Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΖΗΤΗΜΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

  


   Ο Αλέξης καθισμένος στο γραφείο του, μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή κοιτούσε τα mail που του είχε στείλει πριν από λίγο ο συνέταιρός του, ο Λεωνίδας. Με τον Λεωνίδα ήταν φίλοι, αδέρφια πες, από μικρά παιδιά μεγαλωμένοι στην ίδια γειτονιά, μαζί στο δημοτικό, στο γυμνάσιο, στο λύκειο ακόμη και στην ίδια σχολή στο πανεπιστήμιο. Αμέσως μόλις τελείωσαν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο και ξεμπέρδεψαν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, πέντε χρόνια τώρα, είχαν δημιουργήσει μια εταιρία "εισαγωγών-εξαγωγών" και οι δουλειές τους πήγαιναν πάρα πολύ καλά.
Ο Λεωνίδας βρισκόταν εδώ και μία εβδομάδα στη διεθνή έκθεση Sial Paris, στο Παρίσι φυσικά, προκειμένου να ενημερωθεί για τα καινούργια προϊόντα στο χώρο των τροφίμων, αλλά και να προωθήσει τα αντίστοιχα ελληνικά. Τις προηγούμενες ημέρες είχε κάνει την έρευνά του και είχε κάνει μια επιλογή καινοτόμων προϊόντων που σίγουρα θα μπορούσαν να προωθήσουν στην ελληνική αγορά και αυτά ήταν που μελετούσε τώρα ο Αλέξης προκειμένου να καταλήξουν και να κάνουν τις παραγγελίες τους.  
Την προσοχή του απέσπασε για λίγο η Μάρθα, η καινούργια γραμματέας, δίνοντάς του την αλληλογραφία του. Άφησε κατά μέρος την απάντηση στα mail για αργότερα προκειμένου να ρίξει άλλη μια ματιά στη λίστα των προϊόντων και κοίταξε τους τρεις φακέλους που του άφησε η Μάρθα. Ανάμεσά τους ήταν και ένας κίτρινος φάκελος χωρίς αποστολέα.
Ανοίγοντας τον κίτρινο φάκελο ο Αλέξης ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί το περιεχόμενο του. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία που μόλις την είδε την πέταξε στο πάτωμα λες και ακούμπησε ένα πυρακτωμένο σίδερο. Του κόπηκε η ανάσα, με δυσκολία μπορούσε να αναπνεύσει. Όλοι οι θόρυβοι γύρω του σταμάτησαν και μόνο ο ανεπαίσθητος ήχος του ρολογιού στον τοίχο ακουγόταν και τον ένιωθε σαν να του σφυροκοπούσε το κεφάλι καθώς μετρούσε τα δευτερόλεπτα. Οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπό του, σημάδι πως ο πανικός άρχισε να τον κυριεύει. Οι σφυγμοί του ανέβηκαν επικίνδυνα. Ξέσφιξε λίγο την γραβάτα του και πήρε βαθιές ανάσες. Όταν συνήλθε κάπως σήκωσε τη φωτογραφία από το πάτωμα και κοίταξε πάλι το ζευγάρι που έδειχνε. Στη φωτογραφία ήταν η Άννα, η δική του Άννα, αγκαλιά με τον καλύτερό του φίλο και συνέταιρό του τον Λεωνίδα με φόντο τον Σηκουάνα.
Η Άννα υποτίθεται πως βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να παραστεί σε κάποιο δικαστήριο για λογαριασμό του γραφείου που εργαζόταν ως δικηγόρος. Τώρα βέβαια αποκαλύφτηκε ότι ήταν μαζί με τον Λεωνίδα στο Παρίσι.
Με την Άννα ο Αλέξης είχε γνωριστεί σε μια διαδήλωση στο πανεπιστήμιο όταν ήταν φοιτητές. Αυτός στο τρίτο έτος της νομικής και κείνη στο πρώτο. Το κορίτσι με το ξεχωριστό χαμόγελο και τα υπέροχα μάτια του έκλεψε από την πρώτη στιγμή την καρδιά. ήταν αυτό που λένε έρωτας με την πρώτη ματιά και ήταν αμοιβαίος. Τους ένωσαν οι ίδιες ιδέες, τα κοινά ενδιαφέροντα και από τότε έγιναν αχώριστοι. Στους τέσσερις μήνες μετά την γνωριμία τους συγκατοίκησαν και πριν από τρία χρόνια όταν και οι δύο είχαν τακτοποιηθεί επαγγελματικά, δέθηκαν με τα δεσμά του γάμου με κουμπάρο τον Λεωνίδα.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή πολιόρκησαν και οι δύο την Άννα, μα σαν είδε ο Λεωνίδας πως η Άννα προτίμησε τον Αλέξη και πόσο ερωτευμένος ήταν ο φίλος του μαζί της, υποχώρησε και ποτέ δεν έδειξε πως είχε βλέψεις σε κάποια μελλοντική σχέση μαζί της. Απεναντίας είχε καταλάβει πως τελικά δεν ήταν ο τύπος του και την έβαλε στην καρδιά του σαν την αδελφή που δεν είχε.
Ο Αλέξης τώρα κοιτούσε τη φωτογραφία και δεν πίστευε τα μάτια του. Αυτοί οι δυο το γλεντούσαν λοιπόν πίσω από την πλάτη του. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ο ήχος του τηλεφώνου. Ήταν η Άννα. Το άφησε να κτυπά, δεν ήταν σε θέση να της μιλήσει. Μετά από λίγο ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος στο κινητό του που του έδειξε πως είχε μήνυμα. Το διάβασε.
"Αγάπη μου, δεν τελείωσα την δουλειά μου εδώ σήμερα, έτσι θα παραμείνω άλλη μια μέρα μπορεί και δύο ακόμα στη Θεσσαλονίκη, θα σε πάρω αργότερα. Φιλάκια!"
"Του Ιούδα τα φιλιά" συμπλήρωσε φωναχτά ο Αλέξης. "Αποκαλύφτηκες κυρία Άννα, τώρα ξέρω πως δεν είσαι στη Θεσσαλονίκη, αλλά στο Παρίσι με το Λεωνίδα" και αρπάζοντας ένα κρυστάλλινο τασάκι πάνω από το γραφείο του το εκσφενδόνισε με δύναμη στον απέναντι τοίχο.
Στην πόρτα έκανε την εμφάνισή της η γραμματέας του, η Μάρθα. Την Μάρθα του την σύστησε η Άννα. Την ήξερε από παλιά, ήταν συμφοιτήτριες, δεν έκαναν βέβαια πολύ παρέα τότε, γιατί την θεωρούσε λίγο επιπόλαιη, απόδειξη ότι τελικά δεν πήρε πτυχίο γιατί προτίμησε να παντρευτεί κάποιον πολύ μεγαλύτερό της, που είχε όμως μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Τώρα ήταν χωρισμένη και σε αναζήτηση δουλειάς, όταν την συνάντησε τυχαία η Άννα. Έτσι σε συνεννόηση με τον Αλέξη της πρότεινε τη θέση της γραμματέως στην εταιρία, αφού η προηγούμενη κοπέλα είχε αποχωρίσει λόγω εγκυμοσύνης.
"Αλέξη τι σου συμβαίνει;" τον ρώτησε κοιτάζοντας σαστισμένη τα γυαλιά γύρω της, όταν δεν ήταν κάποιος πελάτης ή προμηθευτής μπροστά, του μιλούσε στον ενικό και πάντα προσπαθούσε να του δείξει πως ήταν πρόθυμη και για άλλες υπηρεσίες πέραν της γραμματέως.
"Καμάρωσε την φίλη σου" της είπε και της έδειξε τη φωτογραφία.
"Δεν το πιστεύω, η Άννα με τον Λεωνίδα. Μα πως εσείς φαινόσαστε το πιο ευτυχισμένο, το πιο ταιριαστό ζευγάρι στον κόσμο", του είπε και κατευθύνθηκε προς το μπαράκι του γραφείου. Έβαλε ένα ποτό στον Αλέξη και του το πρόσφερε. Εκείνος το κατέβασε μονορούφι και ζήτησε κι άλλο.
"Έτσι νόμιζα και εγώ, όμως τα φαινόμενα απατούν. Οι δύο υποκριτές ποιος ξέρει πόσο καιρό έχουν δεσμό και γελούν πίσω από την πλάτη μου. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι καλοθελητές". Τώρα ήταν εκείνος που σηκώθηκε και έβαλε άλλο ένα ποτό. Ήδη είχε ζαλιστεί καθώς δεν το συνήθιζε να πίνει και μάλιστα τόσο πρωί.
Η Μάρθα πήγε πίσω του και έβαλε τα χέρια της στους ώμους του. "Πάμε να πάρεις λίγο αέρα. Σήμερα δεν είσαι σε θέση ούτε να δουλέψεις, ούτε να σκεφτείς καθαρά".
"Τι να σκεφτώ, η φωτογραφία μιλάει και τα λέει όλα. Τα πιτσουνάκια μου διασκεδάζουν και εγώ έχω βυθιστεί στην κόλαση".
***
Η Μάρθα τώρα οδηγούσε στην παραλιακή. Σταμάτησε σε μια έρημη παραλία και βγήκαν από το αμάξι. Εκεί ο Αλέξης ούρλιαξε, έκλαψε, πέταξε όσες πέτρες μπόρεσε πετροβολώντας τη θάλασσα, λες και κείνη έφταιγε για όλα και κατέληξε να κάνει απελπισμένο έρωτα με την πρόθυμη Μάρθα πάνω στη νοτισμένη άμμο.
Όταν συνήλθαν κάπως μπήκαν πάλι στο αμάξι. Κατέληξαν στο σπίτι της Μάρθας κάνοντας για δεύτερη φορά έρωτα, χωρίς ο Αλέξης να νιώθει τύψεις. Προηγουμένως είχαν περάσει από το σπίτι του και πήραν μια μικρή βαλίτσα με ρούχα. Ο Αλέξης δεν ήθελε με τίποτα να μείνει εκεί που όλα του θύμιζαν την Άννα, τα φιλιά της, τα χάδια της, την αγκαλιά της που τώρα ήξερε πως όλα ήταν ψεύτικα.
Την άλλη μέρα στη δουλειά λειτουργούσε σαν ρομπότ. Τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα έπεφταν βροχή. Από τον Λεωνίδα που μη ξέροντας τι έχει συμβεί, του ζητούσε να του στείλει επειγόντως τη λίστα με τα επιλεγμένα προϊόντα,  προκειμένου να κλείσει τις συμφωνίες εισαγωγής και από την Άννα που ανησυχούσε  για την υγεία του, αφού δεν της απαντούσε στα τηλεφωνήματα και δεν ήξερε το λόγο της σιωπής του. Μην παίρνοντας απάντηση από τον Αλέξη είχαν αρχίσει να κάνουν τηλεφωνήματα στη Μάρθα, η οποία τους έλεγε διάφορα  για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του.

***

Την άλλη μέρα η Άννα μπήκε στο γραφείο του Αλέξη την ώρα που η Μάρθα τον είχε αγκαλιάσει και ήταν έτοιμη να του δώσει ένα φιλί. Αντικρίζοντας τους μαρμάρωσε. Δεν πίστευε στα μάτια της, ο Αλέξης στην αγκαλιά της Μάρθας. Προσπάθησε να μιλήσει όμως η φωνή της δεν έβγαινε. Δεν την κρατούσαν τα πόδια της και σωριάστηκε στην πολυθρόνα που βρήκε μπροστά της.
"Αλέξη μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις τι σημαίνουν όλα αυτά; τον ρώτησε όταν ανέκτησε λίγο την αυτοκυριαρχία της. Είναι η πρώτη φορά που έλειψα για μια βδομάδα από κοντά σου και εσύ έπεσες με τόση ευκολία στην αγκαλιά μιας άλλης;" Έπειτα στράφηκε προς την Μάρθα. "Και εσύ έτσι ξεπληρώνεις το καλό που σου έκανα να βρεις δουλειά; Πήγαινε έξω, θέλω να μιλήσω με τον άντρα μου", της είπε οργισμένη.
"Ε όχι ρε Άννα να μου βγεις και από πάνω τώρα. Όταν εσύ έβγαζες τα μάτια σου στο Παρίσι με τον άλλο ήταν καλά; φώναξε έξω φρενών ο Αλέξης. Μία σου και μία μου. Δεν είσαι σε θέση να με κρίνεις όταν εσύ πρώτη μου φόρεσες το κέρατο".
Η Άννα τινάχτηκε όρθια. "Ποιο Παρίσι, ποιο κέρατο, τι είναι αυτά που λες; Για ποιο πράγμα με κατηγορείς;"
"Κάνε μας και την ανήξερη τώρα. Μου άνοιξαν τα μάτια κυρία Άννα. Να, δες και εσύ τα κατορθώματά σου" της φώναξε και της πέταξε τη φωτογραφία στο πρόσωπο με οργή. "Πόσο καιρό γελούσατε πίσω από την πλάτη μου;"
Η Άννα κοίταξε τη φωτογραφία και έμεινε άφωνη. Πως είναι δυνατόν. Αυτή και ο Λεωνίδας αγκαλιά με φόντο τον Σηκουάνα. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Για δεύτερη φορά σωριάστηκε στην πολυθρόνα. Ο Αλέξης βηματίζοντας πάνω κάτω συνέχιζε να την βρίζει και να την στολίζει με κάθε χυδαία έκφραση και όσο δεν έπαιρνε κάποια εξήγηση από την Άννα τόσο ο θυμός του φούντωνε.
Η Άννα κοιτούσε και ξανακοιτούσε τη φωτογραφία και κάτι της φαινόταν γνώριμο σ' όλο αυτό, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Είχε σταματήσει να ακούει τον Αλέξη πλέον και κοιτάζοντας επίμονα τη φωτογραφία θυμήθηκε μια ευτυχισμένη στιγμή μαζί του. Αυτή και ο Αλέξης πριν από δυο χρόνια αγκαλιά με φόντο τον Σηκουάνα σε μια φωτογραφία που είχε αποθηκεύσει στο κινητό της. Θυμήθηκε μάλιστα τη γαλλιδούλα που προθυμοποιήθηκε να τους την τραβήξει. Έψαξε και την βρήκε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, δάκρυα για μια ευτυχία που έχανε.
"Είναι αργά για δάκρυα και μετάνοιες τώρα πια. Φύγε από μπροστά μου, δεν θέλω να σε ξαναδώ", συνέχισε οργισμένος ο Αλέξης.
"Και δεν θα με ξαναδείς Αλέξη, όμως πριν φύγω κοίταξε εδώ. Του έδειξε την φωτογραφία τους, αυτή που απεικόνιζε την ευτυχία τους πριν από δύο χρόνια, στην προωθώ. Σύγκρινε τις δύο φωτογραφίες και θα καταλάβεις. Πως μπόρεσες να αμφισβητήσεις την αγάπη μου. Πως μπόρεσες να διαγράψεις με μια μονοκονδυλιά όλα αυτά που έχουμε ζήσει. Εγώ και ο φίλος σου είμαστε καθαροί, όμως εσύ δεν είσαι. Έπεσες στην αγκαλιά της Μάρθας και δεν πρόκειται να σε συγχωρήσω ποτέ γι' αυτό. Θα μείνω για λίγες ημέρες στο σπίτι, μέχρι να βρω κάπου αλλού να μείνω. Σε παρακαλώ να σεβαστείς την επιθυμία μου και να μην έρθεις, αφού φύγω κάνε ό,τι θέλεις". Και έφυγε!
Ο Αλέξης στην αρχή δεν κατάλαβε τι ακριβώς του έδειξε η Άννα και τι εννοούσε όταν του είπε να συγκρίνει τις δυο φωτογραφίες. Ή Μάρθα όταν είδε πως έφυγε η Άννα μπήκε στο γραφείο του Αλέξη και τον αγκάλιασε.
"Άφησέ με για λίγο μόνο σε παρακαλώ", της είπε.
Όταν έμεινε μόνος κοίταξε τις δύο φωτογραφίες και σιγά σιγά κατάλαβε. Η φωτογραφία με την Άννα στην αγκαλιά του Λεωνίδα ήταν προϊόν φωτομοντάζ. Η αυθεντική φωτογραφία ήταν αυτή που του είχε προωθήσει και έδειχνε τον ίδιο και την Άννα στην ίδια ακριβώς θέση στις όχθες του Σηκουάνα. Θυμήθηκε πόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι ήταν εκείνο το απόγευμα. Μετά είχαν πάρει το καραβάκι και είχαν κάνει μία μίνι κρουαζιέρα στα νερά του Σηκουάνα βλέποντας τα αξιοθέατα κατά μήκος του ποταμού, με τα φώτα της πόλης να ανάβουν σιγά σιγά και εκείνοι να απολαμβάνουν το δείπνο τους λικνιζόμενοι στα νερά του.
Τώρα ήταν η σειρά του να γεμίσουν τα μάτια του δάκρυα που εξελίχτηκαν σε αναφιλητά. Σήκωσε με τρεμάμενο χέρι το κινητό και την κάλεσε. Το τηλέφωνο της ήταν νεκρό. Πήρε και τη ζήτησε στη δουλειά της, όμως του είπαν πως είχε ζητήσει άδεια για τις επόμενες δέκα μέρες. Ήξερε πως η Άννα δεν θα του συγχωρούσε την απιστία του ποτέ.

***
Την άλλη μέρα πήγε στο αεροδρόμιο να περιμένει τον Λεωνίδα. Του τα εξήγησε όλα. Ο Λεωνίδας αν και θύμωσε πολύ που σκέφτηκε ο φίλος του τόσο απαίσια πράγματα για τον ίδιο και την Άννα, τον συγχώρησε και του υποσχέθηκε ότι θα έκανε μια προσπάθεια να πείσει την Άννα να κάνει το ίδιο.
Ο Αλέξης συνέχισε να μένει στο σπίτι της Μάρθας περισσότερο για να μην τρελαθεί μόνος του, όμως δεν την άγγιξε από κείνη την ημέρα του τσακωμού του με την Άννα, όσο και αν αυτή προσπάθησε για το αντίθετο.
Από εκείνη την ημέρα έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να μην σκέφτεται την όλη κατάσταση αν και το μυαλό του διαρκώς βασάνιζε το ερώτημα ποιος ήθελε να του κάνει τόσο κακό, αλλά απάντηση δεν μπορούσε να δώσει.
Ένα βραδάκι που ήταν στο σπίτι, η Μάρθα ετοίμαζε το βραδινό τους και ο Αλέξης πήγε να στείλει κάποια email από τον υπολογιστή της. Τον βρήκε ανοιχτό στα email της. Πριν εισάγει τον δικό του κωδικό η ματιά του έπεσε στη φράση "έπεσε το κάστρο Αλέξης;" Από περιέργεια διάβασε ολόκληρο το μήνυμα.
"Ξαδέρφη δεν μπορείς να πεις έκανα σπουδαία δουλειά στις φωτογραφίες που μου έστειλες. Στο φωτομοντάζ είμαι άπαιχτος! Τι έγινε λοιπόν έπεσε το κάστρο Αλέξης;"
Άνοιξε το προηγούμενο email και είδε το πριν και το μετά της ίδιας φωτογραφίας, καθώς και μία φωτογραφία του Λεωνίδα, αυτή που χρησιμοποίησαν για να ολοκληρωθεί το έγκλημα. Αμέσως πήρε μια κόλλα χαρτί και έγραψε τη λέξη "Απολύεσαι" με μεγάλα γράμματα και την τοποθέτησε πάνω στο πληκτρολόγιο. Μετά πήρε την βαλίτσα του και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.



Αυτό το διήγημα μου συμπεριλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο
"Στιγμές έμπνευσης" των εκδόσεων "Κέφαλος"










Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Ο Φλεγόμενος κρύσταλλος (Μια ιδέα- μια έμπνευση #3)

 





“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος”

Τούτο το μήνυμα είχε έρθει στο κινητό του Λεωνίδα πριν από μία εβδομάδα. Μόλις το διάβασε μια ταραχή τον κατέκλεισε γιατί ήξερε σε τι αναφερόταν και ποιος του το έστελνε.

Αμέσως είχε πληκτρολoγήσει στο κινητό του το νούμερο της Αθηνάς.

-Τι κάνεις κορίτσι μου; Καιρό έχουμε να τα πούμε.

-Στην υγεία μου καλά είμαι, αλλά όπως καταλαβαίνεις κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Ο καιρός έφτασε. Εγώ πήρα την άδειά μου και βρίσκομαι ήδη στο νησί. Ήρθα νωρίτερα για να δω και τους δικούς μου που μου λείπουν τόσο πολύ και να βάλω και λίγο τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Εσύ πότε θα έρθεις; Λεωνίδα σε χρειάζομαι. Μόνη μου δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

-Είσαι σίγουρη πως εκείνος θα έρθει;

-Θα έρθει, αν δεν θέλει να χάσει όλα όσα έχει αποκτήσει, είμαι σίγουρη πως θα έρθει. Η απληστία του θα νικήσει τους φόβους του.

-Εντάξει, θα έρθω δυο μέρες πριν τελειώσει ο μήνας.

-Θα σε περιμένω στο λιμάνι και τότε θα τα πούμε από κοντά.

Δύο μέρες πριν τελειώσει ο μήνας ο Λεωνίδας κρατώντας τον λόγο του ταξίδευε προς το νησί. Ανεβασμένος τώρα στο κατάστρωμα του πλοίου, άραξε σ’ ένα παγκάκι και άναψε τσιγάρο. Προσπαθούσε να αδειάσει τις σκέψεις του στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, αλλά του ήταν αδύνατον. Ο νους του έτρεχε διαρκώς στα συνταρακτικά γεγονότα που είχαν γίνει εννέα χρόνια πριν και έτρεμε στην ιδέα τι θα μπορούσε να συμβεί τώρα.


ΕΝΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

Ο Λεωνίδας, η Αθηνά και ο Άρης ήταν τρεις φίλοι αχώριστοι από μικρή ηλικία, οι δύο πρώτοι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο ίδιο νησί και ο Άρης ήταν ο παιδικός τους φίλος που ερχόταν στο νησί, τον τόπο καταγωγής του πατέρα του, τα καλοκαίρια. Από μικρά μαζί στις σκανδαλιές, στο κολύμπι, στις εξερευνήσεις παντού.

Εκείνο το καλοκαίρι πριν εννέα χρόνια ήταν και το τελευταίο που βρέθηκαν στο νησί και οι τρεις μαζί. Ήταν πλέον δευτεροετείς φοιτητές. Ο Λεωνίδας και ο Άρης φοιτητές στην ίδια σχολή στο Πολυτεχνείο και η Αθηνά στην Πάντειο. Πλέον είχαν σοβαρέψει. Για σκανδαλιές ούτε λόγος. Τώρα πήγαιναν μόνο για κολύμπι και εξερευνήσεις. Κάθε μέρα εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα στα σακίδιά τους ξεκινούσαν. Πολλές φορές διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο με θέα τα αστέρια.

Εκείνη την ημέρα αποφάσισαν να ανέβουν στο βουνό. Ήταν αρχές Σεπτέμβρη και σε λίγες ημέρες θα έφευγαν από το νησί. Το διάβασμα για άλλη μία χρονιά τους περίμενε. Ξεκίνησαν με καλό καιρό, το μικρό καλοκαιράκι τους έστελνε ένα απαλό αεράκι, ότι πεις για ανάβαση. Το βουνό, 1800m περίπου ύψος, μέχρι ενός ορισμένου σημείου είχε αραιή βλάστηση, αλλά πέραν αυτού μέχρι την κορυφή είχε μόνο κοτρόνια.  Εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα παπούτσια όμως τα πήγαιναν μια χαρά. Στο τελευταίο δέντρο της διαδρομής σταμάτησαν λίγο να ξεκουραστούν και κατόπιν ξεκίνησαν ακάθεκτοι. Το δροσερό αεράκι ήταν σύμμαχός τους στην ανάβαση.

Μπροστά πήγαινε ο Άρης, στη μέση είχαν την Αθηνά και πίσω ο Λεωνίδας. Λίγο πριν φτάσουν στην κορυφή σταμάτησαν να απολαύσουν τη θέα που ομολογουμένως σου έκοβε την ανάσα. Κάτω τους η χώρα του νησιού και το λιμάνι θύμιζε θαλασσογραφία του Κωνσταντίνου Βολανάκη και πέρα σαν στεφάνι γύρω του τα κοντινά νησιά λικνίζονταν στο απέραντο γαλάζιο.

Τώρα προχωρούσαν λίγο οριζόντια για να βρουν μια καλύτερη πρόσβαση προς την κορυφή που απείχε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πάνω. Προχωρώντας λίγο πιο πέρα βρέθηκαν μπροστά από μία σπηλιά. Κάτω έχασκε ένας απότομος γκρεμός. Μπήκαν στη σπηλιά που αποδείχτηκε πως ήταν πολύ μεγάλη  και όσο προχωρούσαν προς τα μέσα τους υποδέχτηκε βαθύ σκοτάδι. Έδειχνε να μην έχει πατήσει άνθρωπος εδώ για αιώνες, άλλωστε τι να κάνουν εδώ πάνω που ούτε κατσίκια δεν ανέβαιναν αφού δεν είχε τίποτα να φάνε. Τα παιδιά δεν είχαν ακούσει ποτέ τους γονείς τους ή τους άλλους κατοίκους του νησιού να αναφέρουν τη σπηλιά. Άναψαν τους φακούς τους, απαραίτητο αξεσουάρ στα σακίδιά τους σε κάθε εξόρμηση και κοίταξαν γύρω. Ξαφνικά ένα σμήνος νυχτερίδες πέταξαν αλαφιασμένες από το φως τρομάζοντάς τους.

-Εγώ λέω να μην προχωρήσουμε άλλο, τους είπε η Αθηνά.

-Τι έγινε Αθηνούλα, την ειρωνεύτηκε ο Άρης, φοβάσαι; Τι σόι εξερευνητές είμαστε αν δεν φτάσουμε στο τέρμα. Περπάτησαν κάμποσο ακόμη και η σπηλιά έδειχνε πως σταματούσε σε κάποιο σημείο. Ο Άρης προχώρησε λίγο προς τα δεξιά γιατί διέκρινε κάτι σαν τρύπα στα τοιχώματα. Έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να προχωρά προς τα μέσα.

Τα άλλα δύο παιδιά του φώναξαν να γυρίσει πίσω, αλλά δεν πήραν απάντηση παρά μόνο άκουσαν τον αντίλαλο που έκανε η φωνή τους. Του ξαναφώναξαν και τότε άκουσαν την φωνή του να τους καλεί να πάνε κοντά του. Όλο αγωνία, μήπως του συνέβη κάτι έπεσαν στα τέσσερα και μπήκαν σε ένα μικρό τούνελ. Όταν βγήκαν από το τούνελ ένα εκτυφλωτικό φως τους τύλιξε και έκλεισαν τα μάτια τους.

-Πάρε το φακό σου από τα μάτια μας, του φώναξαν, μας τύφλωσες.

-Ανοίξτε σιγά σιγά τα μάτια σας, δεν είναι ο φακός μου που σας τύφλωσε, τους είπε.

Άνοιξαν τα μάτια τους και αυτό που αντίκρυσαν ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Βρίσκονταν σε μία άλλη κυκλική σπηλιά με σμιλεμένες πέτρες στα τοιχώματα. Στο μέσον της σπηλιάς ήταν ένα γυναικείο άγαλμα. Μπροστά του υπήρχε ένας βωμός πάνω στον οποίο ήταν η πηγή του φωτός που τους είχε προς στιγμή τυφλώσει. Ήταν κάτι σαν φλεγόμενος σφαιρικός κρύσταλλος. Αποτελείτο από μικροσκοπικά πρίσματα από τα οποία διαχεόταν το φως σαν πύρινες φλόγες. Το άγαλμα ψηλό έως δύο μέτρα παρίστανε μία θεά σε όρθια θέση σοβαρή που φορούσε πολύπτυχο μακρύ χιτώνα και πέπλο στην κεφαλή. Το αριστερό της χέρι ήταν ανασηκωμένο και έδειχνε τον ουρανό. Κυκλικά από το βωμό και το άγαλμα υπήρχε ένα μικρό αυλάκι γεμάτο νερό, που αντανακλούσε το φως του κρυστάλλου και φαινόταν σαν να φλέγεται.

 


 


-Ουάου! Βρισκόμαστε σε ιερό χώρο της παρθένας θεάς Εστίας, είπε η Αθηνά που είχε πάθος με την Αρχαία Ελλάδα και γνώριζε τα πάντα γύρω από την μυθολογία. Η θεά Εστία λατρευόταν σ' όλη την Αρχαία Ελλάδα και μάλιστα έχω διαβάσει πως ήταν η θεά προστάτιδα του νησιού μας. Ήταν μια από τις πιο σημαντικές θεές, προστάτιδα της οικογενειακής εστίας και όχι μόνο. Θεά της φωτιάς, είναι η ζωντανή φλόγα που καίει ασταμάτητα στο κέντρο του σπιτιού, του ναού και της πόλης. Το σηκωμένο χέρι της δείχνει τον ουρανό, σημειώνοντας από που προέρχεται η ιερή φλόγα. Εκφράζει το Ιερό κέντρο του παντός. Γρήγορα οι δικαιοδοσίες της επεκτάθηκαν παντού με την συμπαράσταση του Δία με αποτέλεσμα σταδιακά ως θεά να αντιπροσωπεύει όχι μόνο το κέντρο του σπιτιού, αλλά και της γης και ολόκληρου του σύμπαντος. Σύμβολά της η πυρά, ο πέπλος και ο φλεγόμενος κύκλος που συμβολίζει την συνείδηση του Εαυτού, την πληρότητα, την αιωνιότητα και την ενοποίηση του πολλαπλού. Το πυρ έπρεπε να καίει συνεχώς σε κάθε σπίτι, όπως και σε κάθε πόλη. Ήταν το άσβεστο πυρ. Για την πολιτειακή εστία ήταν υπεύθυνες οι Εστιάδες, ιέρειες της θεάς. Εάν το άσβεστο πυρ έσβηνε σε μία πόλη συμφορές αναμένονταν να την κτυπήσουν.

-Άσε την διάλεξη ρε Αθηνά, είπε ο Άρης. Αλήθεια περιμένατε πως θα βρίσκαμε τέτοιο θησαυρό;

-Ομολογούμε πως όχι, απάντησαν οι άλλοι δύο.

-Και ποιος τον ανακάλυψε; Εγώ! Άρα μου ανήκει. Φεύγοντας από δω σκοπεύω να πάρω μαζί μου τούτον τον κρύσταλλο.

-Δεν έχεις να πάρεις τίποτα, του είπε οργισμένος ο Λεωνίδας που τόση ώρα ήταν εκστασιασμένος από την μαγεία του κρυστάλλου. Αν ισχύουν όσα είπε η Αθηνά, ο κρύσταλλος πρέπει να μείνει εδώ και να συνεχίσει να φέγγει όπως τόσους αιώνες. Εμείς το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι όχι μόνο να αφήσουμε τα πράγματα ως έχουν, αλλά να ορκιστούμε εδώ μπροστά από τη θεά Εστία πως δεν θα αποκαλύψουμε την ανακάλυψή μας σε κανέναν, αλλιώς δεν ξέρουμε τι μπορεί να συμβεί στο νησί. Θα χαθούν οι ισορροπίες.

-Δεν είναι δυνατόν βρε Λεωνίδα, είπε ο Άρης να πιστεύεις όλα αυτά που είπε η Αθηνά. Σε είχα για πιο προοδευτικό. Εγώ τον κρύσταλλο θα τον πάρω. Είναι προτιμότερο να φέγγει για μένα παρά εδώ μέσα που δεν τον βλέπει κανείς.
-Είναι καλύτερα να μείνει εκεί που είναι, είπε η Αθηνά. Πάμε να φύγουμε. Δεν θα σε αφήσουμε να τον πάρεις. Δεν σε αναγνωρίζω με αυτή την εμμονή σου.
-Ποιος θα με εμποδίσει; Εσείς; φώναξε άγρια ο Άρης και με μια αστραπιαία κίνηση πήδηξε πάνω από το αυλάκι, άρπαξε τον κρύσταλλο από το βωμό και έτρεξε προς το τούνελ.
Η σπηλιά βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Λεωνίδας και η Αθηνά άναψαν τους φακούς τους και κατευθύνθηκαν προς το τούνελ να προλάβουν τον Άρη. Εκείνη τη στιγμή ένας σεισμός ταρακούνησε όλη τη σπηλιά και σίγουρα όλο το νησί. Μερικά κοτρόνια έφραξαν την έξοδο προς το τούνελ εγκλωβίζοντας τα παιδιά μέσα στη σπηλιά. Ο φόβος τα κυρίευσε.

 

-Γρήγορα Λεωνίδα να απομακρύνουμε τις πέτρες, ο Άρης μπορεί να έχει εγκλωβιστεί στο τούνελ, να είναι κτυπημένος και να χρειάζεται την βοήθειά μας. Απομάκρυναν γρήγορα τις πέτρες και με τα χέρια καταματωμένα σύρθηκαν στο τούνελ, το οποίο ευτυχώς ήταν ακέραιο. Μετά έτρεξαν γρήγορα μέσα στην πρώτη σπηλιά μέχρι να βγουν στο φως της ημέρας.

Κοίταξαν γύρω τους ο Άρης δεν φαινόταν πουθενά. Μερικά κοτρόνια κατρακυλούσαν ακόμη, εξαιτίας του σεισμού. Ο ουρανός είχε αρχίσει να βαραίνει, σύννεφα μολυβένια είχαν κάνει την εμφάνισή τους και ένας παράξενος αέρας τους έκανε να ανατριχιάσουν.

Άρχισαν να κατεβαίνουν με προσοχή το βουνό αμίλητοι. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε κάνει ο φίλος τους. Όταν έφτασαν στη χώρα του νησιού βρήκαν τους κατοίκους ανάστατους  έξω  από τα σπίτια τους φοβούμενοι μήπως κάνει μεγαλύτερο σεισμό. Πριν πάνε στα δικά τους σπίτια πέρασαν από το σπίτι του Άρη να τον βρουν, αλλά οι γονείς του τους είπαν πως δεν ήξεραν που είναι. Στο κινητό δεν απαντούσε. Τον αναζήτησαν και την επόμενη μέρα και οι γονείς του τους είπαν πως είχε πάρει το πρωινό καράβι για Πειραιά.

Από κείνη την ημέρα και μέχρι τα παιδιά να φύγουν από το νησί για τις σπουδές τους, περίεργα πράγματα συνέβησαν στο νησί. Οι κάτοικοι που οι περισσότεροι ζούσαν από την αλιεία και την κτηνοτροφία παραπονιόντουσαν πως είχαν μέρες να πιάσουν ψάρι στα δίχτυα τους και πως πολλά από τα ζωντανά τους είχαν αρρωστήσει.


ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

“Σε λίγο το καράβι μπαίνει στο λιμάνι. Παρακαλούνται οι κύριοι, κύριοι επιβάτες να ετοιμαστούν για αποβίβαση”. Η φωνή από τα μεγάφωνα επανάφερε τον Λεωνίδα στην πραγματικότητα. Κατευθύνθηκε προς τα γκαράζ του πλοίου και σε λίγο με το αυτοκίνητό του πατούσε στο νησί. Στην αποβάθρα ανάμεσα στο πλήθος ξεχώρισε την Αθηνά. Παρκάρισε και έτρεξε κοντά της. Έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, είχαν καιρό να ιδωθούν. 
Κατευθύνθηκαν προς ένα καφενεδάκι και διάλεξαν μια ήσυχη γωνιά να καθίσουν να πουν τα νέα τους. Η ρουτίνα της δουλειάς, τους είχε απομακρύνει. Συναντιόντουσαν αραιά και που στην Αθήνα και διαρκώς αναμασούσαν τα γεγονότα που είχαν συμβεί πριν εννέα χρόνια, αλλά και τα δεινά που είχαν βρει το νησί που επέφεραν το μαρασμό του. Εκεί που το νησί τους ήταν ένας από τους καλύτερους ψαρότοπους στο Αιγαίο, τώρα δεν υπήρχε ούτε λέπι και οι ψαράδες αναγκάζονταν να ταξιδεύουν πολλά μίλια μακριά για να ψαρεύουν. Σιγά σιγά ο ένας μετά τον άλλο εγκατέλειπαν το νησί. Ανάμεσά τους και οι γονείς του Λεωνίδα που ήταν ψαράδες και που τώρα έμεναν στην Αθήνα κάνοντας άλλη δουλειά. Οι γονείς της Αθηνάς ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, έτσι έμειναν στο νησί που τώρα είχε σχεδόν ερημώσει.

Αφού είπαν τα νέα τους χώρισαν και έδωσαν ραντεβού για την άλλη μέρα στο ξενοδοχείο που έμενε ο Λεωνίδας. Όταν συναντήθηκαν την επομένη πήγαν σ' ένα γραφικό ταβερνάκι και παρήγγειλαν ουζάκια.

-Ώστε νομίζεις πως αύριο θα είναι εδώ; ρώτησε ο Λεωνίδας.

-Αν είναι σωστοί οι υπολογισμοί μου, ο κρύσταλλος πρέπει να έχει αρχίσει να χάνει σιγά σιγά την λάμψη του και μόνο αν τοποθετηθεί και πάλι στον βωμό θα φορτιστεί. Αν δεν έρθει θα χάσει όλα αυτά που απέκτησε ευνοούμενος από τη δύναμη του κρυστάλλου. Όλα αυτά τα χρόνια έψαξα πολύ. Ξημεροβραδιαζόμουνα μέσα σε βιβλιοθήκες και διάβασα πολλά αρχαία κείμενα που με οδήγησαν σ’ αυτά τα συμπεράσματα. Μου έγινε σαφές από όλα αυτά που διάβασα ότι σε εννέα χρόνια, εννέα μήνες, εννέα ημέρες και εννέα ώρες από τη στιγμή που ο κρύσταλλος αποκολλήθηκε από το βωμό, θα χάσει την δύναμή του και θα σβήσει αν δεν επανατοποθετηθεί πάνω στο βωμό.
Όπως σου έχω πει ο αριθμός εννέα έχει συμβολική σημασία. Οι Πυθαγόρειοι τον θεωρούσαν ιερό αριθμό. Ο αριθμός αυτός θεωρήθηκε συμβολική μορφή της ύλης που παραμένει αιώνια και που αλλάζει ελάχιστα. Το εννέα είναι το μέγιστο επίπεδο της αλλαγής. Είναι ανάμεσα στο οκτώ, το οκτώ θεωρείται ότι είναι ο άνθρωπος και στο δέκα που είναι ο θεός. Άρα το εννέα είναι το μέγιστο επίπεδο αλλαγής του ανθρώπου προς την θέωση. Και ερχόμαστε τώρα και στην θεά Εστία που το σύμβολό της είναι ο κύκλος. Οι μοίρες  του  κύκλου καταλήγουν στον αριθμό εννέα. Παραδείγματος χάρη ολόκληρος ο κύκλος είναι 360 μοίρες, αν προσθέσεις τα ψηφία μας κάνουν εννέα δηλ. 360=3+6+0=9 ή 180=1+8+0=9 ή 45 μοίρες 4+5=9, 90 μοίρες το ίδιο. Τώρα έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου, τώρα που συμπληρώθηκαν εννέα χρόνια.

-Ναι αλλά ο Άρης δεν τα ξέρει όλα αυτά. Μπορεί και να μην έρθει.

Εκείνη την ώρα κτύπησε το τηλέφωνο της Αθηνάς, αφού άκουσε για λίγο είπε “ευχαριστώ” και έκλεισε το τηλέφωνο. 

 

-Και όμως ήρθε! Με ελικόπτερο παρακαλώ, αυτό μου είπαν πριν από λίγο. Μία φίλη μου που δουλεύει στο ελικοδρόμιο του νησιού με ειδοποίησε, αφού της είχα επιστήσει την προσοχή να προσέχει για το συγκεκριμένο άτομο. Όταν οι γονείς του μας είπαν πως μετανάστευσε στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές του εκεί, ζήτησα την διεύθυνσή του, αλλά φυσικά είχαν εντολή να μην μου την δώσουν. Αφού έκανα όλη αυτή την έρευνα που σου είπα προηγουμένως και μου πήρε τρία τέσσερα χρόνια, ώσπου να καταλάβω και εγώ την δύναμη του κρυστάλλου και τα σύμβολα που τον συνόδευαν, θέλησα να ενημερώσω τον Άρη για όλα αυτά, μήπως και συνετιζόταν και έφερνε τον κρύσταλλο πίσω και έσωζε το νησί από τον μαρασμό. Πήγα να βρω εκ νέου τους γονείς του. Δεν τους βρήκα στην παλιά τους διεύθυνση, είχαν μετακομίσει κάπου στην Εκάλη σε μία βίλα. Όταν τους εντόπισα μου είπαν πως ο Άρης όλα αυτά τα χρόνια είχε γίνει μεγάλος και τρανός και δεν ήθελε καμία επαφή με μας. Τους γονείς του μόνο είχε βοηθήσει οικονομικά, πράγμα που φαινόταν, νεοπλουτισμός στο φουλ. Ζήτησα τη διεύθυνσή του πάλι, φυσικά δεν μου την έδωσαν αλλά αυτή τη φορά ήμουν προετοιμασμένη. Είχα γράψει ένα γράμμα και τους παρακάλεσα να του το στείλουν. Του έγραφα όλα αυτά που σου είπα.

Έμειναν λίγο ακόμη στο ταβερνάκι και ύστερα χώρισαν για να ετοιμαστούν, δίνοντας ραντεβού για την επομένη που ήταν η μεγάλη μέρα.

Την άλλη μέρα ξεκίνησαν αχάραγα. Ήθελαν να φτάσουν στην κορυφή του βουνού πριν από τον Άρη. Όταν βρέθηκαν επάνω ένιωσαν μια ταραχή, δεν ήξεραν τι μπορεί να συμβεί. Μπήκαν στην πρώτη σπηλιά και άναψαν τους φακούς. Οι νυχτερίδες κατάφεραν να τους τρομάξουν για ακόμα μία φορά. Σύρθηκαν με κόπο στο τούνελ, δεν ήταν πλέον οι αθλητικοί τύποι που ήταν παλιά και έφτασαν στην στρογγυλή σπηλιά. Μπήκαν μέσα και στάθηκαν μπροστά στο άγαλμα της θεάς. Η Αθηνά άρχισε να απαγγέλει ένα ύμνο στα αρχαία ελληνικά:

“Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου

Θύγατερ βασίλεια,

Η μέσον οίκον έχεις πυρός

Αενάοιο, μεγίστου

Τούσδε συ εν τελεταίς

Οσίους μύστας αναδείξαις

Θεισ' αειθαλέας, πολυόλβους

Εύφρονας, αγνούς

Οίκε θεών μακάρων, θνητών

Στήριγμα κραταιόν, αιδίη, πολύμορφε,

Ποθεινοτάτη, χλοόμορφε,

μειδιόωσα, μάκαιρα

Ταδ' ιερά δέξο προθύμως

Όλβον επιπνείουσα και

Ηπιόχειρον υγείαν”

-Είναι ο Ορφικός ύμνος προς την θεά εξήγησε στον Λεωνίδα. Μετά κάθισαν κάτω στηρίζοντας την πλάτη τους στο τοίχωμα της σπηλιάς και έσβησαν τους φακούς. Τότε είδαν μια αχτίδα φωτός που έμπαινε από μία οπή στην κορυφή της σπηλιάς και κατέληγε πάνω στο βωμό, εκεί που άλλοτε ήταν τοποθετημένος ο κρύσταλλος.

-Τώρα εξηγείται από που φορτίζεται ο κρύσταλλος, από τον φωτοδότη Ήλιο και από την ενέργεια τούτης της σπηλιάς. Όπως σου είχα πει και παλιότερα, η κάθε πόλη είχε τον δικό της βωμό που έκαιγε η φλόγα της θεάς, το λεγόμενο “άσβεστο πυρ” και για το οποίο ήταν υπεύθυνες οι Εστιάδες. Τόσο σημαντικό το θεωρούσαν που κατά τον αποικισμό έπαιρναν το "άσβεστο πυρ" από τη μητρόπολη για να το μεταφέρουν στην αποικία, την καινούργια πατρίδα. Αν για τον άλφα-βήτα λόγο έσβηνε το πυρ, η πόλις έστελνε αντιπροσωπία στον ιερό χώρο των Δελφών και έπαιρναν εκ νέου από τον ναό του Απόλλωνα, τον θεό του φωτός το “άσβεστο πυρ” το οποίο άναβε από τον ήλιο.

Έμειναν για λίγο αμίλητοι, ώσπου άκουσαν θόρυβο από τη μεριά του τούνελ.

-Έρχεται, είπαν και οι δυο σιγανά.

Ο Άρης μπήκε και αφού έβγαλε τον κρύσταλλο από το σακίδιό του τον τοποθέτησε πάνω στον βωμό. Ο κρύσταλλος είχε ένα αχνό φως, λίγο ακόμη και θα έχανε τελείως τη λάμψη του. Μετά ο Άρης έστρεψε τον φακό ένα γύρω στη σπηλιά και τότε τους είδε.

-Τι κάνετε εσείς εδώ;

-Σε περιμέναμε Άρη και αυτή τη φορά είμαστε αποφασισμένοι να μην σε αφήσουμε να πάρεις τον κρύσταλλο πάλι.

-Χαχα! σάρκασε, σιγά μη σας φοβηθώ. Εσείς μείνετε στη μίζερη ζωή σας και μην ασχολείστε με το τι κάνω εγώ. Ή μήπως θέλετε να καρπωθείτε εσείς την δύναμη του κρυστάλλου αυτή τη φορά;

-Διέπραξες ύβρη Άρη και όπως σου είπα και στο γράμμα μου η απομάκρυνση του κρυστάλλου από το νησί έφερε πολλά δεινά. Το νησί κοντεύει να ερημώσει. Αν τουλάχιστον αυτή τη δύναμη που απέκτησες την μεταχειριζόσουν για το καλό του συνόλου, ίσως και να σε συγχωρούσα. Εσύ όμως έγινες αλαζόνας, κακός και δεν νοιάζεσαι παρά μόνο για τον εαυτό σου.

-Καρφάκι δεν μου καίγεται για τους άλλους, είπε ο Άρης κυνικά.

Εν τω μεταξύ ο κρύσταλλος είχε αρχίσει να φωτίζει την σπηλιά ολοένα και πιο πολύ. Βέβαια ήθελε εννέα ώρες για να φορτίσει πλήρως. Όλη αυτή την ώρα ο Λεωνίδας και η Αθηνά προσπαθούσαν να πείσουν με λόγια τον Άρη να συνετιστεί.

-Δεν έχεις σκεφτεί ότι μετά την ύβρη που διέπραξες μπορεί να έρθει η τιμωρία; τον ρώτησε ο Λεωνίδας.

-Όσο έχω τον κρύσταλλο στην κατοχή μου δεν φοβάμαι τίποτα.

Ο κρύσταλλος είχε πλέον φορτιστεί πλήρως και ο Άρης άπλωσε το χέρι να τον πάρει.

-Μη! του φώναξε η Αθηνά, μη τον αγγίζεις.

Ο Λεωνίδας με δυο δρασκελιές τον έφτασε και τον έσπρωξε μακριά από το βωμό.

-Άρη, αυτή τη φορά ο κρύσταλλος θα μείνει εδώ. Πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ.

-Ποτέ, φώναξε άγρια ο Άρης και επιτέθηκε με γροθιές στον Λεωνίδα. Η συμπλοκή ανάμεσα στους δύο άντρες ήταν σφοδρή, η Αθηνά που τους παρακολουθούσε, τους φώναζε να σταματήσουν, εν ονόματι της παλιάς φιλίας τους. Ο Λεωνίδας τότε χαλάρωσε το κεφαλοκλείδωμα που είχε κάνει στον Άρη και εκείνος βρήκε ευκαιρία και με μια κλωτσιά τον απομάκρυνε από πάνω του, μετά έτρεξε προς τον βωμό και έπιασε τον κρύσταλλο.

Εκείνο που εκτυλίχτηκε μετά δεν το χωράει ο νους. Με το που έπιασε ο Άρης τον κρύσταλλο το χέρι του πήρε φωτιά. Ο Λεωνίδας και η Αθηνά του είπαν να αφήσει τον κρύσταλλο και έτρεξαν να τον βοηθήσουν να απομακρυνθεί από το βωμό. Εκείνος δεν τον άφηνε παρόλο που το χέρι του καιγόταν. Η Αθηνά σε υστερική πλέον κατάσταση του φώναζε να αφήσει τον κρύσταλλο. Προσπάθησαν να τον αρπάξουν από τα ρούχα, αλλά εκείνος με το ελεύθερο χέρι του τους έσπρωχνε μακριά. Σε λίγο ο Άρης λαμπάδιασε ολόκληρος. Έπεσε στα γόνατα μπροστά στα πόδια της θεάς, ενώ εξακολουθούσε να κρατά σφιχτά τον κρύσταλλο.

Τότε ένα φύσημα δυνατού αέρα απώθησε την Αθηνά και τον Λεωνίδα προς τα πίσω και ένα βάραθρο εμφανίστηκε λίγα εκατοστά μακριά τους. Μέσα στο βάραθρο σε κλάσματα δευτερολέπτου καταποντίστηκε το άγαλμα, ο βωμός και ο φλεγόμενος Άρης κρατώντας τον κρύσταλλο ακόμα στο καρβουνιασμένο χέρι του. Μετά το βάραθρο όπως είχε ανοίξει έκλεισε και τίποτα δεν θύμιζε ότι κάποτε εκεί ήταν το άγαλμα της θεάς Εστίας και ο βωμός με τον κρύσταλλο.

Η Αθηνά λιποθύμησε και ο Λεωνίδας έτρεξε κοντά της, τρέμοντας και κείνος από το σοκ και προσπάθησε να την συνεφέρει. Όταν τα κατάφερε  έμειναν κάμποση ώρα αμίλητοι μέσα στη σπηλιά μέχρι να συνέλθουν. Μετά μπήκαν στο τούνελ και διασχίζοντας την πρώτη σπηλιά βγήκαν στο φως.

Εκείνη την ώρα ο ήλιος έκανε βουτιά στα νερά του Αιγαίου και είχε βάψει τον ουρανό με ένα χρώμα που θύμιζε λικέρ τριαντάφυλλο. Ο Λεωνίδας αγκάλιασε την Αθηνά και μαζί κοίταξαν αυτό το μεγαλείο του ζωοδότη Ήλιου.

-Υπήρξε ύβρις και ήρθε η τίσις, είπε η Αθηνά Τώρα μάλλον θα επανέλθει και η ισορροπία στο νησί.



Το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας, διανθισμένο με ψήγματα μυθολογίας  αλιευμένα από το διαδίκτυο, όπως ο Ορφικός Ύμνος προς την θεά Εστία. Επίσης οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.


Είναι γραμμένο δε για το δρώμενο Μια ιδέα- μια έμπνευση #3 που διοργανώνει ο καλός μας φίλος ο Γιάννης στο Ηδύποτον βασισμένο σε δική του κεντρική ιδέα που είναι η εξής:


Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.

 Εδώ θα ακούσετε την ιστορία μου. 

Αφηγητής ο γιός μου.




Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Παιχνίδια της μοίρας (Μια ιδέα - μια έμπνευση #2)





Κεντρική Ιδέα πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός/ μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανάβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του /της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και σας αναγκάζει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;

Η Μυρτώ ύστερα από άλλη μια κουραστική εφημερία στο νοσοκομείο επιτέλους έφτασε στο σπίτι της. Τώρα το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα χαλαρωτικό μπάνιο και να πέσει για ύπνο.

"Νομίζω μου χρειάζεται μια βδομαδούλα άδεια", σκέφτηκε καθώς έμπαινε στη μπανιέρα. Η αλήθεια είναι πως αυτές οι απανωτές εφημερίες την είχαν εξαντλήσει. Ωστόσο το χλιαρό νερό την αναζωογόνησε και της πήρε την κούραση της ημέρας. 

Καθώς έφτιαχνε κάτι πρόχειρο να φάει κτύπησε το τηλέφωνο.

-Έλα Μυρτούλα μου, τι κάνεις κορίτσι μου; ακούστηκε η φωνή του κυρ Μιχάλη. Ήταν ο άνθρωπος που μαζί με τη γυναίκα του πρόσεχαν το πατρικό της στο χωριό. Εκείνος, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο άνθρωπος που φρόντιζε τον κήπο και τα κτήματα και η γυναίκα του τώρα είχε την φροντίδα της καθαριότητας του σπιτιού, ενώ παλαιότερα φρόντιζε και  την μητέρα της μέχρι το τέλος της ζωής της, γιατί τα τελευταία χρόνια είχε πάθει άνοια.  Τον πατέρα της τον είχε χάσει πολλά χρόνια πριν.  Η ίδια όσο ζούσε η μητέρα της πήγαινε συχνά στο χωριό, κατόπιν μία φορά το χρόνο.

Ο κυρ Μιχάλης της εξήγησε πως είχαν σπάσει κάποιοι σωλήνες στο καλοριφέρ και χρειάζονταν άμεση επισκευή, αλλά το κόστος ήταν υψηλό γι' αυτό ζητούσε την έγκρισή της. Η Μυρτώ όσο ζούσε η μητέρα της είχε ανακαινίσει το σπίτι διατηρώντας ανέπαφη την εξωτερική πέτρινη όψη του, αλλά το εσωτερικό του το έκανε πιο λειτουργικό, φτιάχνοντας σύγχρονα μπάνια και βάζοντας κεντρική θέρμανση.

Ο πατέρας της, γιατρός και αυτός, είχε φτιάξει αυτό το σπίτι στο χωριό του, για να μεγαλώσει όπως έλεγε η μοναχοκόρη του μέσα στη φύση. Ήταν μεγάλο και επιβλητικό, αρχοντικό το έλεγαν οι ντόπιοι. Εκείνος κατέβαινε κάθε μέρα στη γειτονική κωμόπολη όπου δούλευε στο νοσοκομείο.

Η ιδέα της άδειας αμέσως πήρε σάρκα και οστά στο μυαλό της και είπε στον κυρ Μιχάλη πως θα πήγαινε η ίδια στο χωριό και θα το συζητούσαν από κοντά. 

Η Μυρτώ σ' αυτό το σπίτι μεγάλωσε και έμεινε εκεί μέχρι που τελείωσε το λύκειο. Όταν πέρασε στην ιατρική μετακόμισε στην Αθήνα και πήγαινε εκεί μόνο στις διακοπές του καλοκαιριού και μόνο επειδή ζούσαν οι γονείς της εκεί. Τώρα που εκείνοι είχαν φύγει από τη ζωή, ο πατέρας πάνω από δέκα χρόνια και η μητέρα της πριν από τρία, πήγαινε μόνο μια φορά το χρόνο για δυο τρεις ημέρες.

                                         ...................................

Ξεκίνησε νωρίς το άλλο πρωί για το χωριό. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Γενάρης μήνας, η καρδιά του Χειμώνα.  Έφτασε στο χωριό κατά το μεσημέρι. Την καλωσόρισαν ο κυρ Μιχάλης και η γυναίκα του η κυρά Μαρία.

-Καλώς την αρχοντοπούλα μας.

-Έλα κυρ Μιχάλη, αφού ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να με λες έτσι... καλά όλοι οι άλλοι στο χωριό, όχι και συ. Αρχοντοπούλα την φώναζαν όλοι στο χωριό, απ' όταν ήταν μικρή και άντε να τους κόψεις τη συνήθεια.

Μπήκαν στο σπίτι, αφού την βοήθησαν με τις αποσκευές της. Μια γλυκιά ζεστασιά την υποδέχτηκε από το τζάκι που είχε ανάψει ο κυρ Μιχάλης και η μυρωδιά της μακαρονάδας της κυρά Μαρίας της έσπασε τη μύτη.

Αφού έφαγαν ο κυρ Μιχάλης της είπε πως την άλλη μέρα θα ερχόταν ένας υδραυλικός να συζητήσουν για την επισκευή του καλοριφέρ και ύστερα  εκείνοι αποσύρθηκαν στο δικό τους σπιτικό για να την αφήσουν να ξεκουραστεί από το ταξίδι. 

Κοίταξε γύρω της. Το σπίτι ήταν σε άριστη κατάσταση, πεντακάθαρο και το ψυγείο πλήρως εφοδιασμένο.

Έφτιαξε ένα τσάι και με την κούπα στο χέρι πήγε προς το παράθυρο. Η θέα ήταν καταπληκτική. Το σπίτι κτισμένο σε ένα ύψωμα είχε πανοραμική θέα όλου του χωριού από τη μια και ενός παρθένου δάσους από την άλλη.  Στον κήπο  τα παρτέρια ήταν γεμάτα ζουμπούλια και μανουσάκια. Μ' αυτές τις εικόνες κάθισε στον καναπέ μπροστά από τζάκι και εκεί την πήρε ο ύπνος.

                                   ......................

Την άλλη μέρα το πρωί την ώρα που έπινε τον καφέ της κατέφτασε ο κυρ Μιχάλης μαζί με τον υδραυλικό, ένα παλικαράκι εικοσιπέντε περίπου χρονών. Μόλις τον είδε έπαθε ένα σοκ. Ήταν ίδιος εκείνος. Με δυσκολία έκρυψε την ταραχή της.

Μίλησαν για την βλάβη. Της είπε πως ήταν δουλειά τριών ημερών και αφού  συμφώνησαν την τιμή εκείνος έπιασε αμέσως δουλειά.

Πράγματι την τρίτη μέρα κατά το απόγευμα τελείωσε την δουλειά του, το καλοριφέρ τώρα δούλευε στο φουλ και όλο το σπίτι είχε ζεστάνει. Έτσι μάζεψε τα εργαλεία του και ετοιμάστηκε να φύγει. 

Από το πρωί ο καιρός είχε επιδεινωθεί και όταν άνοιξε την πόρτα για να φύγει είδαν ότι το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Ο δρόμος δεν διακρινόταν καθόλου και η ορατότητα λόγω ομίχλης ήταν μηδενική.

-Κυρία Μυρτώ πως θα φύγω τώρα; με την δουλειά ούτε που κατάλαβα ότι έριχνε τόσο χιόνι.

-Δεν έχεις παρά να μείνεις εδώ. Δόξα τω Θεώ το σπίτι είναι μεγάλο. 

Έφτιαξε καφέ και κάθισαν στο καθιστικό μιλώντας για τον καιρό.

-Τόσες μέρες δεν σε έχω ρωτήσει το όνομά σου, ως σήμερα τον φώναζε "μάστορα".

-Μιλτιάδη με λένε, αλλά όλοι με φωνάζουν Μίλτο.

Δεύτερο σοκ...για να μη φανεί η ταραχή της κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

-Πάω να φτιάξω τραχανά να φάμε για βράδυ. Εσύ Μιλτιάδη αν θέλεις μπορείς να αναλάβεις τα παϊδάκια, που είναι στο ψυγείο, νομίζω έχει αρκετά κάρβουνα στο τζάκι για να τα ψήσεις.

Αφού έφαγαν κάθισαν κοντά στο τζάκι  και συνέχισαν με λίγο κρασάκι ακόμη. Αμέσως η Μυρτώ άνοιξε την κουβέντα, έπρεπε να μάθει τα πάντα για τη ζωή του.

-Λοιπόν Μιλτιάδη μίλησέ μου για τη ζωή σου. 

-Τι να σας πω, δεν ξέρω και πολλά για τη ζωή μου, εννοώ ποιοι είναι οι βιολογικοί γονείς μου, ξέρετε είμαι υιοθετημένος, μεγάλωσα με  θετούς γονείς. Έμαθα ότι είμαι υιοθετημένος στην ηλικία των δεκαπέντε ετών περίπου και αυτό τυχαία από τρίτους, οι θετοί γονείς μου νόμιζαν πως αν το μάθαινα θα έπαυα να τους αγαπώ, γι' αυτό και δεν μου είχαν μιλήσει νωρίτερα. Η αλήθεια είναι ότι με αγαπούσαν πολύ. Μέχρι εκείνη την ηλικία είχαμε οικονομική άνεση και δεν μου έλειψε τίποτα, από εκείνη την εποχή και πέρα κάτι έγινε και αυτή η οικονομική άνεση πήγε περίπατο. Τον πατέρα μετά από δύο χρόνια τον έχασα από καρδιά και την τελευταία τάξη του λυκείου την έβγαλα στο νυχτερινό γιατί αναγκάστηκα να δουλέψω προκειμένου να ζήσουμε η μητέρα μου και εγώ. Την μητέρα μου την έχασα πέρσι.

-Έμαθες ποτέ ποιοι ήταν οι βιολογικοί σου γονείς; τον ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει το τρέμουλο στη φωνή της.

-Έμαθα από κάτι μισόλογα πως ο μεν πατέρας σκοτώθηκε σε τροχαίο και για την μητέρα μου οι απόψεις ήταν λίγο συγκεχυμένες, ως και ότι καταγόταν από τούτο το χωριό, μου είπαν, χωρίς ποτέ να μου αναφέρουν ονόματα.

Η Μυρτώ ένιωσε μια σκοτοδίνη...

-Κυρία Μυρτώ αισθάνεστε καλά; Να σας φέρω λίγο νερό;

-Όχι ευχαριστώ καλά είμαι, ίσως με πείραξε λίγο το κρασί, ξέρεις δεν έχω συνηθίσει να πίνω. Τα σχέδιά σου για το μέλλον ποια είναι;

-Και εδώ  λίγο άτυχος είμαι, αγαπώ μια κοπέλα και μ' αγαπά και κείνη, αλλά οι γονείς της δεν με θέλουν και με το δίκιο τους. Ένας μεροκαματιάρης είμαι. Γι' αυτό δουλεύω μέρα νύχτα για να φτιάξω την δική μου επιχείρηση και να μπορέσω να σταθώ άξια δίπλα της.

-Στο εύχομαι με όλη μου την καρδιά. Εγώ λέω να πάω για ύπνο. Στο ξενώνα σου έχω στρώσει να κοιμηθείς. Καληνύχτα.

-Καληνύχτα κυρία Μυρτώ.

Όταν έκλεισε την πόρτα πίσω της, ξέσπασε σε κλάματα που τόση ώρα προσπαθούσε να συγκρατήσει. Κλάματα που όμως δεν της έφεραν ανακούφιση, αλλά βαθύ πόνο και οι πληγές που νόμιζε πως είχε ξεχάσει βγήκαν ανελέητες στην επιφάνεια. 

Την άλλη μέρα πέρασαν τα εκχιονιστικά μηχανήματα και καθάρισαν τον δρόμο, οπότε ο Μιλτιάδης χαιρέτησε την Μυρτώ και έφυγε. Η Μυρτώ παρέμεινε στο χωριό για πέντε μέρες ακόμη να ηρεμήσει.

                                        ...............................

Είχε περάσει ένας μήνας από κείνη την ημέρα, όταν ο Μιλτιάδης έλαβε έναν φάκελο. Αποστολέας ήταν η Μυρτώ. Μέσα βρήκε κάποια συμβόλαια, ένα βιβλιάριο τραπέζης και μια επιστολή. 

Άνοιξε την επιστολή και διάβασε.

Μιλτιάδη μου

Θα παραξενεύεσαι με όλα αυτά που σου στέλνω. Το σπίτι στο χωριό είναι πλέον δικό σου, θα σου δώσει τα κλειδιά ο κυρ Μιχάλης, για να στεγάσεις την ευτυχία σου με την κοπέλα που αγαπάς και τα χρήματα στο βιβλιάριο είναι για να ανοίξεις τη δική σου επιχείρηση. Είσαι καλός τεχνίτης, θα προοδεύσεις και στο εύχομαι με όλη μου την καρδιά. 

Θα ήθελα να ξεκινήσω το γράμμα μου με την προσφώνηση "πολυαγαπημένο μου παιδί, θησαυρέ μου και άλλα όμορφα και τρυφερά, όμως δεν έχω αυτό το δικαίωμα αφού σε απαρνήθηκα δύο φορές. Ναι, δύο φορές! Την πρώτη όταν σε γέννησα και την δεύτερη πριν λίγες ημέρες όταν σε αντίκρυσα μπροστά μου στο χωριό, γιατί αμέσως κατάλαβα πως είσαι γιος μου, αφού μοιάζεις τόσο πολύ του πατέρα σου. Δεν βρήκα όμως το θάρρος, όταν είπες πως δεν ξέρεις τίποτα για την βιολογική σου μητέρα, να σου πω πως την είχες μπροστά σου. Τα κλάματα που έχυσα αφού έφυγες πάνω στο κρεβάτι του ξενώνα που κοιμήθηκες δεν απάλυναν τον πόνο μου. 

Τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις για τους βιολογικούς σου γονείς.

Με τον πατέρα σου, που τον έλεγαν και κείνον Μιλτιάδη (γι' αυτό σε λέω και εγώ έτσι και όχι Μίλτο), αγαπηθήκαμε πολύ. Κάναμε δεσμό όταν είμαστε μαθητές λυκείου, τα όνειρά μας ήταν κοινά. Περάσαμε και οι δυο στην ιατρική. Στα φοιτητικά μας χρόνια μέναμε μαζί στην Αθήνα. Αχώριστοι, αγαπημένοι, ερωτευμένοι, ώσπου...

Ήταν θυμάμαι η ημέρα της ορκωμοσίας. Με τα πτυχία στα χέρια αγκαλιάζαμε τους γονείς μας χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Ο πατέρας σου μας άφησε για λίγο να πεταχτεί απέναντι στο ανθοπωλείο για να μου πάρει λουλούδια. Δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ερχόταν με ταχύτητα. Σκοτώθηκε ακαριαία μπροστά στα μάτια μας. Έπαθα νευρικό κλονισμό. Επιχείρησα πολλές φορές να κάνω και εγώ κακό στον εαυτό μου, αλλά δεν τα κατάφερα, βλέπεις επειδή ήξεραν την κατάστασή μου όλο και κάποιος ήταν δίπλα μου να με προσέχει. Μετά έπεσα σε βαριά κατάθλιψη. 

Όταν κατάλαβα πως ήμουν έγκυος, δεν ήμουν σε θέση να το διαχειριστώ και όταν γεννήθηκες σε απαρνήθηκα. Είπα πως δεν σε ήθελα. Μάταια οι δικοί μου προσπαθούσαν να με πείσουν για το αντίθετο. Στην ίδια κατάσταση με μένα ήταν και οι γονείς του Μιλτιάδη, τους οποίους πήρε κοντά τους ο άλλος τους γιος και ζουν στην Αμερική, όπου εργάζεται αυτός. 

Πέρασαν περίπου πέντε χρόνια για να ξεπεράσω τον θάνατό του με την βοήθεια ψυχολόγων και των γονιών μου. Από κει και πέρα με απορρόφησε η δουλειά. Δούλευα ως και δεκάξι ώρες την ημέρα, μόνο και μόνο για να μην μου μένει ελεύθερος χρόνος να σκέφτομαι.

Η μητέρα μου έτρεχε συνεχώς με μένα στους γιατρούς και δεν μπορούσε να σε αναλάβει, έτσι ο πατέρας μου βρήκε μια καλή οικογένεια και σε έδωσε για υιοθεσία. Σου έδωσε το όνομα Μιλτιάδης, το όνομα του πατέρα σου και μέχρι το θάνατό του, τον πρόδωσε ξαφνικά η καρδιά του, ήταν αυτός που ενίσχυε οικονομικά την οικογένεια που σε υιοθέτησε, γι' αυτό υπήρχε και η οικονομική άνεση που ανέφερες. Υπολογίζω ότι ήταν μέχρι τότε που εσύ θα ήσουν δεκαπέντε χρονών. Αυτά τα έμαθα και εγώ πρόσφατα, όταν βρήκα ένα ημερολόγιο του πατέρα μου ανάμεσα στα βιβλία της βιβλιοθήκης του γραφείου του, που τόσα χρόνια δεν έτυχε να ανακαλύψω. Για να μάθεις και εσύ περισσότερες λεπτομέρειες για τα πρώτα χρόνια της ζωής σου μπορείς να το διαβάσεις, το έχω αφήσει πάνω στο κομοδίνο του ξενώνα. Εκεί έγραφε τα πάντα για σένα.

Τώρα θα μου πεις αφού συνήλθες κυρία μου, γιατί δεν ενδιαφέρθηκες να μάθεις για το παιδί σου. Σε σκεφτόμουν άπειρες φορές. Ένιωθα τύψεις απέναντι σε σένα και απέναντι στον πατέρα σου που από κει πάνω που είναι σίγουρα με κοιτούσε με παράπονο, αλλά από την άλλη σκεφτόμουν πως εσύ ζούσες με δυο άλλους γονείς που δεν ήξερα αν σου είχαν πει πως ήσουν υιοθετημένος. Δεν τολμούσα να χαλάσω πλέον την ζωή σου. Δεν ήξερα το όνομα της οικογένειας που σε είχε υιοθετήσει, ο πατέρας μου δεν μου το είπε ποτέ.

Ξέρω ότι είμαι ασυγχώρητη, σου στέρησα την αγάπη τη δική μου και των παππούδων σου. Ευγνωμονώ την θετή σου μητέρα που σε μεγάλωσε σωστά και έγινες ένα υπέροχο παιδί.

Αν ποτέ μπορέσεις, συγχώρησέ με παιδί μου. Αν έρθει  αυτή η μέρα θα είναι η ομορφότερη της ζωή μου.

                                                                  Σε φιλώ

                                                               Η μητέρα σου

                       

                    

Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #2" που διοργανώνει ο Γιάννης στο blog https://idipoton.blogspot.com/ . Η κεντρική ιδέα δική του.

 Γιάννη μου σ' ευχαριστώ για τις ιδέες που ρίχνεις στο τραπέζι και μας προτρέπεις να δημιουργήσουμε.

Οι υπόλοιπες συμμετοχές εδώ.

Υ.Γ  Η εικόνα είναι από το internet και ανήκει στον δημιουργό της.

Υ.Γ 1η σύμπτωση

Πριν καιρό όταν γράφαμε για την "φωτο-συγγραφική σκυτάλη" είχα γράψει ένα μικρό διήγημα που κατά σύμπτωση έμοιαζε με το ζητούμενο της κεντρικής ιδέας του Γιάννη. Την εικόνα μου την είχε στείλει η Μαρίνα και ήταν αυτή, το καθιστικό ενός παλιού σπιτιού και το διήγημά μου είχε τίτλο

"Ένας μελαχρινός άγγελος που τον λένε Αντιγόνη"


2η σύμπτωση

Όταν τελείωσα τούτο το μικρό διήγημα συνειδητοποίησα ότι στο διήγημα που ανέφερα πιο πάνω γράφω για μια μάνα που έκανε τα πάντα για να μεγαλώσει μόνη το παιδί της, ενώ σ' αυτό γράφω για μια μάνα που το απαρνήθηκε. Τυχαία έγινε αυτό , αλλά όπως λέμε το νόμισμα έχει δύο όψεις.