Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Ο Φλεγόμενος κρύσταλλος (Μια ιδέα- μια έμπνευση #3)

 





“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος”

Τούτο το μήνυμα είχε έρθει στο κινητό του Λεωνίδα πριν από μία εβδομάδα. Μόλις το διάβασε μια ταραχή τον κατέκλεισε γιατί ήξερε σε τι αναφερόταν και ποιος του το έστελνε.

Αμέσως είχε πληκτρολoγήσει στο κινητό του το νούμερο της Αθηνάς.

-Τι κάνεις κορίτσι μου; Καιρό έχουμε να τα πούμε.

-Στην υγεία μου καλά είμαι, αλλά όπως καταλαβαίνεις κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Ο καιρός έφτασε. Εγώ πήρα την άδειά μου και βρίσκομαι ήδη στο νησί. Ήρθα νωρίτερα για να δω και τους δικούς μου που μου λείπουν τόσο πολύ και να βάλω και λίγο τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Εσύ πότε θα έρθεις; Λεωνίδα σε χρειάζομαι. Μόνη μου δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

-Είσαι σίγουρη πως εκείνος θα έρθει;

-Θα έρθει, αν δεν θέλει να χάσει όλα όσα έχει αποκτήσει, είμαι σίγουρη πως θα έρθει. Η απληστία του θα νικήσει τους φόβους του.

-Εντάξει, θα έρθω δυο μέρες πριν τελειώσει ο μήνας.

-Θα σε περιμένω στο λιμάνι και τότε θα τα πούμε από κοντά.

Δύο μέρες πριν τελειώσει ο μήνας ο Λεωνίδας κρατώντας τον λόγο του ταξίδευε προς το νησί. Ανεβασμένος τώρα στο κατάστρωμα του πλοίου, άραξε σ’ ένα παγκάκι και άναψε τσιγάρο. Προσπαθούσε να αδειάσει τις σκέψεις του στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, αλλά του ήταν αδύνατον. Ο νους του έτρεχε διαρκώς στα συνταρακτικά γεγονότα που είχαν γίνει εννέα χρόνια πριν και έτρεμε στην ιδέα τι θα μπορούσε να συμβεί τώρα.


ΕΝΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

Ο Λεωνίδας, η Αθηνά και ο Άρης ήταν τρεις φίλοι αχώριστοι από μικρή ηλικία, οι δύο πρώτοι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο ίδιο νησί και ο Άρης ήταν ο παιδικός τους φίλος που ερχόταν στο νησί, τον τόπο καταγωγής του πατέρα του, τα καλοκαίρια. Από μικρά μαζί στις σκανδαλιές, στο κολύμπι, στις εξερευνήσεις παντού.

Εκείνο το καλοκαίρι πριν εννέα χρόνια ήταν και το τελευταίο που βρέθηκαν στο νησί και οι τρεις μαζί. Ήταν πλέον δευτεροετείς φοιτητές. Ο Λεωνίδας και ο Άρης φοιτητές στην ίδια σχολή στο Πολυτεχνείο και η Αθηνά στην Πάντειο. Πλέον είχαν σοβαρέψει. Για σκανδαλιές ούτε λόγος. Τώρα πήγαιναν μόνο για κολύμπι και εξερευνήσεις. Κάθε μέρα εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα στα σακίδιά τους ξεκινούσαν. Πολλές φορές διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο με θέα τα αστέρια.

Εκείνη την ημέρα αποφάσισαν να ανέβουν στο βουνό. Ήταν αρχές Σεπτέμβρη και σε λίγες ημέρες θα έφευγαν από το νησί. Το διάβασμα για άλλη μία χρονιά τους περίμενε. Ξεκίνησαν με καλό καιρό, το μικρό καλοκαιράκι τους έστελνε ένα απαλό αεράκι, ότι πεις για ανάβαση. Το βουνό, 1800m περίπου ύψος, μέχρι ενός ορισμένου σημείου είχε αραιή βλάστηση, αλλά πέραν αυτού μέχρι την κορυφή είχε μόνο κοτρόνια.  Εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα παπούτσια όμως τα πήγαιναν μια χαρά. Στο τελευταίο δέντρο της διαδρομής σταμάτησαν λίγο να ξεκουραστούν και κατόπιν ξεκίνησαν ακάθεκτοι. Το δροσερό αεράκι ήταν σύμμαχός τους στην ανάβαση.

Μπροστά πήγαινε ο Άρης, στη μέση είχαν την Αθηνά και πίσω ο Λεωνίδας. Λίγο πριν φτάσουν στην κορυφή σταμάτησαν να απολαύσουν τη θέα που ομολογουμένως σου έκοβε την ανάσα. Κάτω τους η χώρα του νησιού και το λιμάνι θύμιζε θαλασσογραφία του Κωνσταντίνου Βολανάκη και πέρα σαν στεφάνι γύρω του τα κοντινά νησιά λικνίζονταν στο απέραντο γαλάζιο.

Τώρα προχωρούσαν λίγο οριζόντια για να βρουν μια καλύτερη πρόσβαση προς την κορυφή που απείχε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πάνω. Προχωρώντας λίγο πιο πέρα βρέθηκαν μπροστά από μία σπηλιά. Κάτω έχασκε ένας απότομος γκρεμός. Μπήκαν στη σπηλιά που αποδείχτηκε πως ήταν πολύ μεγάλη  και όσο προχωρούσαν προς τα μέσα τους υποδέχτηκε βαθύ σκοτάδι. Έδειχνε να μην έχει πατήσει άνθρωπος εδώ για αιώνες, άλλωστε τι να κάνουν εδώ πάνω που ούτε κατσίκια δεν ανέβαιναν αφού δεν είχε τίποτα να φάνε. Τα παιδιά δεν είχαν ακούσει ποτέ τους γονείς τους ή τους άλλους κατοίκους του νησιού να αναφέρουν τη σπηλιά. Άναψαν τους φακούς τους, απαραίτητο αξεσουάρ στα σακίδιά τους σε κάθε εξόρμηση και κοίταξαν γύρω. Ξαφνικά ένα σμήνος νυχτερίδες πέταξαν αλαφιασμένες από το φως τρομάζοντάς τους.

-Εγώ λέω να μην προχωρήσουμε άλλο, τους είπε η Αθηνά.

-Τι έγινε Αθηνούλα, την ειρωνεύτηκε ο Άρης, φοβάσαι; Τι σόι εξερευνητές είμαστε αν δεν φτάσουμε στο τέρμα. Περπάτησαν κάμποσο ακόμη και η σπηλιά έδειχνε πως σταματούσε σε κάποιο σημείο. Ο Άρης προχώρησε λίγο προς τα δεξιά γιατί διέκρινε κάτι σαν τρύπα στα τοιχώματα. Έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να προχωρά προς τα μέσα.

Τα άλλα δύο παιδιά του φώναξαν να γυρίσει πίσω, αλλά δεν πήραν απάντηση παρά μόνο άκουσαν τον αντίλαλο που έκανε η φωνή τους. Του ξαναφώναξαν και τότε άκουσαν την φωνή του να τους καλεί να πάνε κοντά του. Όλο αγωνία, μήπως του συνέβη κάτι έπεσαν στα τέσσερα και μπήκαν σε ένα μικρό τούνελ. Όταν βγήκαν από το τούνελ ένα εκτυφλωτικό φως τους τύλιξε και έκλεισαν τα μάτια τους.

-Πάρε το φακό σου από τα μάτια μας, του φώναξαν, μας τύφλωσες.

-Ανοίξτε σιγά σιγά τα μάτια σας, δεν είναι ο φακός μου που σας τύφλωσε, τους είπε.

Άνοιξαν τα μάτια τους και αυτό που αντίκρυσαν ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Βρίσκονταν σε μία άλλη κυκλική σπηλιά με σμιλεμένες πέτρες στα τοιχώματα. Στο μέσον της σπηλιάς ήταν ένα γυναικείο άγαλμα. Μπροστά του υπήρχε ένας βωμός πάνω στον οποίο ήταν η πηγή του φωτός που τους είχε προς στιγμή τυφλώσει. Ήταν κάτι σαν φλεγόμενος σφαιρικός κρύσταλλος. Αποτελείτο από μικροσκοπικά πρίσματα από τα οποία διαχεόταν το φως σαν πύρινες φλόγες. Το άγαλμα ψηλό έως δύο μέτρα παρίστανε μία θεά σε όρθια θέση σοβαρή που φορούσε πολύπτυχο μακρύ χιτώνα και πέπλο στην κεφαλή. Το αριστερό της χέρι ήταν ανασηκωμένο και έδειχνε τον ουρανό. Κυκλικά από το βωμό και το άγαλμα υπήρχε ένα μικρό αυλάκι γεμάτο νερό, που αντανακλούσε το φως του κρυστάλλου και φαινόταν σαν να φλέγεται.

 


 


-Ουάου! Βρισκόμαστε σε ιερό χώρο της παρθένας θεάς Εστίας, είπε η Αθηνά που είχε πάθος με την Αρχαία Ελλάδα και γνώριζε τα πάντα γύρω από την μυθολογία. Η θεά Εστία λατρευόταν σ' όλη την Αρχαία Ελλάδα και μάλιστα έχω διαβάσει πως ήταν η θεά προστάτιδα του νησιού μας. Ήταν μια από τις πιο σημαντικές θεές, προστάτιδα της οικογενειακής εστίας και όχι μόνο. Θεά της φωτιάς, είναι η ζωντανή φλόγα που καίει ασταμάτητα στο κέντρο του σπιτιού, του ναού και της πόλης. Το σηκωμένο χέρι της δείχνει τον ουρανό, σημειώνοντας από που προέρχεται η ιερή φλόγα. Εκφράζει το Ιερό κέντρο του παντός. Γρήγορα οι δικαιοδοσίες της επεκτάθηκαν παντού με την συμπαράσταση του Δία με αποτέλεσμα σταδιακά ως θεά να αντιπροσωπεύει όχι μόνο το κέντρο του σπιτιού, αλλά και της γης και ολόκληρου του σύμπαντος. Σύμβολά της η πυρά, ο πέπλος και ο φλεγόμενος κύκλος που συμβολίζει την συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού. Το πυρ έπρεπε να καίει συνεχώς σε κάθε σπίτι, όπως και σε κάθε πόλη. Ήταν το άσβεστο πυρ. Για την πολιτειακή εστία ήταν υπεύθυνες οι Εστιάδες, ιέρειες της θεάς. Εάν το άσβεστο πυρ έσβηνε σε μία πόλη συμφορές αναμένονταν να την κτυπήσουν.

-Άσε την διάλεξη ρε Αθηνά, είπε ο Άρης. Αλήθεια περιμένατε πως θα βρίσκαμε τέτοιο θησαυρό;

-Ομολογούμε πως όχι, απάντησαν οι άλλοι δύο.

-Και ποιος τον ανακάλυψε; Εγώ! Άρα μου ανήκει. Φεύγοντας από δω σκοπεύω να πάρω μαζί μου τούτον τον κρύσταλλο.

-Δεν έχεις να πάρεις τίποτα, του είπε οργισμένος ο Λεωνίδας που τόση ώρα ήταν εκστασιασμένος από την μαγεία του κρυστάλλου. Αν ισχύουν όσα είπε η Αθηνά, ο κρύσταλλος πρέπει να μείνει εδώ και να συνεχίσει να φέγγει όπως τόσους αιώνες. Εμείς το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι όχι μόνο να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, αλλά να ορκιστούμε εδώ μπροστά από τη θεά Εστία πως δεν θα αποκαλύψουμε την ανακάλυψή μας σε κανέναν, αλλιώς δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί στο νησί. Θα χαθούν οι ισορροπίες.

-Δεν είναι δυνατόν βρε Λεωνίδα, είπε ο Άρης να πιστεύεις όλα αυτά που είπε η Αθηνά. Σε είχα για πιο προοδευτικό. Εγώ τον κρύσταλλο θα τον πάρω. Είναι προτιμότερο να φέγγει για μένα παρά εδώ μέσα που δεν τον βλέπει κανείς.
-Είναι καλύτερα να μείνει εκεί που είναι, είπε η Αθηνά. Πάμε να φύγουμε. Δεν θα σε αφήσουμε να τον πάρεις. Δεν σε αναγνωρίζω με αυτή την εμμονή σου.
-Ποιος θα με εμποδίσει; Εσείς; φώναξε άγρια ο Άρης και με μια αστραπιαία κίνηση πήδηξε πάνω από το αυλάκι, άρπαξε τον κρύσταλλο από το βωμό και έτρεξε προς το τούνελ.
Η σπηλιά βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Λεωνίδας και η Αθηνά άναψαν τους φακούς τους και κατευθύνθηκαν προς το τούνελ να προλάβουν τον Άρη. Εκείνη τη στιγμή ένας σεισμός ταρακούνησε όλη τη σπηλιά και σίγουρα όλο το νησί. Μερικά κοτρόνια έφραξαν την έξοδο προς το τούνελ εγκλωβίζοντας τα παιδιά μέσα στη σπηλιά. Ο φόβος τα κυρίευσε.

 

-Γρήγορα Λεωνίδα να απομακρύνουμε τις πέτρες, ο Άρης μπορεί να έχει εγκλωβιστεί στο τούνελ, να είναι κτυπημένος και να χρειάζεται την βοήθειά μας. Απομάκρυναν γρήγορα τις πέτρες και με τα χέρια καταματωμένα σύρθηκαν στο τούνελ, το οποίο ευτυχώς ήταν ακέραιο. Μετά έτρεξαν γρήγορα μέσα στην πρώτη σπηλιά μέχρι να βγουν στο φως της ημέρας.

Κοίταξαν γύρω τους ο Άρης δεν φαινόταν πουθενά. Μερικά κοτρόνια κατρακυλούσαν ακόμη, εξαιτίας του σεισμού. Ο ουρανός είχε αρχίσει να βαραίνει, σύννεφα μολυβένια είχαν κάνει την εμφάνισή τους και ένας παράξενος αέρας τους έκανε να ανατριχιάσουν.

Άρχισαν να κατεβαίνουν με προσοχή το βουνό αμίλητοι. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε κάνει ο φίλος τους. Όταν έφτασαν στη χώρα του νησιού βρήκαν τους κατοίκους ανάστατους  έξω  από τα σπίτια τους φοβούμενοι μήπως κάνει μεγαλύτερο σεισμό. Πριν πάνε στα δικά τους σπίτια πέρασαν από το σπίτι του Άρη να τον βρουν, αλλά οι γονείς του τους είπαν πως δεν ήξεραν που είναι. Στο κινητό δεν απαντούσε. Τον αναζήτησαν και την επόμενη μέρα και οι γονείς του τους είπαν πως είχε πάρει το πρωινό καράβι για Πειραιά.

Από κείνη την ημέρα και μέχρι τα παιδιά να φύγουν από το νησί για τις σπουδές τους, περίεργα πράγματα συνέβησαν στο νησί. Οι κάτοικοι που οι περισσότεροι ζούσαν από την αλιεία και την κτηνοτροφία παραπονιόντουσαν πως είχαν μέρες να πιάσουν ψάρι στα δίχτυα τους και πως πολλά από τα ζωντανά τους είχαν αρρωστήσει.


ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

“Σε λίγο το καράβι μπαίνει στο λιμάνι. Παρακαλούνται οι κύριοι, κύριοι επιβάτες να ετοιμαστούν για αποβίβαση”. Η φωνή από τα μεγάφωνα επανάφερε τον Λεωνίδα στην πραγματικότητα. Κατευθύνθηκε προς τα γκαράζ του πλοίου και σε λίγο με το αυτοκίνητό του πατούσε στο νησί. Στην αποβάθρα ανάμεσα στο πλήθος ξεχώρισε την Αθηνά. Παρκάρισε και έτρεξε κοντά της. Έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, είχαν καιρό να ιδωθούν. 
Κατευθύνθηκαν προς ένα καφενεδάκι και διάλεξαν μια ήσυχη γωνιά να καθίσουν να πουν τα νέα τους. Η ρουτίνα της δουλειάς, τους είχε απομακρύνει. Συναντιόντουσαν αραιά και που στην Αθήνα και διαρκώς αναμασούσαν τα γεγονότα που είχαν συμβεί πριν εννέα χρόνια, αλλά και τα δεινά που είχαν βρει το νησί που επέφεραν το μαρασμό του. Εκεί που το νησί τους ήταν ένας από τους καλύτερους ψαρότοπους στο Αιγαίο, τώρα δεν υπήρχε ούτε λέπι και οι ψαράδες αναγκάζονταν να ταξιδεύουν πολλά μίλια μακριά για να ψαρεύουν. Σιγά σιγά ο ένας μετά τον άλλο εγκατέλειπαν το νησί. Ανάμεσά τους και οι γονείς του Λεωνίδα που ήταν ψαράδες και που τώρα έμεναν στην Αθήνα κάνοντας άλλη δουλειά. Οι γονείς της Αθηνάς ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, έτσι έμειναν στο νησί που τώρα είχε σχεδόν ερημώσει.

Αφού είπαν τα νέα τους χώρισαν και έδωσαν ραντεβού για την άλλη μέρα στο ξενοδοχείο που έμενε ο Λεωνίδας. Όταν συναντήθηκαν την επομένη πήγαν σ' ένα γραφικό ταβερνάκι και παρήγγειλαν ουζάκια.

-Ώστε νομίζεις πως αύριο θα είναι εδώ; ρώτησε ο Λεωνίδας.

-Αν είναι σωστοί οι υπολογισμοί μου, ο κρύσταλλος πρέπει να έχει αρχίσει να χάνει σιγά σιγά την λάμψη του και μόνο αν τοποθετηθεί και πάλι στον βωμό θα φορτιστεί. Αν δεν έρθει θα χάσει όλα αυτά που απέκτησε ευνοούμενος από τη δύναμη του κρυστάλλου. Όλα αυτά τα χρόνια έψαξα πολύ. Ξημεροβραδιαζόμουνα μέσα σε βιβλιοθήκες και διάβασα πολλά αρχαία κείμενα που με οδήγησαν σ’ αυτά τα συμπεράσματα. Μου έγινε σαφές από όλα αυτά που διάβασα ότι σε εννέα χρόνια, εννέα μήνες, εννέα ημέρες και εννέα ώρες από τη στιγμή που ο κρύσταλλος αποκολλήθηκε από το βωμό, θα χάσει την δύναμή του και θα σβήσει αν δεν επανατοποθετηθεί πάνω στο βωμό.
Όπως σου έχω πει ο αριθμός εννέα έχει συμβολική σημασία. Οι Πυθαγόρειοι τον θεωρούσαν ιερό αριθμό. Ο αριθμός αυτός θεωρήθηκε συμβολική μορφή της ύλης που παραμένει αιώνια και που αλλάζει ελάχιστα. Το εννέα είναι το μέγιστο επίπεδο της αλλαγής. Είναι ανάμεσα στο οκτώ, το οκτώ θεωρείται ότι είναι ο άνθρωπος και στο δέκα που είναι ο θεός. Άρα το εννέα είναι το μέγιστο επίπεδο αλλαγής του ανθρώπου προς την θέωση. Και ερχόμαστε τώρα και στην θεά Εστία που το σύμβολό της είναι ο κύκλος. Οι μοίρες  του  κύκλου καταλήγουν στον αριθμό εννέα. Παραδείγματος χάρη ολόκληρος ο κύκλος είναι 360 μοίρες, αν προσθέσεις τα ψηφία μας κάνουν εννέα δηλ. 360=3+6+0=9 ή 180=1+8+0=9 ή 45 μοίρες 4+5=9, 90 μοίρες το ίδιο. Τώρα έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου, τώρα που συμπληρώθηκαν εννέα χρόνια.

-Ναι αλλά ο Άρης δεν τα ξέρει όλα αυτά. Μπορεί και να μην έρθει.

Εκείνη την ώρα κτύπησε το τηλέφωνο της Αθηνάς, αφού άκουσε για λίγο είπε “ευχαριστώ” και έκλεισε το τηλέφωνο. 

 

-Και όμως ήρθε! Με ελικόπτερο παρακαλώ, αυτό μου είπαν πριν από λίγο. Μία φίλη μου που δουλεύει στο ελικοδρόμιο του νησιού με ειδοποίησε, αφού της είχα επιστήσει την προσοχή να προσέχει για το συγκεκριμένο άτομο. Όταν οι γονείς του μας είπαν πως μετανάστευσε στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές του εκεί, ζήτησα την διεύθυνσή του, αλλά φυσικά είχαν εντολή να μην μου την δώσουν. Αφού έκανα όλη αυτή την έρευνα που σου είπα προηγουμένως και μου πήρε τρία τέσσερα χρόνια, ώσπου να καταλάβω και εγώ την δύναμη του κρυστάλλου και τα σύμβολα που τον συνόδευαν, θέλησα να ενημερώσω τον Άρη για όλα αυτά, μήπως και συνετιζόταν και έφερνε τον κρύσταλλο πίσω και έσωζε το νησί από τον μαρασμό. Πήγα να βρω εκ νέου τους γονείς του. Δεν τους βρήκα στην παλιά τους διεύθυνση, είχαν μετακομίσει κάπου στην Εκάλη σε μία βίλα. Όταν τους εντόπισα μου είπαν πως ο Άρης όλα αυτά τα χρόνια είχε γίνει μεγάλος και τρανός και δεν ήθελε καμία επαφή με μας. Τους γονείς του μόνο είχε βοηθήσει οικονομικά, πράγμα που φαινόταν, νεοπλουτισμός στο φουλ. Ζήτησα τη διεύθυνσή του πάλι, φυσικά δεν μου την έδωσαν αλλά αυτή τη φορά ήμουν προετοιμασμένη. Είχα γράψει ένα γράμμα και τους παρακάλεσα να του το στείλουν. Του έγραφα όλα αυτά που σου είπα.

Έμειναν λίγο ακόμη στο ταβερνάκι και ύστερα χώρισαν για να ετοιμαστούν, δίνοντας ραντεβού για την επομένη που ήταν η μεγάλη μέρα.

Την άλλη μέρα ξεκίνησαν αχάραγα. Ήθελαν να φτάσουν στην κορυφή του βουνού πριν από τον Άρη. Όταν βρέθηκαν επάνω ένιωσαν μια ταραχή, δεν ήξεραν τι μπορεί να συμβεί. Μπήκαν στην πρώτη σπηλιά και άναψαν τους φακούς. Οι νυχτερίδες κατάφεραν να τους τρομάξουν για ακόμα μία φορά. Σύρθηκαν με κόπο στο τούνελ, δεν ήταν πλέον οι αθλητικοί τύποι που ήταν παλιά και έφτασαν στην στρογγυλή σπηλιά. Μπήκαν μέσα και στάθηκαν μπροστά στο άγαλμα της θεάς. Η Αθηνά άρχισε να απαγγέλει ένα ύμνο στα αρχαία ελληνικά:

“Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου

Θύγατερ βασίλεια,

Η μέσον οίκον έχεις πυρός

Αενάοιο, μεγίστου

Τούσδε συ εν τελεταίς

Οσίους μύστας αναδείξαις

Θεισ' αειθαλέας, πολυόλβους

Εύφρονας, αγνούς

Οίκε θεών μακάρων, θνητών

Στήριγμα κραταιόν, αιδίη, πολύμορφε,

Ποθεινοτάτη, χλοόμορφε,

μειδιόωσα, μάκαιρα

Ταδ' ιερά δέξο προθύμως

Όλβον επιπνείουσα και

Ηπιόχειρον υγείαν”

-Είναι ο Ορφικός ύμνος προς την θεά εξήγησε στον Λεωνίδα. Μετά κάθισαν κάτω στηρίζοντας την πλάτη τους στο τοίχωμα της σπηλιάς και έσβησαν τους φακούς. Τότε είδαν μια αχτίδα φωτός που έμπαινε από μία οπή στην κορυφή της σπηλιάς και κατέληγε πάνω στο βωμό, εκεί που άλλοτε ήταν τοποθετημένος ο κρύσταλλος.

-Τώρα εξηγείται από που φορτίζεται ο κρύσταλλος, από τον φωτοδότη Ήλιο και από την ενέργεια τούτης της σπηλιάς. Όπως σου είχα πει και παλιότερα, η κάθε πόλη είχε τον δικό της βωμό που έκαιγε η φλόγα της θεάς, το λεγόμενο “άσβεστο πυρ” και για το οποίο ήταν υπεύθυνες οι Εστιάδες. Τόσο σημαντικό το θεωρούσαν που κατά τον αποικισμό έπαιρναν το "άσβεστο πυρ" από τη μητρόπολη για να το μεταφέρουν στην αποικία, την καινούργια πατρίδα. Αν για τον άλφα-βήτα λόγο έσβηνε το πυρ, η πόλις έστελνε αντιπροσωπία στον ιερό χώρο των Δελφών και έπαιρναν εκ νέου από τον ναό του Απόλλωνα, τον θεό του φωτός το “άσβεστο πυρ” το οποίο άναβε από τον ήλιο.

Έμειναν για λίγο αμίλητοι, ώσπου άκουσαν θόρυβο από τη μεριά του τούνελ.

-Έρχεται, είπαν και οι δυο σιγανά.

Ο Άρης μπήκε και αφού έβγαλε τον κρύσταλλο από το σακίδιό του τον τοποθέτησε πάνω στον βωμό. Ο κρύσταλλος είχε ένα αχνό φως, λίγο ακόμη και θα έχανε τελείως τη λάμψη του. Μετά ο Άρης έστρεψε τον φακό ένα γύρω στη σπηλιά και τότε τους είδε.

-Τι κάνετε εσείς εδώ;

-Σε περιμέναμε Άρη και αυτή τη φορά είμαστε αποφασισμένοι να μην σε αφήσουμε να πάρεις τον κρύσταλλο πάλι.

-Χαχα! σάρκασε, σιγά μη σας φοβηθώ. Εσείς μείνετε στη μίζερη ζωή σας και μην ασχολείστε με το τι κάνω εγώ. Ή μήπως θέλετε να καρπωθείτε εσείς την δύναμη του κρυστάλλου αυτή τη φορά;

-Διέπραξες ύβρη Άρη και όπως σου είπα και στο γράμμα μου η απομάκρυνση του κρυστάλλου από το νησί έφερε πολλά δεινά. Το νησί κοντεύει να ερημώσει. Αν τουλάχιστον αυτή τη δύναμη που απέκτησες την μεταχειριζόσουν για το καλό του συνόλου, ίσως και να σε συγχωρούσα. Εσύ όμως έγινες αλαζόνας, κακός και δεν νοιάζεσαι παρά μόνο για τον εαυτό σου.

-Καρφάκι δεν μου καίγεται για τους άλλους, είπε ο Άρης κυνικά.

Εν τω μεταξύ ο κρύσταλλος είχε αρχίσει να φωτίζει την σπηλιά ολοένα και πιο πολύ. Βέβαια ήθελε εννέα ώρες για να φορτίσει πλήρως. Όλη αυτή την ώρα ο Λεωνίδας και η Αθηνά προσπαθούσαν να πείσουν με λόγια τον Άρη να συνετιστεί.

-Δεν έχεις σκεφτεί ότι μετά την ύβρη που διέπραξες μπορεί να έρθει η τιμωρία; τον ρώτησε ο Λεωνίδας.

-Όσο έχω τον κρύσταλλο στην κατοχή μου δεν φοβάμαι τίποτα.

Ο κρύσταλλος είχε πλέον φορτιστεί πλήρως και ο Άρης άπλωσε το χέρι να τον πάρει.

-Μη! του φώναξε η Αθηνά, μη τον αγγίζεις.

Ο Λεωνίδας με δυο δρασκελιές τον έφτασε και τον έσπρωξε μακριά από το βωμό.

-Άρη, αυτή τη φορά ο κρύσταλλος θα μείνει εδώ. Πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ.

-Ποτέ, φώναξε άγρια ο Άρης και επιτέθηκε με γροθιές στον Λεωνίδα. Η συμπλοκή ανάμεσα στους δύο άντρες ήταν σφοδρή, η Αθηνά που τους παρακολουθούσε, τους φώναζε να σταματήσουν, εν ονόματι της παλιάς φιλίας τους. Ο Λεωνίδας τότε χαλάρωσε το κεφαλοκλείδωμα που είχε κάνει στον Άρη και εκείνος βρήκε ευκαιρία και με μια κλωτσιά τον απομάκρυνε από πάνω του, μετά έτρεξε προς τον βωμό και έπιασε τον κρύσταλλο.

Εκείνο που εκτυλίχτηκε μετά δεν το χωράει ο νους. Με το που έπιασε ο Άρης τον κρύσταλλο το χέρι του πήρε φωτιά. Ο Λεωνίδας και η Αθηνά του είπαν να αφήσει τον κρύσταλλο και έτρεξαν να τον βοηθήσουν να απομακρυνθεί από το βωμό. Εκείνος δεν τον άφηνε παρόλο που το χέρι του καιγόταν. Η Αθηνά σε υστερική πλέον κατάσταση του φώναζε να αφήσει τον κρύσταλλο. Προσπάθησαν να τον αρπάξουν από τα ρούχα, αλλά εκείνος με το ελεύθερο χέρι του τους έσπρωχνε μακριά. Σε λίγο ο Άρης λαμπάδιασε ολόκληρος. Έπεσε στα γόνατα μπροστά στα πόδια της θεάς, ενώ εξακολουθούσε να κρατά σφιχτά τον κρύσταλλο.

Τότε ένα φύσημα δυνατού αέρα απώθησε την Αθηνά και τον Λεωνίδα προς τα πίσω και ένα βάραθρο εμφανίστηκε λίγα εκατοστά μακριά τους. Μέσα στο βάραθρο σε κλάσματα δευτερολέπτου καταποντίστηκε το άγαλμα, ο βωμός και ο φλεγόμενος Άρης κρατώντας τον κρύσταλλο ακόμα στο καρβουνιασμένο χέρι του. Μετά το βάραθρο όπως είχε ανοίξει έκλεισε και τίποτα δεν θύμιζε ότι κάποτε εκεί ήταν το άγαλμα της θεάς Εστίας και ο βωμός με τον κρύσταλλο.

Η Αθηνά λιποθύμησε και ο Λεωνίδας έτρεξε κοντά της, τρέμοντας και κείνος από το σοκ και προσπάθησε να την συνεφέρει. Όταν τα κατάφερε  έμειναν κάμποση ώρα αμίλητοι μέσα στη σπηλιά μέχρι να συνέλθουν. Μετά μπήκαν στο τούνελ και διασχίζοντας την πρώτη σπηλιά βγήκαν στο φως.

Εκείνη την ώρα ο ήλιος έκανε βουτιά στα νερά του Αιγαίου και είχε βάψει τον ουρανό με ένα χρώμα που θύμιζε λικέρ τριαντάφυλλο. Ο Λεωνίδας αγκάλιασε την Αθηνά και μαζί κοίταξαν αυτό το μεγαλείο του ζωοδότη Ήλιου.

-Υπήρξε ύβρις και ήρθε η τίσις, είπε η Αθηνά Τώρα μάλλον θα επανέλθει και η ισορροπία στο νησί.



Το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας, διανθισμένο με ψήγματα μυθολογίας  αλιευμένα από το διαδίκτυο, όπως ο Ορφικός Ύμνος προς την θεά Εστία. Επίσης οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.


Είναι γραμμένο δε για το δρώμενο Μια ιδέα- μια έμπνευση #3 που διοργανώνει ο καλός μας φίλος ο Γιάννης στο Ηδύποτον βασισμένο σε δική του κεντρική ιδέα που είναι η εξής:


Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου