώσει, φώναζαν τα περισσότερα ζώα, αυτός μας
κατέστρεψε".
"Ναι πρέπει να πληρώσει, είπε ο Γοργοπόδαρος, αλλά πρώτα θα περάσει
από δίκη. Πρέπει να μάθουμε γιατί το έκανε".
Ύστερα από πολλές φωνές και διαμαρτυρίες τα ζώα συμφώνησαν να
δικαστεί ο εμπρηστής, που όλη αυτή την ώρα φώναζε και απειλούσε.
"Δίκη, τι δίκη μου λέτε, πως μπορείτε εσείς να με δικάσετε!"
"Μπορούμε και θα σου δώσουμε την ευκαιρία να απολογηθείς", του
είπε ο Γοργοπόδαρος.
Μετά από μια σύντομη σύσκεψη ο Γοργοπόδαρος ορίστηκε δικαστής,
ένας αετός και οι δυο αρκούδες που τον είδαν να βάζει την φωτιά ήσαν
μάρτυρες κατηγορίας και όλα τα υπόλοιπα ζώα οι ένορκοι. Κανένας
δεν δέχτηκε να οριστεί δικηγόρος υπεράσπισης και έτσι ανέλαβε ο
ίδιος την υπεράσπισή του.
"Κατηγορούμενε, άρχισε ο Γοργοπόδαρος, κατηγορήσε ότι έβαλες
φωτιά στο δάσος. Είναι αλήθεια;"
"Όχι, είπε ο εμπρηστής, εγώ τυχαία βρέθηκα εκεί, κινδύνεψα να
καώ κιόλας."
"Λες ψέματα, φώναξαν οι αρκούδες, εμείς σε είδαμε να βάζεις τη
φωτιά και σε κυνηγήσαμε, αλλά μας ξέφυγες όταν τρύπωσες σε
κείνη τη σπηλιά".
"Και εγώ σε είδα", φώναξε ο αετός.
"Εσείς οι αρκούδες, είπε ο εμπρηστής, ίσως δεν είδατε καλά.
Όσο για σένα αετέ, από τόσο ψηλά που πετάς, σίγουρα δεν
είδες καλά".
"Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την όραση του αετού,
είπε ο Γοργοπόδαρος. Εσείς οι άνθρωποι δεν λέτε ''πως αυτός
έχει αετίσιο μάτι'' όταν θέλετε να πείτε πως κάποιος βλέπει πολύ
μακριά;"
"Δεν είναι μόνο ο αετός και οι αρκούδες που σε είδαν, φώναξαν δυο
νυφίτσες, σε είδαμε και εμείς. Πρώτα έριξες βενζίνη σε κάτι ξερά χόρτα
μετά έβγαλες από την τσέπη σου σπίρτα και άναψες τη φωτιά. Από θαύμα
γλυτώσαμε.
"Σε είδαμε κι εμείς, φώναξαν πέντε έξι πέρδικες που μόλις είχαν φτάσει.
Μάθαμε για τη δίκη και ήρθαμε να σας πούμε πως αυτός άναψε τη φωτιά".
"Είναι αυτός ο άνθρωπος που βλέπετε μπροστά σας, αυτός που άναψε
τη φωτιά;" ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.
"Ναι, αυτός είναι, τον είδαμε καλά", είπαν οι πέρδικες.
"Άναψε τη φωτιά και μετά έτρεξε να απομακρυνθεί. Τότε και εμείς
πετάξαμε σαν τρελές να ειδοποιήσουμε τα άλλα ζώα για τον κίνδυνο".
"Χάρη σε σας σωθήκαμε!" φώναξαν μερικά ζώα στις πέρδικες.
"Τi έχεις να πεις τώρα; " τον ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.
"Ε...λοιπόν εγώ το έκανα, είπε ο εμπρηστής, και τι έγινε... κάηκαν
μερικά δέντρα...ε...θα ξαναφυτρώσουν".
"Εσύ είσαι αμετανόητος, φώναξαν τα περισσότερα ζώα. Σου αξίζει
ο θάνατος".
"Θάνατος στον εμπρηστή! θάνατος! " φώναζαν τώρα όλα μαζί.
"Ησυχία, ησυχία!", φώναξε ο Γοργοπόδαρος.
Όταν ησύχασαν τα ζώα, γύρισε προς το εμπρηστή και τον ρώτησε.
"Καλά δεν έχεις καταλάβει το κακό που έχεις κάνει! Εσείς οι άνθρωποι
ξέρω ότι πάτε σχολείο και εκεί μαθαίνετε πόσο ωφέλιμο είναι το δάσος".
"Δεν έχω πάει σχολείο, είπε βλοσυρά ο εμπρηστής. Από μικρός έχασα τους
γονείς μου και μεγάλωσα στους δρόμους ζητιανεύοντας για να ζήσω. Μετά
δούλευα από δω και από κει, αλλά καθώς δεν ήξερα γράμματα δεν κατάφερνα
να βρω μια καλή δουλειά".
"Μάθε λοιπόν ότι το δάσος είναι χρήσιμο, όχι μόνο για μας τα ζώα, αλλά
και για σας τους ανθρώπους, είπε ο Γοργοπόδαρος. Πρώτα πρώτα τα δέντρα
δίνουν το οξυγόνο που αναπνέουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Δίνουν τροφή
σε μας, αλλά και σε σας. Ξέρεις πόσες θεόρατες καστανιές κάηκαν, που σας
δίνουν τα νόστιμα κάστανα, ξέρεις πόσες ποικιλίες μανιταριών εξαφανίστηκαν,
πόσα βότανα που χρησιμοποιείτε εσείς οι άνθρωποι για να φτιάχνετε
φάρμακα τώρα δεν υπάρχουν πια;"
"Το δάσος," πήρε το λόγο μια αρκούδα, "δίνει δουλειά σε εκατοντάδες
ανθρώπους. Από απλούς ξυλοκόπους και καρβουνιάρηδες, μέχρι
επιπλοποιούς και ξυλογλύπτες. Από ανθρώπους που δουλεύουν σε
ταρσανάδες φτιάχνοντας όμορφα σκαριά, μέχρι αυτούς που φτιάχνουν
σπίτια και από βοτανολόγους μέχρι ολόκληρες φαρμακοβιομηχανίες..."
"Άσε που αν δεν υπάρχουν δέντρα σε ένα βουνό, είπε μια αλεπουδίτσα,
τότε το έδαφος διαβρώνεται, γιατί το νερό της βροχής δεν απορροφάται
από τις ρίζες τους, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται ορμητικοί χείμαρροι
που παρασύρουν πέτρες και χώματα και φτάνοντας μέχρι τις πόλεις και
τα χωριά σας καταστρέφουν τις περιουσίες σας".
"Όλα αυτά δεν τα σκέφτηκες πριν βάλεις τη φωτιά που κατέστρεψε το
δάσος και έκαψε πολλούς από μας;" ρώτησε η Λυγερή.
Ο εμπρηστής έμεινε για λίγο σιωπηλός. Είχε κατεβάσει το κεφάλι και
σκεφτόταν.
"Όλα αυτά δεν τα ήξερα. Πράγματι τώρα καταλαβαίνω πως έκανα
μεγάλο κακό", είπε και συνέχισε.
"Πριν ένα μήνα εκεί που κοιμόμουν σε ένα παγκάκι με πλησίασαν δύο
άγνωστοι σε μένα άνθρωποι. Φορούσαν κουστούμι και γραβάτα και μου
φάνηκαν σπουδαίοι και σπουδασμένοι. Μου έδειξαν ένα χαρτοφύλακα
που περιείχε πολλά χρήματα.
"Αυτά θα γίνουν δικά σου, μου είπαν, αν όταν σου πούμε εμείς, βάλεις
φωτιά στο δάσος".
"Γιατί;" τους ρώτησα.
"Μην ρωτάς περισσότερα, μου είπαν, αν κάνεις αυτό που σου λέμε
θα πάρεις τα χρήματα και... πρόσεξε αν πεις σε κανέναν αυτά που σου
είπαμε, θα βρεθείς κάτω από τις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου. Από σήμερα
και μέχρι να κάνεις τη "δουλειά" θα σε παρακολουθούμε.
"Και σας ρωτάω τι να έκανα; Είδα χρήματα που δεν είχα δει ούτε στα
όνειρά μου...Με κουστούμια τους είδα... σκέφτηκα ότι αυτό που μου ζητάνε
δεν είναι και τόσο κακό...μερικά δέντρα θα καούν... ε! θα ξαναφυτρώσουν..."
"Αμ δε που θα ξαναφυτρώσουν, του είπε ο Γοργοπόδαρος. Στη θέση τους θα
φυτρώσουν σπίτια που θα χτίσουν αυτοί οι δυο που σε έβαλαν να κάψεις το
δάσος. Αυτοί θα γίνουν πλουσιότεροι με τα σπίτια που θα πουλήσουν και
όλοι εμείς θα αφανιστούμε αν συνεχιστεί αυτό το κακό.
Για λίγο έπεσε σιωπή...Κανένας δε μιλούσε... Πρώτος μίλησε ο εμπρηστής.
"Με μένα τι θα γίνει τώρα;" ρώτησε.
"Είσαι ένοχος και πρέπει να τιμωρηθείς ! Εξαιτίας σου κάηκαν τα αδέρφια
μας, τα παιδιά μας και οι σύντροφοί μας!" φώναξαν όλα μαζί τα ζώα.
"Αφήστε με ελεύθερο και σας υπόσχομαι πως δεν θα το ξανακάνω",
είπε ο εμπρηστής.
"Αυτό αποκλείεται, του είπαν και αφού πήγαν λίγο παραπέρα συζήτησαν
την τιμωρία του. Τα περισσότερα ζώα έλεγαν να τον αφήσουν δεμένο ως
να πεθάνει... Στο τέλος επικράτησε η γνώμη των συνετότερων.
"Κατηγορούμενε κρίθηκες ένοχος, του είπε ο Γοργοπόδαρος και σε
καταδικάζουμε σε "ισόβια αναδάσωση''.
"Ισόβια αναδάσωση, τι είναι αυτό πάλι;" φώναξε νευριασμένα ο
εμπρηστής.
"Από σήμερα και για όλη σου τη ζωή θα ζήσεις κοντά μας. Δουλειά
σου θα είναι να φυτεύεις δέντρα στο βουνό που έκαψες, ούτως ώστε
να πρασινίσει και να γίνει πάλι ένα όμορφο δάσος. Εδώ πιο κάτω είναι
μια εγκαταλελειμμένη καλύβα ενός ξυλοκόπου. Εκεί θα μείνεις και εκεί
θα βρεις αξίνες, κασμάδες, φτυάρια και ότι άλλο χρειάζεσαι που θα σου
χρησιμεύσουν στην αναδάσωση. Κάθε μέρα θα βγάζεις μικρά δεντράκια
από το δικό μας δάσος και θα τα φυτεύεις εκεί στο καμμένο βουνό. Έπειτα
θα κουβαλάς νερό από το ποτάμι να τα ποτίζεις μέχρι να έρθει το
φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές. Πάντα θα έχεις δίπλα σου μια φρουρά
από εμάς για να σε προσέχει μην το σκάσεις... Άντε να προλάβουμε τους
οικοπεδοφάγους πριν αρχίσουν να καταπατούν το βουνό", είπε ο
Γοργοπόδαρος.
Από την επόμενη κιόλας μέρα ο εμπρηστής έπιασε δουλειά. Βέβαια τον
πρώτο μήνα πήγε να το σκάσει τρεις φορές και τον δεύτερο άλλη μία,
αλλά η φρουρά των ζώων πάντα τον γυρνούσε πίσω.
Έτσι πέρασαν κάμποσα χρόνια. Το καμμένο βουνό πρασίνισε και πάλι.
Στην αναδάσωση τον βοήθησαν και τα ζώα. Οι λύκοι και τα τσακάλια
άνοιγαν λάκκους με τα πόδια τους, οι αρκούδες κουβαλούσαν κουβάδες
με νερό και οι σκίουροι και τα πουλιά του συγκέντρωναν σπόρους.
Ο εμπρηστής δεν επιχείρησε να ξαναφύγει. Τώρα δεν χρειαζόταν να τον
επιτηρούν.
Μια μέρα η Λυγερή, βλέποντας τον εμπρηστή να δουλεύει ασταμάτητα,
είπε στον Γοργοπόδαρο.
"Νομίζω ότι αρκετά τιμωρήθηκε ο εμπρηστής τόσα χρόνια. Μήπως
να του χαρίσουμε το υπόλοιπο της ποινής και να τον αφήσουμε να φύγει;"
"Ίσως έχεις δίκιο, ας δούμε τι θα πουν και τα άλλα ζώα", είπε ο
Γοργοπόδαρος και κοιτάζοντας ψηλά είπε σε μία καρακάξα που καθόταν
σε ένα ψηλό κλαδί ενός δέντρου, να ειδοποιήσει όλα τα ζώα του δάσους
σε γενική συνέλευση.
Όταν μαζεύτηκαν όλοι ο Γοργοπόδαρος πήρε το λόγο και τους είπε:
"Φίλοι μου! όπως βλέπετε το βουνό απέναντι πρασίνισε και πάλι. Ο
εμπρηστής όλα αυτά τα χρόνια έκανε καλή δουλειά. Νομίζω όμως ότι
τιμωρήθηκε αρκετά. Μήπως ήρθε η ώρα να τον αφήσουμε να φύγει;"
Τα ζώα αφού το σκέφτηκαν για λίγο συμφώνησαν και πήγαν όλα μαζί
να του το ανακοινώσουν.
Ο εμπρηστής αφού άκουσε την απόφασή τους, τους είπε.
"Σας ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω να φύγω από κοντά σας...δεν με
περιμένει κανείς πουθενά. Εσείς γίνατε η οικογένεια που δεν είχα και
κοντά σας έμαθα να εκτιμώ πολλά πράγματα. Θα μείνω εδώ και θα
συνεχίσω να φροντίζω το δάσος. Άλλωστε πρέπει κάποιος να προσέχει
μην έρθουν και άλλοι κακοί άνθρωποι, όπως εγώ και το κάψουν. Μόνο
μια χάρη θέλω να σας ζητήσω.
"Τι θέλεις;" τον ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.
"Ε...να... να μην με ξαναφωνάξετε εμπρηστή", είπε.
"Αλήθεια πως σε λένε;" τον ρώτησε η Λυγερή.
"Πολύκαρπο με λένε και έτσι θέλω να με φωνάζετε!"
μια εγκαταλελειμμένη καλύβα ενός ξυλοκόπου. Εκεί θα μείνεις και εκεί
θα βρεις αξίνες, κασμάδες, φτυάρια και ότι άλλο χρειάζεσαι που θα σου
χρησιμεύσουν στην αναδάσωση. Κάθε μέρα θα βγάζεις μικρά δεντράκια
από το δικό μας δάσος και θα τα φυτεύεις εκεί στο καμμένο βουνό. Έπειτα
θα κουβαλάς νερό από το ποτάμι να τα ποτίζεις μέχρι να έρθει το
φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές. Πάντα θα έχεις δίπλα σου μια φρουρά
από εμάς για να σε προσέχει μην το σκάσεις... Άντε να προλάβουμε τους
οικοπεδοφάγους πριν αρχίσουν να καταπατούν το βουνό", είπε ο
Γοργοπόδαρος.
Από την επόμενη κιόλας μέρα ο εμπρηστής έπιασε δουλειά. Βέβαια τον
πρώτο μήνα πήγε να το σκάσει τρεις φορές και τον δεύτερο άλλη μία,
αλλά η φρουρά των ζώων πάντα τον γυρνούσε πίσω.
Έτσι πέρασαν κάμποσα χρόνια. Το καμμένο βουνό πρασίνισε και πάλι.
Στην αναδάσωση τον βοήθησαν και τα ζώα. Οι λύκοι και τα τσακάλια
άνοιγαν λάκκους με τα πόδια τους, οι αρκούδες κουβαλούσαν κουβάδες
με νερό και οι σκίουροι και τα πουλιά του συγκέντρωναν σπόρους.
Ο εμπρηστής δεν επιχείρησε να ξαναφύγει. Τώρα δεν χρειαζόταν να τον
επιτηρούν.
Μια μέρα η Λυγερή, βλέποντας τον εμπρηστή να δουλεύει ασταμάτητα,
είπε στον Γοργοπόδαρο.
"Νομίζω ότι αρκετά τιμωρήθηκε ο εμπρηστής τόσα χρόνια. Μήπως
να του χαρίσουμε το υπόλοιπο της ποινής και να τον αφήσουμε να φύγει;"
"Ίσως έχεις δίκιο, ας δούμε τι θα πουν και τα άλλα ζώα", είπε ο
Γοργοπόδαρος και κοιτάζοντας ψηλά είπε σε μία καρακάξα που καθόταν
σε ένα ψηλό κλαδί ενός δέντρου, να ειδοποιήσει όλα τα ζώα του δάσους
σε γενική συνέλευση.
Όταν μαζεύτηκαν όλοι ο Γοργοπόδαρος πήρε το λόγο και τους είπε:
"Φίλοι μου! όπως βλέπετε το βουνό απέναντι πρασίνισε και πάλι. Ο
εμπρηστής όλα αυτά τα χρόνια έκανε καλή δουλειά. Νομίζω όμως ότι
τιμωρήθηκε αρκετά. Μήπως ήρθε η ώρα να τον αφήσουμε να φύγει;"
Τα ζώα αφού το σκέφτηκαν για λίγο συμφώνησαν και πήγαν όλα μαζί
να του το ανακοινώσουν.
Ο εμπρηστής αφού άκουσε την απόφασή τους, τους είπε.
"Σας ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω να φύγω από κοντά σας...δεν με
περιμένει κανείς πουθενά. Εσείς γίνατε η οικογένεια που δεν είχα και
κοντά σας έμαθα να εκτιμώ πολλά πράγματα. Θα μείνω εδώ και θα
συνεχίσω να φροντίζω το δάσος. Άλλωστε πρέπει κάποιος να προσέχει
μην έρθουν και άλλοι κακοί άνθρωποι, όπως εγώ και το κάψουν. Μόνο
μια χάρη θέλω να σας ζητήσω.
"Τι θέλεις;" τον ρώτησε ο Γοργοπόδαρος.
"Ε...να... να μην με ξαναφωνάξετε εμπρηστή", είπε.
"Αλήθεια πως σε λένε;" τον ρώτησε η Λυγερή.
"Πολύκαρπο με λένε και έτσι θέλω να με φωνάζετε!"
ΤΕΛΟΣ
Υ.Γ. 1 Αυτό το παραμύθι το έγραψα 7 Ιουλίου 2012 και το είχα τότε αναρτήσει στο blog μου
και επειδή δυστυχώς κάθε χρόνο ζούμε τα ίδια το ανάρτησα πάλι.
Υ.Γ.2 Όλες οι εικόνες είναι από το intrnet και ανήκουν στους δημιουργούς τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου